ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καὶ Εὐαγγελιστής

Α. Ὁ μα­θη­τής τῆς ἀ­γά­πης.

Μ’ αὐ­τό τό ὡ­ραῖ­ο ὄ­νο­μα εἶ­ναι γνω­στός ὁ ἅ­γιος Εὐ­αγ­γε­λι­στής Ἰ­ω­άν­νης. Δι­ό­τι καί γε­μά­τος ἀ­γά­πη ἦ­ταν ὁ ἴ­διος ἀ­πέ­ναν­τι τοῦ Κυ­ρί­ου, καί μέ ἀ­γά­πη πολ­λή τόν πε­ρι­έ­βαλ­λε ὁ Θε­ός τῆς ἀ­γά­πης, καί τῆς ἀ­γά­πης εἶ­ναι δι­α­πρύ­σιος κῆ­ρυξ τό­σο στό Ἱ­ε­ρό Εὐ­αγ­γέ­λιό του, ὅ­σο καί στίς τρεῖς Κα­θο­λι­κές ἐ­πι­στο­λές του καί τήν Ἀ­πο­κά­λυ­ψη. Ἑ­κα­τό πε­ρί­που φο­ρές ἀπαντᾶ­ται ἡ λέ­ξη ἀ­γά­πη καί ἀ­γα­πῶ στίς θε­ο­πνεύ­στους συγ­γρα­φές του. Καί δι­α­κη­ρύτ­τει μ’ αὐ­τές ἀ­νά τούς αἰ­ῶ­νες τή δύ­να­μη, τήν ὁ­ποί­α πε­ρι­κλεί­ει ἡ πο­λύ σπου­δαί­α αὐ­τή ἀ­ρε­τή τῆς ἀ­γά­πης. Ἄλ­λα ἄς πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με μέ βά­ση τά ἱ­ε­ρά κεί­με­να τή με­γά­λη αὐ­τή φυ­σι­ο­γνω­μί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἐν­σάρ­κω­σε τήν ἀ­γά­πη.

Ἀ­πό τή Βηθ­σαϊ­δά της Γα­λι­λαῖ­ος κα­τα­γό­ταν ὁ Ἰ­ω­άν­νης, τήν πό­λη πού εἶ­χε τήν ἐ­ξαι­ρε­τι­κή τι­μή νά ἀ­να­δεί­ξει τό­σους μα­θη­τές καί Ἀ­πο­στό­λους. Ἦ­ταν γιός τοῦ Ζε­βε­δαί­ου καί τῆς Σαλώ­μης, ἀ­δελ­φός τοῦ Ἰ­α­κώ­βου, τοῦ ἐ­πί­σης με­γά­λου Ἀ­πο­στό­λου τοῦ Χρι­στοῦ. Οἰ­κο­γέ­νεια ἁ­λι­έ­ων ἦ­ταν ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του. Καί στήν ἁ­λι­εί­α ἐ­πι­δό­θη­κε καί ὁ ἴ­διος. Ἁ­λι­εύς ἰ­χθύ­ων ἦταν. Ἀλ­λά καρ­δί­α εὐ­γε­νής, μέ πό­θους ὑ­ψη­λούς καί ὁ­ρα­μα­τι­σμούς εὐ­γε­νεῖς, κα­θώς ἦ­ταν, δέν ἰ­κα­νο­ποι­οῦν­ταν ἀ­πό τό βι­ο­πο­ρι­στι­κό ἔρ­γο του. Ἄλ­λες ἀ­νώ­τε­ρες καί πνευματικότερες ἐ­πι­θυ­μί­ες γέ­μι­ζαν τήν καρ­διά του. Καί γί­νον­ταν ἰ­σχυ­ρές καί ἐ­πι­τα­κτι­κές ἀ­πό τή με­λέ­τη τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, στήν ὁ­ποί­α μέ ὅ­λη τή δύ­να­μη τῆς ψυ­χῆς τοῦ ἐπιδιδόταν. Καί οἱ μυ­στι­κοί του παλ­μοί καί ὁ πό­θός του νά ἔλ­θει σύν­τομα ὁ ἀ­να­με­νό­με­νος, πού θά ἰ­δρυ­σει τή νέ­α πνευ­μα­τι­κή κοι­νω­νί­α, τήν ἰ­δα­νι­κή κοι­νω­νί­α, τήν ὁ­ποί­α προφήτευ­αν οἱ προ­φῆ­τες, ξε­σποῦ­σαν σέ θερ­μή δέ­η­ση καί ἱ­κε­σί­α πρός τόν Θε­ό. Μέ τό δρά­μα τῆς νέ­ας αὐ­τῆς ἐ­πο­χῆς ζοῦ­σε ὁ τα­πει­νός ἁ­λι­εύς τῆς Γα­λι­λαί­ας.

Καί ἡ εὐ­λο­γη­μέ­νη ὥ­ρα ἔ­φθα­σε. Ὁ μέ­γας ἀ­να­με­νό­με­νος, πού θά γι­νό­ταν ὁ θεῖ­ος ἱ­δρυ­τής τῆς νέ­ας βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ, ἦλ­θε. Εἶ­ναι Ἐ­κεῖ­νος, τόν ὁ­ποῖ­ο ἔ­δει­ξε ὁ Πρό­δρο­μός Του, ὁ Ἰ­ω­άν­νης, στά πλή­θη καί εἶ­πε: «ἰ­δέ ὁ ἀ­μνός τοῦ Θε­οῦ ὁ αἴ­ρων τήν ἁ­μαρ­τί­αν τοῦ κό­σμου». Εἶ­ναι, λοι­πόν, νά πε­ρι­μέ­νει ἀ­κό­μη καί νά ἀ­να­βάλ­λει ὁ μα­θη­τής; Πό­θος καί προ­σμο­νή ἐ­τῶν πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται. Μπο­ρεῖ νά μεί­νει ἀ­συγ­κί­νη­τη ἡ εὐ­γε­νής ψυ­χή; Γι’ αὐ­τό, ὅ­ταν ὁ Ἰ­η­σοῦς, πού γνώ­ρι­ζε τήν ἁ­γί­α του ἐ­πι­θυ­μί­α, τόν κα­λεῖ μα­ζί μέ τόν ἀ­δελ­φό του Ἰ­ά­κω­βο στό ἀ­πο­στο­λι­κό ἀ­ξί­ω­μα, ἐ­κεῖ­νος μέ κά­θε προ­θυ­μί­α ἀ­φή­νει καί πλοῖ­ο καί δί­κτυ­α καί ἁ­λί­ευ­μα καί πα­τέ­ρα καί οἰ­κο­γέ­νεια καί προ­σκολ­λᾶ­ται στόν Ἰ­η­σοῦ καί ἀ­φο­σι­ώ­νε­ται σ’ αὐ­τόν μέ μί­αν ἀ­γά­πη ὁ­λό­θερ­μη καί θαυ­μα­στή, ἡ ὁ­ποί­α τοῦ ἐ­ξα­σφά­λι­σε θέ­ση ἐ­ξαί­ρε­τη μέ­σα στόν κύ­κλο τῶν δώ­δε­κα μα­θη­τῶν καί Ἀ­πο­στό­λων.

Ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἀ­γά­πη­σε τόν Ἰ­η­σοῦ καί ἀ­γα­πή­θη­κε ἀ­π’ αὐ­τόν. Πρό­θυ­μος στούς κό­πους τῆς ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κῆς ἐρ­γα­σί­ας, γε­μά­τος ἀν­το­χή στίς ὁ­δοι­πο­ρί­ες, τρέ­χει παν­τοῦ, ὅ­που ὁ Ἴησοῦς τόν ἀ­πο­στέλ­λει, γιά νά κη­ρύ­ξει τά μυ­στή­ρια της νέ­ας βα­σι­λεί­ας, καί νά ἑ­τοι­μά­σει τό ἔ­δα­φος νά ἀ­κού­σουν οἱ ἄν­θρω­ποι τόν ἐρ­χό­με­νο Σω­τή­ρα. Ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­ναι τό ὄ­νο­μα πού πε­ρι­φέ­ρει στά χεί­λη καί κλεί­νει στήν καρ­διά. Ὁ Ἰ­η­σους εἶ­ναι τό ἀν­τι­κεί­με­νο τῆς ὁ­λό­θερ­μης ἀ­γά­πης του. Ἡ δό­ξα τοῦ Ἰ­η­σοῦ εἶ­ναι ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α τῆς ψυ­χῆς του. Δέν ἔ­χει ση­μα­σί­α, ἄν στήν ὑ­περ­βο­λή τῆς ἀ­γά­πης του ζη­τᾶ νά τοῦ δο­θεῖ ἄ­δεια νά προ­σευ­χη­θεῖ γιά νά κα­τέλ­θει «πῦρ ἐκ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ», γιά νά κα­τα­κά­ψει τούς κα­τοί­κους μιᾶς πό­λε­ως τῆς Σαμαρείας, οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν ἤ­θε­λαν νά δε­χθοῦν τόν Κύ­ριο. Θά τόν ἐ­πα­να­φέ­ρει ὁ Κύ­ριος μέ τούς λό­γους του ἐ­κεί­νους· «οὐκ οἴ­δα­τε οἰ­ου πνεύ­μα­τος ἐ­στε ὑ­μεῖς». Ὅ­μως καί τό περιστα­τι­κό αὐ­τό δεί­χνει τήν θερ­μή ἀ­γά­πη τοῦ Ἰ­ω­άν­νη πρός τόν Δι­δά­σκα­λο.

Τί­πο­τε δέν μπο­ρεῖ νά χω­ρί­σει ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη τόν μα­θη­τή ἀ­πό τόν Δι­δά­σκα­λό του. Οὔ­τε οἱ συ­κο­φαν­τι­κές κα­τη­γο­ρί­ες τῶν ἐ­χθρῶν του. Οὔ­τε οἱ δο­κι­μα­σί­ες καί οἱ θλί­ψεις τῆς ἀποστο­λι­κῆς ζω­ῆς, οὔ­τε οἱ στε­ρή­σεις καί οἱ κό­ποι. Τόν ἀ­κο­λου­θεῖ παν­τοῦ. Τόν λα­τρεύ­ει κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά. Τοῦ ἔ­χει πα­ρα­δώ­σει ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά τήν καρ­διά του. Σκέ­πτε­ται τόν Χρι­στό, ἀ­να­πνέ­ει τή ζω­ή τοῦ Χρί­στου. Ζεῖ μό­νο γιά τόν Χρι­στό. Καί γι’ αὐ­τό, ὅ­ταν οἱ πάν­τες τόν ἐγ­κα­τέ­λει­ψαν κα­τά τίς δρα­μα­τι­κές ὧ­ρες τῆς σταυ­ρώ­σε­ως καί «οἱ μα­θη­ταί πάν­τες ἀ­φέν­τες αὐ­τόν ἔφυ­γον» καί δι­α­σκορ­πί­σθη­καν ἀ­πό τόν φό­βο τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, ὁ Ἰ­ω­άν­νης μό­νος μέ­νει κά­τω ἀ­πό τό Σταυ­ρό. Μέ­νει καί πα­ρα­κο­λου­θεῖ μέ σπα­ραγ­μό ψυ­χῆς τόν δι­δά­σκα­λο κα­θη­λω­μέ­νο στό ξύ­λο τῆς ὀ­δύ­νης. Μέ­νει κον­τά του καί σ’ αὐ­τές τίς δρα­μα­τι­κές ὧ­ρες γιά νά δεί­ξει, ὅ­τι εἶ­ναι ἕ­τοι­μος καί τή ζω­ή του ἀ­κό­μη νά θυ­σιά­σει γιά χά­ρη τοῦ Δι­δα­σκά­λου. Νά τό μέ­γε­θος τῆς ἀ­γά­πης τοῦ εὐ­γε­νοῦς καί πι­στοῦ μα­θη­τοῦ· ἀ­γά­πης, ἡ ὁ­ποί­α πα­ρα­κο­λου­θεῖ­ται ἀ­πό θάρ­ρος ἄ­καμ­πτο καί παρ­ρη­σί­α πολ­λή καί τόλ­μη θαυ­μα­στή καί σταθερότητα ἔ­ξο­χη.

Σέ μί­α τέ­τοι­α ἀ­γά­πη ἦ­ταν δυ­να­τόν νά μή ἀν­τα­πο­κρι­θεῖ ὁ Κύ­ριος; Πο­τέ. Καί νά ὅ­τι ἐκ­δη­λώ­νει τέ­τοι­α ἀ­γά­πη πρός τόν μα­θη­τή, ὥ­στε εἶ­ναι γνω­στός ὡς μα­θη­τής, «ὅν ἠ­γά­πα ὁ Ἰησοῦς». Μα­ζί μέ τόν ἀ­δελ­φό του Ἰ­ά­κω­βο καί τόν Πέ­τρο τόν παίρ­νει μάρ­τυ­ρα τῶν με­γά­λων γε­γο­νό­των τῆς ζω­ῆς του. Στήν οἰ­κί­α τοῦ Ἰ­α­εί­ρου, στό ὅ­ρος τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως, στήν Γεθ­ση­μα­νή εἶ­ναι μα­ζί μέ τόν Δι­δά­σκα­λο. Ἀλ­λά καί στόν Μυ­στι­κό Δεῖ­πνο κά­θε­ται πο­λύ κον­τά στόν Δι­δά­σκα­λο. Καί ὅ­ταν Ἐ­κεῖ­νος προ­λέ­γει, ὅ­τι «εἷς ἐξ ὑ­μῶν πα­ρα­δώ­σει με» ὁ Ἰ­ω­άν­νης γέρ­νει πά­νω στό στῆ­θος τοῦ Δι­δα­σκά­λου γιά νά τόν ρω­τή­σει: «Κύ­ρι­ε, τίς ἐ­στιν ὁ πα­ρα­δι­δούς σέ;» Μί­α στά­ση συγ­κι­νη­τι­κή, κα­τά τήν ὁ­ποί­α δέν γνω­ρί­ζει κα­νείς τί νά θαυ­μά­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο, τήν ἀ­γά­πη τοῦ Δι­δα­σκά­λου ἤ τήν ἀ­φο­σί­ω­ση τοῦ μα­θη­τοῦ.

Καί τό ἐ­πι­στέ­γα­σμα τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Δι­δα­σκά­λου πρός τόν μα­θη­τή ὁ Ἰ­η­σοῦς ἀ­πό τό ὕ­ψος τοῦ σταυ­ροῦ πα­ρα­δί­δει στή στορ­γι­κή φρον­τί­δα τοῦ μα­θη­τοῦ τήν Πα­να­γί­α Μη­τέ­ρα Του. Ἰ­ω­άν­νη, «ἰ­δού ἡ μή­τηρ σου», ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­πό τούς λό­γους, πού πρό­φε­ρε ὁ Κύ­ριος πά­νω ἀ­πό τόν σταυ­ρό. Καί «ἀπ’ ἐ­κεί­νης τῆς ὥ­ρας ἔ­λα­βεν ὁ μα­θη­τής αὐ­τήν εἰς τά ἴ­δια».

Με­γά­λη πράγ­μα­τι ἡ δύ­να­μη τῆς ἀ­γά­πης. Ἑ­νώ­νει τόν μι­κρό ἄν­θρω­πο μέ τόν Παν­το­δύ­να­μο Θε­ό. Καί τόν κα­θι­στᾶ ἄ­ξιο νά γί­νε­ται μέ­το­χος τῆς δι­κῆς του μα­κα­ρι­ό­τη­τος. Ἐ­ξευ­γε­νί­ζει τήν ψυ­χή καί τήν κά­νει ὁ­μοί­ω­μα τοῦ Θε­οῦ, ἀ­ξί­α νά ζεῖ μέ­σα στό Πνεῦ­μα καί τίς εὐ­λο­γί­ες του.

Ἔ­χου­με ἄ­ρα­γε ἐ­μεῖς τήν ἀ­γά­πη αὐ­τή;

Β. Ὁ ἀ­κα­τα­πό­νη­τος Ἀ­πό­στο­λος.

Τά λυ­πη­ρά γε­γο­νό­τα τῆς σταυ­ρώ­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου ἔ­χουν πε­ρά­σει πλέ­ον. Ἡ ἀ­να­το­λή τῆς Κυ­ρια­κῆς φέρ­νει τά χαρ­μό­συ­να μη­νύ­μα­τα τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως. Ἄγ­γε­λοι λευ­κο­φο­ρε­μέ­νοι με­τα­δί­δουν στίς Μυ­ρο­φό­ρες τή με­γά­λη εἴ­δη­ση: Ὁ Ἰ­η­σοῦς ἠ­γέρ­θη. «Οὐκ ἐ­στιν ὧ­δε. Ἴ­δε ὁ τό­πος, ὅ­που ἔ­θη­καν αὐ­τόν». Εἶ­ναι τό μή­νυ­μα, πού θά τό πά­ρουν οἱ Ἀ­πό­στο­λοι καί θά τό με­τα­φέ­ρουν στά πέ­ρα­τα τοῦ κό­σμου. Εἶ­ναι τό μή­νυ­μα, ἐ­πά­νω στό ὁ­ποῖ­ο θά στη­ρι­χθεῖ ὁ­λό­κλη­ρο τό οἰ­κο­δό­μη­μα τοῦ ἀ­πο­στο­λι­κοῦ κη­ρύγ­μα­τος. Εἶ­ναι ἡ με­γά­λη, ἡ ἀ­κα­τα­νί­κη­τη ἀ­λή­θεια, πού θά δώ­σει φτε­ρά στούς Ἀ­πο­στό­λους γιά νά ἀ­φι­ε­ρω­θοῦν στή με­γά­λη ὑ­πό­θε­ση τῆς δι­α­κη­ρύ­ξε­ως τῆς θε­ό­τη­τος τοῦ Κυ­ρί­ου. Οἱ Μυ­ρο­φό­ρες με­τα­δί­δουν τήν εἴ­δη­ση στούς μα­θη­τές. Καί νά δυ­ό μα­θη­τές, ὁ Πέ­τρος καί ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἑ­τοι­μά­ζον­ται νά ἐ­πι­σκε­φθοῦν τό μνη­μεῖ­ο. Ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὡς νε­ώ­τε­ρος τρέ­χει πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τόν Πέ­τρο. Τρέ­χει νά φθά­σει ὅ­σο τό δυ­να­τόν γρη­γο­ρό­τε­ρα στό μνη­μεῖ­ο. Φθά­νει. Ρί­χνει μί­α βι­α­στι­κή μα­τιά στό ἐ­σω­τε­ρι­κό του τά­φου. Δι­α­κρί­νει τά ὀ­θό­νια καί τό σου­δά­ριο χω­ρι­στά καί ἀ­να­χω­ρεῖ. Δέν ἔ­χει ἀ­νάγ­κη ἀ­πό ἄλ­λη μαρ­τυ­ρί­α. Τοῦ εἶ­ναι αὐ­τή ἀρ­κε­τή. Θά τήν δι­α­κη­ρύτ­τει ἀρ­γό­τε­ρα τήν ἐ­πί­σκε­ψή του αὐ­τή καί μ’ αὐ­τήν θά πεί­θει πολ­λούς γιά τήν Ἄ­να­στα­σή του Δι­δα­σκά­λου.

Οἱ μέ­ρες περ­νοῦν. Ὁ ἀ­να­στάς Κύ­ριος μέ σει­ρά ἐμ­φα­νί­σε­ων σέ μι­κρό­τε­ρους καί με­γα­λύ­τε­ρους ὁ­μί­λους μα­θη­τῶν πι­στο­ποι­εῖ τήν Ἀ­νά­στα­σή Του. Ἡ ἡ­μέρα τῆς ἐν­δό­ξου Ἀναλήψεως Κυ­ρί­ου στόν οὐ­ρα­νό φθά­νει. Καί ὁ Πα­ρά­κλη­τος τήν ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς κα­τέρ­χε­ται στούς μα­θη­τές. Δυ­να­μω­μέ­νοι τώ­ρα ἐ­κεῖ­νοι ἀ­πό τή δύ­να­μή Του, φω­τι­σμέ­νοι ἀ­πό τό φῶς Του, πυ­ρα­κτω­μέ­νοι ἀ­πό τή φλό­γα τῆς ἀ­γά­πης πού τούς με­τέ­δω­σε, ἐ­ξέρ­χον­ται στό κή­ρυγ­μα, γιά νά κα­λέ­σουν Ἰ­ου­δαί­ους καί Ἐ­θνι­κούς σέ με­τά­νοι­α. Τό ἱ­ε­ρό βι­βλί­ο τῶν Πρά­ξε­ων τῶν Ἀ­πο­στό­λων καί ἡ Ἱ­ε­ρά Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας πα­ρέ­χουν πλη­ρο­φο­ρί­ες γιά τήν Ἀ­πο­στο­λι­κή δρά­ση τοῦ τολ­μη­ροῦ μα­θη­τοῦ, τοῦ μα­θη­τοῦ πού συν­δύ­α­ζε τή φλό­γα τῆς ἀ­γά­πης μέ τή δύ­να­μη τῆς θε­λή­σε­ως. Ἀρ­χι­κά οἱ Πρά­ξεις τῶν Ἀ­πο­στό­λων μας πλη­ρο­φο­ροῦν, ὅ­τι ἔ­πει­τα ἀ­πό ἕ­να θαῦ­μα, τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­κα­νε ὁ Πέ­τρος καί ὁ Ἰ­ω­άν­νης, οἱ ὁ­ποῖ­οι θε­ρά­πευ­σαν ἕ­ναν ἐκ γε­νε­τῆς χω­λό, ξε­ση­κώ­θη­κε σά­λος ἐ­ναν­τί­ον τούς ἐκ μέ­ρους τῶν ἀρ­χόν­των τῶν Ἰ­ου­δαί­ων· τούς κά­λε­σαν καί μέ ἀ­πει­λές με­γά­λες τούς ἐ­πέ­στη­σαν τήν προ­σο­χή νά μήν κη­ρύ­ξουν πλέ­ον τό ὄ­νο­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Καί οἱ δυ­ό ὅ­μως Ἀ­πό­στο­λοι ἀ­πήν­τη­σαν μέ πο­λύ θάρ­ρος: «Εἰ δί­και­όν ἐ­στιν ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ ὑ­μῶν ἀ­κού­ειν μᾶλ­λον ἤ τοῦ Θε­οῦ, κρί­να­τε. Οὐ δυ­νά­με­θα γάρ ἡ­μεῖς ἅ εἴ­δο­μεν καί ἠ­κού­σα­μεν μή λα­λεῖν» (Πράξ. δ΄ 19-20). Θά γρά­ψει ἀρ­γό­τε­ρα στήν Α΄ ἐ­πι­στο­λή του: «Ὅ ἀ­κη­κό­α­μεν, ὅ ἐ­ω­ρά­κα­μεν τοῖς ὀ­φθαλ­μοῖς ἡ­μῶν, ὅ ἐ­θε­α­σά­με­θα καί αἱ χεῖ­ρες ἡ­μῶν ἐ­ψη­λά­φη­σαν, ἀ­παγ­γέλ­λο­μεν ὑ­μῖν» (α΄ 1, 3). Σᾶς τό με­τα­δί­δου­με γιά νά ἔ­χε­τε καί σεῖς κοι­νω­νί­α μα­ζί μέ τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό.

Μέ τό ἴ­διο θάρ­ρος καί τήν ἴ­δια παρ­ρη­σί­α συ­νε­χί­ζει ὁ Ἰ­ω­άν­νης τό ἀ­πο­στο­λι­κό του ἔρ­γο στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Καί εἶ­ναι τό­σο τό κύ­ρος, τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­χει ἀ­νά­με­σα στούς Χρι­στια­νούς τῆς πρώ­της Ἐκ­κλη­σί­ας, ὥ­στε ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος τόν ὀ­νο­μά­ζει στήν πρός Γα­λά­τας ἐ­πι­στο­λή του ἕ­ναν ἀ­πό τούς στύ­λους της (Γα­λάτ. β 9). Εἶ­ναι γνω­στό, ὅ­τι ὅ­ταν κη­ρύ­χθη­κε ὁ λόγος τοῦ Θε­οῦ στή Σα­μά­ρεια, οἱ Ἀ­πό­στο­λοι γιά νά ἐ­νι­σχύ­σουν τούς πι­στούς της πε­ρι­ο­χῆς ἐ­κεί­νης ἔ­στει­λαν ἐ­κεῖ τόν Πέ­τρο καί τόν Ἰ­ω­άν­νη. Μέ τό ἀ­πο­στο­λι­κό τους κύ­ρος ἐ­κεῖ­νοι καί τό θεῖ­ο φω­τι­σμό ἐ­νί­σχυ­σαν τήν προ­σπά­θεια καί διά τῆς ἐ­πι­θέ­σε­ως τῶν χει­ρῶν τους πάνω σ’ αὐ­τούς πού εἶχαν πιστέψει καί βαπτισθεῖ με­τέ­δι­δαν τήν χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύμα­τος. Ἀλλά καί στήν Ἀ­πο­στο­λι­κή Σύ­νο­δο στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα με­τέ­χει καί ὁ Ἰ­ω­άν­νης καί μέ τήν κα­θα­ρό­τη­τα τῆς δι­α­νοί­ας του καί τήν φω­τι­σμέ­νη τοῦ πί­στη συν­τε­λεῖ καθοριστικά στό νά λη­φθοῦν ἀ­π’ αὐ­τήν οἱ ὀρ­θές ἀ­πο­φά­σεις, οἱ ὁ­ποῖ­ες τό­σο κα­λά ἐ­πρό­κει­το νά τα­κτο­ποι­ή­σουν ὁ­ρι­σμέ­να φλέ­γον­τα ζη­τή­μα­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Τίς αὐ­θεν­τι­κές αὐ­τές πλη­ρο­φο­ρί­ες γιά τήν ἀ­πο­στο­λι­κή ζω­ή τοῦ Ἰ­ω­άν­νου, οἱ ὁ­ποῖ­ες πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἔρ­χον­ται νά συμ­πλη­ρώ­σουν πλη­ρο­φο­ρί­ες ἀ­πό τήν Παρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἔ­τσι μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ἡ Πα­ρά­δο­ση ὅ­τι ὁ Ἰ­ω­άν­νης κή­ρυ­ξε ἐ­πί ἔ­τη στήν Ἀ­σί­α τόν λό­γο τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­χε ἀ­πο­μεί­νει ὁ μό­νος ἀ­πό τούς Ἀ­πο­στό­λους. Ὁ Ἰάκω­βος εἶ­χε φο­νευ­θεῖ. Ὁ Παῦ­λος εἶ­χε θα­να­τω­θεῖ. Ὅ­λο τό βά­ρος, λοι­πόν, τοῦ ἔρ­γου τό κρα­τοῦ­σε στούς ὤ­μους του. Ἦ­ταν τό μό­νο στή­ριγ­μα τῶν πι­στῶν στήν Ἀ­σί­α. Ἐρ­γά­ζε­ται ἀ­κα­τα­πό­νη­τα. Τρέ­χει παν­τοῦ. Τέ­λος κα­τα­λή­γει στήν Ἔ­φε­σο. Ἡ πό­λη αὐ­τή ἦ­ταν σέ πο­λύ με­γά­λη ἀ­κμή τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη. Πο­λυ­άν­θρω­πη καί πλου­σί­α, ἦ­ταν πο­λύ με­γά­λο κέν­τρο ἐμ­πο­ρί­ου καί βι­ο­τε­χνί­ας. Ἀλλά καί πό­λη τῶν γραμ­μά­των καί τῶν τε­χνῶν. Ἐ­κτός ἀ­πό αὐ­τά ἦ­ταν καί με­γά­λο κέν­­τρο τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας, δι­ό­τι ἐ­κεῖ λα­τρευ­ό­ταν μέ με­γα­λο­πρέ­πεια καί μέ με­γά­λες πα­νη­γύ­ρεις ἡ θε­ά Ἄρ­τε­μις. Τό ὀ­χυ­ρό ἐ­κεῖ­νο τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας ἔ­πρε­πε νά πέ­σει. Καί ἡ εἰδωλολατρική Ἔφεσος νά γί­νει κέν­τρο λα­τρεί­ας τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ. Ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος, ὁ ὁ­ποῖ­ος πρίν ἀ­πό τόν Ἰ­ω­άν­νη εἶ­χε πε­ρά­σει ἀ­πό ἐ­κεῖ, εἶ­χε ἐ­πι­φέ­ρει πλήγ­μα­τα ἐ­ναν­τί­ον τῆς πα­λαι­ᾶς θρη­σκεί­ας. Ἀλλά τό ὀ­χυ­ρό ἀ­κό­μη ἀν­τι­στε­κό­ταν. Ὁ Ἰωάν­νης μέ τήν θερ­μή του πί­στη ἐ­πέ­δρα­σε βα­θύ­τα­τα πά­νω στήν κοι­νω­νί­α τῆς Ἐ­φέ­σου. Εἵλ­κυ­σε πολ­λούς στήν πί­στη καί δη­μι­ουρ­γή­θη­κε με­γά­λη καί ἐ­πί­ση­μη Ἐκ­κλη­σί­α. Οἱ πιστοί μέ βα­θύ­τα­το σε­βα­σμό ἄ­κου­γαν τόν θεῖ­ο Εὐ­αγ­γε­λι­στή καί ἀ­φω­σι­ώ­νον­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο στόν Χρι­στό, ὁ­δη­γού­με­νοι ἀ­πό τό πα­ρά­δειγ­μα καί τήν ἁ­γι­ό­τη­τα τοῦ Ἀ­πο­στό­λου. Ἔ­κει χει­ρο­το­νοῦ­σε καί ἐγ­κα­θι­στοῦ­σε ἐ­πι­σκό­πους καί ἄλ­λους κλη­ρι­κούς γιά τίς ἀ­νάγ­κες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί ἐ­πι­δι­δό­ταν στήν κα­λύ­τε­ρη ὀρ­γά­νω­σή της.

Με­τά τήν Ἔ­φε­σο ἡ Πα­ρά­δο­ση φέρ­νει τόν Ἰ­ω­άν­νη ἐ­ξό­ρι­στο στή νῆ­σο Πά­τμο, ὅ­που ἔ­γρα­ψε τήν Ἀ­πο­κά­λυ­ψη. Σώ­ζε­ται καί σή­με­ρα τό σπή­λαι­ο τῆς Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως, ὅ­που κα­τέ­φυ­γε ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής καί συ­νέ­γρα­ψε τό μό­νο ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κό βι­βλί­ο τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης.

Ἐ­πι­στρέ­φει ἀ­κο­λού­θως στήν Ἔ­φε­σο. Δι­δά­σκει, πα­ρά τό βα­θειά γηρατειά του. Νου­θε­τεῖ. Κα­θο­δη­γεῖ. Ἀρ­χαί­α ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μαρ­τυ­ρί­α μας λέ­ει, ὅ­τι μή μπο­ρών­τας λό­γω τῆς ἐξαντλή­σε­ως τῶν δυ­νά­με­ών του νά ἐκ­φω­νεῖ ὁ­μι­λί­ες, πε­ρι­ο­ρι­ζό­ταν νά λέ­ει: «Τε­κνί­α μου, ἀ­γα­πᾶ­τε ἀλ­λή­λους». Σέ βα­θειά γε­ρά­μα­τα ἐ­κοι­μή­θη στήν Ἐ­φε­σο. Ἀ­να­παύ­θη­κε ἀ­πό τούς κό­πους τοῦ ἀ­πο­στο­λι­κοῦ του ἔρ­γου καί με­τέ­στη στούς οὐρανούς, κον­τά στόν μι­σθα­πο­δό­τη Κύ­ριο γιά νά λά­­βει τόν μι­σθό τοῦ κό­που του, τῶν θυ­σι­ῶν του, τῶν μαρ­τυ­­ρί­ων του. Τι­μή καί δό­ξα ἀ­λη­θι­νή τόν πε­ρί­με­νε στούς οὐ­ρα­νούς. Ἀλ­λά τι­μή καί δό­ξα πε­ρι­μέ­νει καί κά­θε πι­στό, πού θά ἀ­φι­έ­ρω­σει τίς δυ­νά­μεις του γιά νά δο­ξα­σθεῖ τό ὄ­νο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Τό σκε­φθή­κα­με ἄ­ρα­γε;

Γ. Ὁ θε­ό­πνευ­στος συγ­γρα­φεύς.

Ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἀ­ξι­ώ­θη­κε ἀ­πό τόν Θε­ό νά γί­νει συγ­γρα­φεύς πο­λύ σπου­δαί­ων βι­βλί­ων τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης. Ἔ­τσι, φω­τι­σ­μέ­νος ἀ­πό τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο, ἔ­γρα­ψε τό ὁ­μώ­νυ­μο Εὐαγγέλιο, τρεῖς Κα­θο­λι­κές ἐ­πι­στο­λές καί τήν Ἀ­πο­κά­λυ­ψη. Καί δι­δά­σκει καί θά δι­δά­σκει μέ­χρις ὅ­του θά ὑ­πάρ­χει κό­σμος μέ τίς θε­ό­πνευ­στες αὐ­τές συγ­γρα­φές του τήν πί­στη στόν Κύ­ριό μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό καί τήν ἀ­γά­πη, τήν ὁ­ποί­α χρω­στᾶ ὁ ἄν­θρω­πος στόν Θε­ό καί τούς ἀ­δελ­φούς του. Ἅς ρί­ξου­με ἕ­να σύν­το­μο βλέμ­μα στά θε­ό­πνευ­στα αὐ­τά ἔρ­γα τοῦ ἱ­ε­ροῦ Εὐαγγε­λι­στοῦ.

1. Τό Εὐ­αγ­γέλιο.

Δέν θά ἦ­ταν ὑ­περ­βο­λή ἄν ἔ­λε­γε κα­νείς, ὅ­τι ἄν τό κα­τά Ἰ­ω­άν­νην Εὐ­αγ­γέ­λιον ἔ­λει­πε ἀ­πό τήν Και­νή Δι­α­θή­κη, θά ἔ­λει­πε ἕ­να πο­λύ ση­μαν­τι­κό τμῆ­μα τῆς ζω­ῆς καί τῶν λό­γων καί διδα­σκα­λι­ῶν τοῦ Κυ­ρί­ου. Δι­ό­τι ὁ Ἰ­ω­άν­νης σ’ αὐ­τό δέν πε­ρι­έ­λα­βε ὅ­σα οἱ τρεῖς Συ­νο­πτι­κοί Εὐ­αγ­γε­λι­στές ἐ­ξέ­θε­σαν στά Εὐ­αγ­γέ­λια τους, ἀλ­λά πρά­ξεις καί θαύ­μα­τα καί δι­δα­σκα­λίες τοῦ Κυ­ρί­ου πού τέ­λε­σε καί δί­δα­ξε ἰ­δι­αι­τέ­ρως στήν Ἰ­ου­δαί­α καί μέ τά ὁποῖα δέν ἀ­σχο­λοῦν­ται οἱ ἄλ­λοι Εὐ­αγ­γε­λι­στές. Γιά ποι­ό σκο­πό ἔ­γρα­ψε τό Εὐ­αγ­γέ­λιό του; Τόν σκο­πό τόν καθο­ρί­ζει ὁ ἴ­διος στό 20ο κε­φά­λαι­ο, στίχ. 31. Τί λέ­ει; «Ταῦ­τα δέ γέ­γρα­πται, ἵ­να πι­στεύ­ση­τε, ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς ἐ­στιν ὁ Χρι­στός ὁ Υἱός τοῦ Θε­οῦ, καί ἵ­να πισ­τεύ­ον­τες ζω­ήν ἔ­χη­τε ἐν τῷ ὀνό­μα­τι αὐ­τοῦ». Νά πι­ο­τεύ­σουν οἱ ἀ­να­γνῶ­στες κά­θε ἐ­πο­χῆς, ὅ­τι ὁ Χρι­στός εἶ­ναι ὁ προ­αι­ώ­νιος Υἱ­ός καί Λό­γος τοῦ Θε­οῦ. Καί γιά νά ἀ­πο­κτή­σουν μα­ζί μέ τήν πί­στη καί ζω­ή πνευμα­τι­κή, ἡ ὁ­ποί­α ἐκ­πο­ρεύ­ε­ται ἀ­πό τήν ἕ­νω­ση μα­ζί του. Πῶς ἐ­πι­τυγ­χά­νει τόν με­γά­λο καί ὑ­ψη­λό αὐ­τό σκο­πό; Πα­ρα­θέ­τει σει­ρά ὑ­περ­φυ­σι­κῶν ση­μεί­ων, τά ὁ­ποῖ­α μέ τή θαυματουρ­γι­κη του δύ­να­μη τέ­λε­σε ὁ Κύ­ριος. Τήν με­τα­βο­λή τοῦ ὕ­δα­τος σέ οἶ­νο στό γά­μο στήν Κα­νά, τή θε­ρα­πεί­α τοῦ πα­ρα­λυ­τι­κοῦ τῆς Βη­θεσ­δᾶ· τήν ἀ­νά­βλε­ψη τοῦ ἐκ γε­νε­τῆς τυ­φλοῦ, τό ἐκ­πλη­κτι­κό θαῦ­μα τῆς ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ τε­τρα­η­μέ­ρου νε­κροῦ Λα­ζά­ρου. Ἀλλά καί τό ἄλ­λο ἐ­κεῖ­νο θαῦ­μα τῆς με­τά­νοι­ας τῆς Σα­μα­ρεί­τι­δος.

Ἔ­αν ὅ­μως μέ τά θαυ­μα­στά ση­μεῖ­α ἐ­ξαί­ρε­ται στό κα­τά Ἰ­ω­άν­νην Εὐ­αγ­γέ­λιο τό θεῖ­ο πρό­σω­πο τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰη­σοῦ Χρί­στου, πι­στο­ποι­εῖ­ται ὄ­χι λι­γό­τε­ρο αὐ­τό μέ τίς ὑ­πέ­ρο­χες διδα­σκα­λί­ες καί τούς ἄ­φθα­στους σέ νο­ή­μα­τα καί πνευ­μα­τι­κό­τη­τα λό­γους, πού ὁ θεῖ­ος Δι­δά­σκα­λος εἶ­πε. Ἄς κά­νει τόν κό­πο ὁ ἀ­γα­πη­τός ἀ­να­γνώ­στης νά με­λε­τή­σει τίς ὁ­μι­λί­ες τοῦ Κυ­ρί­ου πρός τόν Νι­κό­δη­μο (κεφ. γ΄), πρός τούς Κα­περ­ναΐ­τες γιά τήν ἀ­νάγ­κη τοῦ ἄρ­του τῆς ζω­ῆς (κεφ. στ΄), τούς λό­γους του πρός τούς Ἰ­ου­δαί­ους κα­τά τήν ἑ­ορ­τή τῆς Σκηνοπηγί­ας (κεφ. ζ΄), τούς λό­γους του στό Ἱ­ε­ρό τοῦ Να­οῦ τοῦ Σο­λο­μῶν­τος (κεφ. η΄), καί μά­λι­στα τή με­γά­λη καί ἰ­δι­αι­τέ­ρως κα­τα­νυ­κτι­κή ὁ­μι­λί­α του πρός τούς μα­θη­τές Του τό βράδυ τῆς Με­γά­λης Πέμ­πτης, καί θά πει­σθεῖ ἀ­πο­λύ­τως, ὅ­τι ἡ ἁ­γί­α πνευ­μα­τι­κή ζω­ή πού κρύ­πτε­ται στόν Κύ­ριο με­τα­δί­δε­ται σ’ ὅ­ποι­ον προ­σέρ­χε­ται σ’ αὐ­τόν. Θά πει­σθεῖ ἀπολύτως γιά τήν ἀ­λή­θεια πού ἐκ­φρά­ζει καί δι­α­τυ­πώ­νει ὁ Ἱ­ε­ρός συγ­γρα­φεύς στόν πρό­λο­γο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου του, δι­α­κη­ρύτ­τον­τας τή θεί­α φύ­ση τοῦ Κυ­ρί­ου. «Ἐν ἀρ­χῃ ἦν ὁ Λό­γος καί ὁ Λό­γος ἦν πρός τόν Θε­όν καί Θε­ός ἦν ὁ Λό­γος». Ἀ­λή­θεια τό­σο σπου­δαί­α γιά τή ζω­ή καί τήν σω­τη­ρί­α μας.

2. Οἱ τρεῖς Κα­θο­λι­κοί Ἐ­πι­στο­λές του.

Μέ­σα σ’ αὐ­τές ὁ ἱ­ε­ρός Εὐ­αγ­γε­λι­στής ἀ­φή­νει νά ἐκ­χυ­θεῖ ὅ­λος ὁ πλοῦ­τος τῆς ἀ­γά­πης του πρός τόν Χρι­στό, ἀλ­λά καί πρός τούς πι­στούς, τούς ὁ­ποί­ους ζη­τεῖ νά ἑ­νώ­σει μέ τόν Κύριο Ἰ­η­σοῦ. Δέν ὑ­πάρ­χει καμ­μί­α σχέ­ση, λέ­ει στήν πρώ­τη ἐ­πι­στο­λή του, με­τα­ξύ τοῦ Χρι­στοῦ καί τοῦ ἀν­τι­χρί­στου, με­τα­ξύ τῶν πι­στῶν καί τοῦ κό­σμου τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, με­τα­ξύ τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ καί τῆς ἀ­γά­πης τοῦ κό­σμου, με­τα­ξύ δι­και­ο­σύ­νης καί ἀ­δι­κί­ας. Ὁ πι­στός πο­ρεύ­ε­ται στό φῶς, ὁ ἄ­πι­στος καί ἁ­μαρ­τω­λός πο­ρεύ­ε­ται στό σκό­τος. Ὁ Θε­ός εἶ­ναι τό φῶς καί ἡ ἀ­γά­πη. Ὅ­ποι­ος δέν πο­ρεύ­ε­ται ἐν Χρι­στῷ, δέν ἔ­χει οὔ­τε φῶς, οὔ­τε ἀ­γά­πη. Ἄλ­λα καί δέν μπο­ρεῖ νά λέ­ει ὁ πι­στός, ὅ­τι ἀ­γα­πᾶ τόν Θε­ό καί μι­σεῖ τόν ἀ­δελ­φό του. Ὅ­ποι­ος θέ­λει νά εἶ­ναι ἑ­νω­μέ­νος μέ τόν Χρι­στό, πού ἦλ­θε γιά νά λύ­σει τά ἔρ­γα τοῦ δι­α­βό­λου καί νά χα­ρί­σει στόν ἄν­θρω­πο τή ζω­ή, ἐ­κεῖ­νος ἁ­γνί­ζει ἑ­αυ­τόν, κα­θώς Ἐ­κεῖ­νος ἁ­γνός ἐ­στι καί ἔ­τσι ἑ­τοι­μά­ζε­ται γιά τήν ἀ­πό­λαυ­ση τῆς αἰ­ω­νί­ου ζω­ῆς, πού εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός. Ἡ ζω­ή αὐ­τή, ἡ ζω­ή ἐν τῷ Θε­ῷ, εἶ­ναι τό τέρ­μα καί ὁ σκο­πός, πρός τόν ὁ­ποῖ­ο κα­τευ­θύ­νει τούς ἀναγνῶ­στες ὁ ἱ­ε­ρός συγ­γρα­φεύς. Καί ἀ­σφα­λῶς γιά τήν ἐ­πι­τυ­χί­α της ἐκ μέ­ρους ὅ­λων τῶν ἀ­να­γνω­στῶν θά προ­σεύ­χε­ται στόν οὐ­ρα­νό.

Ἡ δεύτερη καί ἡ τρί­τη Κα­θο­λι­κή ἐ­πι­στο­λή ἔ­χουν χα­ρα­κτή­ρα ἰ­δι­ω­τι­κό. Δέν ἀ­πευ­θύ­νον­ται σέ εὐ­ρύ κύ­κλο ἀ­να­γνω­στῶν, ὅ­πως ἡ πρώ­τη, ἀλ­λά σέ κά­ποι­α Ἐκ­κλη­σία, τήν ὁ­ποί­α μεταφο­ρι­κῶς στή δευ­τέ­ρα του ἐ­πι­στο­λή τήν ὑ­πο­ση­μαί­νει μέ τή φρά­ση «ἐ­κλε­κτή κυ­ρί­α» ἐ­νῶ στήν τρί­τη του ἐ­πι­το­λή ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ ὁ­ρι­σμέ­νο πρό­σω­πο, τόν Γά­ι­ο. Καί οἱ δυ­ό αὐτές ἐ­πι­στο­λές ἀ­πο­σκο­ποῦν στό νά στη­ρί­ξουν τούς πι­στούς στήν ἀ­λή­θεια καί νά ἀ­πο­φεύ­γουν τίς πλά­νες καί τίς ψευ­δο­δι­δα­σκα­λί­ες, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἄρ­χι­σαν νά ἐμ­φα­νί­ζον­ται. Πό­τε καί ποῦ γρά­φη­καν αὐ­τές; Στήν Ἔ­φε­σο το­πο­θε­τεῖ­ται ἡ συγ­γρα­φή τους, ἡ ὁ­ποί­α συμ­πί­πτει μέ τήν τε­λευ­ταί­α πε­ρί­ο­δο τῆς ζω­ῆς τοῦ Ἰ­ω­άν­νου.

3. Ἡ Ἀ­πο­κά­λυ­ψις.

Τό τε­λευ­ταῖ­ο βι­βλί­ο τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης καί ὅ­λης τῆς Ἁ­­γί­ας Γρα­φῆς. Τό βι­βλί­ο τό κα­τε­σφρα­γι­σμέ­νο μέ ἑπτά σφρα­γίδες. Βι­βλί­ο προ­φη­τι­κό καί ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κό. Βι­βλί­ο, στό ὁ­ποῖ­ο τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο φώ­τι­σε τόν Ἰ­ω­άν­νη νά γρά­ψει «ἅ δεῖ γε­νέ­σθαι ἐν τά­χει», ὅ­πως ση­μει­ώ­νε­ται στό προ­οί­μιο. Πε­ρι­γρά­φει τήν κα­τά­στα­ση τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν τῶν δι­α­φό­ρων πό­λε­ων τῆς Μ. Ἀ­σί­ας ὑ­πό ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κό φῶς. Πε­ρι­γρά­φει ἀκό­μη τό μέλ­λον τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ, ἡ ὁ­ποί­α πα­λεύ­ει μέ τίς σκο­τει­νές δυ­νά­μεις τῆς ἀ­πι­στί­ας, τε­λι­κῶς ὅμως θά θρι­άμ­βευ­σει ἐ­ναν­τί­ον αὐ­τῶν καί θά βα­σι­λεύ­σει ὁ Χρι­στός στούς αἰῶνες. Ὅ­ποι­ος με­λε­τᾶ τό ὑ­πέ­ρο­χο καί θε­ό­πνευ­στο αὐ­τό βι­βλί­ο, αἰ­σθά­νε­ται ὅ­τι μα­ζί μέ τόν Χρι­στό καί τήν Ἐκ­κλη­σία θά ἀ­ξι­ω­θεῖ ἀ­πό τόν Θε­ό, ἐ­φό­σον καί αὐ­τός ἀ­γω­νί­ζε­ται, νά νι­κή­σει τό κα­κό πού τόν πε­ρι­βάλ­λει καί νά τύ­χει τῆς αἰ­ω­νί­ου ζω­ῆς. Ἀ­κού­ει τόν Χρι­στό νά τόν βε­βαι­ώ­νει· Ναί ἔρ­χο­μαι τα­χύ. Καί πα­ρα­κα­λεῖ καί ἐ­κεῖ­νος, λέ­γοντας: Ναί ἔρ­χου, Κύ­ρι­ε Ἰησοῦ.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου