Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καὶ Εὐαγγελιστής
Α. Ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης.
Μ’ αὐτό τό ὡραῖο ὄνομα εἶναι γνωστός ὁ ἅγιος Εὐαγγελιστής Ἰωάννης. Διότι καί γεμάτος ἀγάπη ἦταν ὁ ἴδιος ἀπέναντι τοῦ Κυρίου, καί μέ ἀγάπη πολλή τόν περιέβαλλε ὁ Θεός τῆς ἀγάπης, καί τῆς ἀγάπης εἶναι διαπρύσιος κῆρυξ τόσο στό Ἱερό Εὐαγγέλιό του, ὅσο καί στίς τρεῖς Καθολικές ἐπιστολές του καί τήν Ἀποκάλυψη. Ἑκατό περίπου φορές ἀπαντᾶται ἡ λέξη ἀγάπη καί ἀγαπῶ στίς θεοπνεύστους συγγραφές του. Καί διακηρύττει μ’ αὐτές ἀνά τούς αἰῶνες τή δύναμη, τήν ὁποία περικλείει ἡ πολύ σπουδαία αὐτή ἀρετή τῆς ἀγάπης. Ἄλλα ἄς παρακολουθήσουμε μέ βάση τά ἱερά κείμενα τή μεγάλη αὐτή φυσιογνωμία, ἡ ὁποία ἐνσάρκωσε τήν ἀγάπη.
Ἀπό τή Βηθσαϊδά της Γαλιλαῖος καταγόταν ὁ Ἰωάννης, τήν πόλη πού εἶχε τήν ἐξαιρετική τιμή νά ἀναδείξει τόσους μαθητές καί Ἀποστόλους. Ἦταν γιός τοῦ Ζεβεδαίου καί τῆς Σαλώμης, ἀδελφός τοῦ Ἰακώβου, τοῦ ἐπίσης μεγάλου Ἀποστόλου τοῦ Χριστοῦ. Οἰκογένεια ἁλιέων ἦταν ἡ οἰκογένειά του. Καί στήν ἁλιεία ἐπιδόθηκε καί ὁ ἴδιος. Ἁλιεύς ἰχθύων ἦταν. Ἀλλά καρδία εὐγενής, μέ πόθους ὑψηλούς καί ὁραματισμούς εὐγενεῖς, καθώς ἦταν, δέν ἰκανοποιοῦνταν ἀπό τό βιοποριστικό ἔργο του. Ἄλλες ἀνώτερες καί πνευματικότερες ἐπιθυμίες γέμιζαν τήν καρδιά του. Καί γίνονταν ἰσχυρές καί ἐπιτακτικές ἀπό τή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, στήν ὁποία μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς τοῦ ἐπιδιδόταν. Καί οἱ μυστικοί του παλμοί καί ὁ πόθός του νά ἔλθει σύντομα ὁ ἀναμενόμενος, πού θά ἰδρυσει τή νέα πνευματική κοινωνία, τήν ἰδανική κοινωνία, τήν ὁποία προφήτευαν οἱ προφῆτες, ξεσποῦσαν σέ θερμή δέηση καί ἱκεσία πρός τόν Θεό. Μέ τό δράμα τῆς νέας αὐτῆς ἐποχῆς ζοῦσε ὁ ταπεινός ἁλιεύς τῆς Γαλιλαίας.
Καί ἡ εὐλογημένη ὥρα ἔφθασε. Ὁ μέγας ἀναμενόμενος, πού θά γινόταν ὁ θεῖος ἱδρυτής τῆς νέας βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἦλθε. Εἶναι Ἐκεῖνος, τόν ὁποῖο ἔδειξε ὁ Πρόδρομός Του, ὁ Ἰωάννης, στά πλήθη καί εἶπε: «ἰδέ ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Εἶναι, λοιπόν, νά περιμένει ἀκόμη καί νά ἀναβάλλει ὁ μαθητής; Πόθος καί προσμονή ἐτῶν πραγματοποιεῖται. Μπορεῖ νά μείνει ἀσυγκίνητη ἡ εὐγενής ψυχή; Γι’ αὐτό, ὅταν ὁ Ἰησοῦς, πού γνώριζε τήν ἁγία του ἐπιθυμία, τόν καλεῖ μαζί μέ τόν ἀδελφό του Ἰάκωβο στό ἀποστολικό ἀξίωμα, ἐκεῖνος μέ κάθε προθυμία ἀφήνει καί πλοῖο καί δίκτυα καί ἁλίευμα καί πατέρα καί οἰκογένεια καί προσκολλᾶται στόν Ἰησοῦ καί ἀφοσιώνεται σ’ αὐτόν μέ μίαν ἀγάπη ὁλόθερμη καί θαυμαστή, ἡ ὁποία τοῦ ἐξασφάλισε θέση ἐξαίρετη μέσα στόν κύκλο τῶν δώδεκα μαθητῶν καί Ἀποστόλων.
Ὁ Ἰωάννης ἀγάπησε τόν Ἰησοῦ καί ἀγαπήθηκε ἀπ’ αὐτόν. Πρόθυμος στούς κόπους τῆς ἱεραποστολικῆς ἐργασίας, γεμάτος ἀντοχή στίς ὁδοιπορίες, τρέχει παντοῦ, ὅπου ὁ Ἴησοῦς τόν ἀποστέλλει, γιά νά κηρύξει τά μυστήρια της νέας βασιλείας, καί νά ἑτοιμάσει τό ἔδαφος νά ἀκούσουν οἱ ἄνθρωποι τόν ἐρχόμενο Σωτήρα. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι τό ὄνομα πού περιφέρει στά χείλη καί κλείνει στήν καρδιά. Ὁ Ἰησους εἶναι τό ἀντικείμενο τῆς ὁλόθερμης ἀγάπης του. Ἡ δόξα τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἡ ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς του. Δέν ἔχει σημασία, ἄν στήν ὑπερβολή τῆς ἀγάπης του ζητᾶ νά τοῦ δοθεῖ ἄδεια νά προσευχηθεῖ γιά νά κατέλθει «πῦρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ», γιά νά κατακάψει τούς κατοίκους μιᾶς πόλεως τῆς Σαμαρείας, οἱ ὁποῖοι δέν ἤθελαν νά δεχθοῦν τόν Κύριο. Θά τόν ἐπαναφέρει ὁ Κύριος μέ τούς λόγους του ἐκείνους· «οὐκ οἴδατε οἰου πνεύματος ἐστε ὑμεῖς». Ὅμως καί τό περιστατικό αὐτό δείχνει τήν θερμή ἀγάπη τοῦ Ἰωάννη πρός τόν Διδάσκαλο.
Τίποτε δέν μπορεῖ νά χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τόν μαθητή ἀπό τόν Διδάσκαλό του. Οὔτε οἱ συκοφαντικές κατηγορίες τῶν ἐχθρῶν του. Οὔτε οἱ δοκιμασίες καί οἱ θλίψεις τῆς ἀποστολικῆς ζωῆς, οὔτε οἱ στερήσεις καί οἱ κόποι. Τόν ἀκολουθεῖ παντοῦ. Τόν λατρεύει κυριολεκτικά. Τοῦ ἔχει παραδώσει ὁλοκληρωτικά τήν καρδιά του. Σκέπτεται τόν Χριστό, ἀναπνέει τή ζωή τοῦ Χρίστου. Ζεῖ μόνο γιά τόν Χριστό. Καί γι’ αὐτό, ὅταν οἱ πάντες τόν ἐγκατέλειψαν κατά τίς δραματικές ὧρες τῆς σταυρώσεως καί «οἱ μαθηταί πάντες ἀφέντες αὐτόν ἔφυγον» καί διασκορπίσθηκαν ἀπό τόν φόβο τῶν Ἰουδαίων, ὁ Ἰωάννης μόνος μένει κάτω ἀπό τό Σταυρό. Μένει καί παρακολουθεῖ μέ σπαραγμό ψυχῆς τόν διδάσκαλο καθηλωμένο στό ξύλο τῆς ὀδύνης. Μένει κοντά του καί σ’ αὐτές τίς δραματικές ὧρες γιά νά δείξει, ὅτι εἶναι ἕτοιμος καί τή ζωή του ἀκόμη νά θυσιάσει γιά χάρη τοῦ Διδασκάλου. Νά τό μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ εὐγενοῦς καί πιστοῦ μαθητοῦ· ἀγάπης, ἡ ὁποία παρακολουθεῖται ἀπό θάρρος ἄκαμπτο καί παρρησία πολλή καί τόλμη θαυμαστή καί σταθερότητα ἔξοχη.
Σέ μία τέτοια ἀγάπη ἦταν δυνατόν νά μή ἀνταποκριθεῖ ὁ Κύριος; Ποτέ. Καί νά ὅτι ἐκδηλώνει τέτοια ἀγάπη πρός τόν μαθητή, ὥστε εἶναι γνωστός ὡς μαθητής, «ὅν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς». Μαζί μέ τόν ἀδελφό του Ἰάκωβο καί τόν Πέτρο τόν παίρνει μάρτυρα τῶν μεγάλων γεγονότων τῆς ζωῆς του. Στήν οἰκία τοῦ Ἰαείρου, στό ὅρος τῆς Μεταμορφώσεως, στήν Γεθσημανή εἶναι μαζί μέ τόν Διδάσκαλο. Ἀλλά καί στόν Μυστικό Δεῖπνο κάθεται πολύ κοντά στόν Διδάσκαλο. Καί ὅταν Ἐκεῖνος προλέγει, ὅτι «εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με» ὁ Ἰωάννης γέρνει πάνω στό στῆθος τοῦ Διδασκάλου γιά νά τόν ρωτήσει: «Κύριε, τίς ἐστιν ὁ παραδιδούς σέ;» Μία στάση συγκινητική, κατά τήν ὁποία δέν γνωρίζει κανείς τί νά θαυμάσει περισσότερο, τήν ἀγάπη τοῦ Διδασκάλου ἤ τήν ἀφοσίωση τοῦ μαθητοῦ.
Καί τό ἐπιστέγασμα τῆς ἀγάπης τοῦ Διδασκάλου πρός τόν μαθητή ὁ Ἰησοῦς ἀπό τό ὕψος τοῦ σταυροῦ παραδίδει στή στοργική φροντίδα τοῦ μαθητοῦ τήν Παναγία Μητέρα Του. Ἰωάννη, «ἰδού ἡ μήτηρ σου», ἦταν ἕνας ἀπό τούς λόγους, πού πρόφερε ὁ Κύριος πάνω ἀπό τόν σταυρό. Καί «ἀπ’ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητής αὐτήν εἰς τά ἴδια».
Μεγάλη πράγματι ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης. Ἑνώνει τόν μικρό ἄνθρωπο μέ τόν Παντοδύναμο Θεό. Καί τόν καθιστᾶ ἄξιο νά γίνεται μέτοχος τῆς δικῆς του μακαριότητος. Ἐξευγενίζει τήν ψυχή καί τήν κάνει ὁμοίωμα τοῦ Θεοῦ, ἀξία νά ζεῖ μέσα στό Πνεῦμα καί τίς εὐλογίες του.
Ἔχουμε ἄραγε ἐμεῖς τήν ἀγάπη αὐτή;
Β. Ὁ ἀκαταπόνητος Ἀπόστολος.
Τά λυπηρά γεγονότα τῆς σταυρώσεως τοῦ Κυρίου ἔχουν περάσει πλέον. Ἡ ἀνατολή τῆς Κυριακῆς φέρνει τά χαρμόσυνα μηνύματα τῆς Ἀναστάσεως. Ἄγγελοι λευκοφορεμένοι μεταδίδουν στίς Μυροφόρες τή μεγάλη εἴδηση: Ὁ Ἰησοῦς ἠγέρθη. «Οὐκ ἐστιν ὧδε. Ἴδε ὁ τόπος, ὅπου ἔθηκαν αὐτόν». Εἶναι τό μήνυμα, πού θά τό πάρουν οἱ Ἀπόστολοι καί θά τό μεταφέρουν στά πέρατα τοῦ κόσμου. Εἶναι τό μήνυμα, ἐπάνω στό ὁποῖο θά στηριχθεῖ ὁλόκληρο τό οἰκοδόμημα τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος. Εἶναι ἡ μεγάλη, ἡ ἀκατανίκητη ἀλήθεια, πού θά δώσει φτερά στούς Ἀποστόλους γιά νά ἀφιερωθοῦν στή μεγάλη ὑπόθεση τῆς διακηρύξεως τῆς θεότητος τοῦ Κυρίου. Οἱ Μυροφόρες μεταδίδουν τήν εἴδηση στούς μαθητές. Καί νά δυό μαθητές, ὁ Πέτρος καί ὁ Ἰωάννης ἑτοιμάζονται νά ἐπισκεφθοῦν τό μνημεῖο. Ὁ Ἰωάννης ὡς νεώτερος τρέχει περισσότερο ἀπό τόν Πέτρο. Τρέχει νά φθάσει ὅσο τό δυνατόν γρηγορότερα στό μνημεῖο. Φθάνει. Ρίχνει μία βιαστική ματιά στό ἐσωτερικό του τάφου. Διακρίνει τά ὀθόνια καί τό σουδάριο χωριστά καί ἀναχωρεῖ. Δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἄλλη μαρτυρία. Τοῦ εἶναι αὐτή ἀρκετή. Θά τήν διακηρύττει ἀργότερα τήν ἐπίσκεψή του αὐτή καί μ’ αὐτήν θά πείθει πολλούς γιά τήν Ἄναστασή του Διδασκάλου.
Οἱ μέρες περνοῦν. Ὁ ἀναστάς Κύριος μέ σειρά ἐμφανίσεων σέ μικρότερους καί μεγαλύτερους ὁμίλους μαθητῶν πιστοποιεῖ τήν Ἀνάστασή Του. Ἡ ἡμέρα τῆς ἐνδόξου Ἀναλήψεως Κυρίου στόν οὐρανό φθάνει. Καί ὁ Παράκλητος τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς κατέρχεται στούς μαθητές. Δυναμωμένοι τώρα ἐκεῖνοι ἀπό τή δύναμή Του, φωτισμένοι ἀπό τό φῶς Του, πυρακτωμένοι ἀπό τή φλόγα τῆς ἀγάπης πού τούς μετέδωσε, ἐξέρχονται στό κήρυγμα, γιά νά καλέσουν Ἰουδαίους καί Ἐθνικούς σέ μετάνοια. Τό ἱερό βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων καί ἡ Ἱερά Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας παρέχουν πληροφορίες γιά τήν Ἀποστολική δράση τοῦ τολμηροῦ μαθητοῦ, τοῦ μαθητοῦ πού συνδύαζε τή φλόγα τῆς ἀγάπης μέ τή δύναμη τῆς θελήσεως. Ἀρχικά οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων μας πληροφοροῦν, ὅτι ἔπειτα ἀπό ἕνα θαῦμα, τό ὁποῖο ἔκανε ὁ Πέτρος καί ὁ Ἰωάννης, οἱ ὁποῖοι θεράπευσαν ἕναν ἐκ γενετῆς χωλό, ξεσηκώθηκε σάλος ἐναντίον τούς ἐκ μέρους τῶν ἀρχόντων τῶν Ἰουδαίων· τούς κάλεσαν καί μέ ἀπειλές μεγάλες τούς ἐπέστησαν τήν προσοχή νά μήν κηρύξουν πλέον τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Καί οἱ δυό ὅμως Ἀπόστολοι ἀπήντησαν μέ πολύ θάρρος: «Εἰ δίκαιόν ἐστιν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὑμῶν ἀκούειν μᾶλλον ἤ τοῦ Θεοῦ, κρίνατε. Οὐ δυνάμεθα γάρ ἡμεῖς ἅ εἴδομεν καί ἠκούσαμεν μή λαλεῖν» (Πράξ. δ΄ 19-20). Θά γράψει ἀργότερα στήν Α΄ ἐπιστολή του: «Ὅ ἀκηκόαμεν, ὅ ἐωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὅ ἐθεασάμεθα καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν» (α΄ 1, 3). Σᾶς τό μεταδίδουμε γιά νά ἔχετε καί σεῖς κοινωνία μαζί μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό.
Μέ τό ἴδιο θάρρος καί τήν ἴδια παρρησία συνεχίζει ὁ Ἰωάννης τό ἀποστολικό του ἔργο στά Ἱεροσόλυμα. Καί εἶναι τόσο τό κύρος, τό ὁποῖο ἔχει ἀνάμεσα στούς Χριστιανούς τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ὥστε ὁ ἀπόστολος Παῦλος τόν ὀνομάζει στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή του ἕναν ἀπό τούς στύλους της (Γαλάτ. β 9). Εἶναι γνωστό, ὅτι ὅταν κηρύχθηκε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στή Σαμάρεια, οἱ Ἀπόστολοι γιά νά ἐνισχύσουν τούς πιστούς της περιοχῆς ἐκείνης ἔστειλαν ἐκεῖ τόν Πέτρο καί τόν Ἰωάννη. Μέ τό ἀποστολικό τους κύρος ἐκεῖνοι καί τό θεῖο φωτισμό ἐνίσχυσαν τήν προσπάθεια καί διά τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τους πάνω σ’ αὐτούς πού εἶχαν πιστέψει καί βαπτισθεῖ μετέδιδαν τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλά καί στήν Ἀποστολική Σύνοδο στά Ἱεροσόλυμα μετέχει καί ὁ Ἰωάννης καί μέ τήν καθαρότητα τῆς διανοίας του καί τήν φωτισμένη τοῦ πίστη συντελεῖ καθοριστικά στό νά ληφθοῦν ἀπ’ αὐτήν οἱ ὀρθές ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες τόσο καλά ἐπρόκειτο νά τακτοποιήσουν ὁρισμένα φλέγοντα ζητήματα τῆς Ἐκκλησίας.
Τίς αὐθεντικές αὐτές πληροφορίες γιά τήν ἀποστολική ζωή τοῦ Ἰωάννου, οἱ ὁποῖες περιλαμβάνονται στήν Ἁγία Γραφή, ἔρχονται νά συμπληρώσουν πληροφορίες ἀπό τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι μᾶς πληροφορεῖ ἡ Παράδοση ὅτι ὁ Ἰωάννης κήρυξε ἐπί ἔτη στήν Ἀσία τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Εἶχε ἀπομείνει ὁ μόνος ἀπό τούς Ἀποστόλους. Ὁ Ἰάκωβος εἶχε φονευθεῖ. Ὁ Παῦλος εἶχε θανατωθεῖ. Ὅλο τό βάρος, λοιπόν, τοῦ ἔργου τό κρατοῦσε στούς ὤμους του. Ἦταν τό μόνο στήριγμα τῶν πιστῶν στήν Ἀσία. Ἐργάζεται ἀκαταπόνητα. Τρέχει παντοῦ. Τέλος καταλήγει στήν Ἔφεσο. Ἡ πόλη αὐτή ἦταν σέ πολύ μεγάλη ἀκμή τήν ἐποχή ἐκείνη. Πολυάνθρωπη καί πλουσία, ἦταν πολύ μεγάλο κέντρο ἐμπορίου καί βιοτεχνίας. Ἀλλά καί πόλη τῶν γραμμάτων καί τῶν τεχνῶν. Ἐκτός ἀπό αὐτά ἦταν καί μεγάλο κέντρο τῆς εἰδωλολατρίας, διότι ἐκεῖ λατρευόταν μέ μεγαλοπρέπεια καί μέ μεγάλες πανηγύρεις ἡ θεά Ἄρτεμις. Τό ὀχυρό ἐκεῖνο τῆς εἰδωλολατρίας ἔπρεπε νά πέσει. Καί ἡ εἰδωλολατρική Ἔφεσος νά γίνει κέντρο λατρείας τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος πρίν ἀπό τόν Ἰωάννη εἶχε περάσει ἀπό ἐκεῖ, εἶχε ἐπιφέρει πλήγματα ἐναντίον τῆς παλαιᾶς θρησκείας. Ἀλλά τό ὀχυρό ἀκόμη ἀντιστεκόταν. Ὁ Ἰωάννης μέ τήν θερμή του πίστη ἐπέδρασε βαθύτατα πάνω στήν κοινωνία τῆς Ἐφέσου. Εἵλκυσε πολλούς στήν πίστη καί δημιουργήθηκε μεγάλη καί ἐπίσημη Ἐκκλησία. Οἱ πιστοί μέ βαθύτατο σεβασμό ἄκουγαν τόν θεῖο Εὐαγγελιστή καί ἀφωσιώνονταν περισσότερο στόν Χριστό, ὁδηγούμενοι ἀπό τό παράδειγμα καί τήν ἁγιότητα τοῦ Ἀποστόλου. Ἔκει χειροτονοῦσε καί ἐγκαθιστοῦσε ἐπισκόπους καί ἄλλους κληρικούς γιά τίς ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἐπιδιδόταν στήν καλύτερη ὀργάνωσή της.
Μετά τήν Ἔφεσο ἡ Παράδοση φέρνει τόν Ἰωάννη ἐξόριστο στή νῆσο Πάτμο, ὅπου ἔγραψε τήν Ἀποκάλυψη. Σώζεται καί σήμερα τό σπήλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως, ὅπου κατέφυγε ὁ Εὐαγγελιστής καί συνέγραψε τό μόνο ἀποκαλυπτικό βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ἐπιστρέφει ἀκολούθως στήν Ἔφεσο. Διδάσκει, παρά τό βαθειά γηρατειά του. Νουθετεῖ. Καθοδηγεῖ. Ἀρχαία ἐκκλησιαστική μαρτυρία μας λέει, ὅτι μή μπορώντας λόγω τῆς ἐξαντλήσεως τῶν δυνάμεών του νά ἐκφωνεῖ ὁμιλίες, περιοριζόταν νά λέει: «Τεκνία μου, ἀγαπᾶτε ἀλλήλους». Σέ βαθειά γεράματα ἐκοιμήθη στήν Ἐφεσο. Ἀναπαύθηκε ἀπό τούς κόπους τοῦ ἀποστολικοῦ του ἔργου καί μετέστη στούς οὐρανούς, κοντά στόν μισθαποδότη Κύριο γιά νά λάβει τόν μισθό τοῦ κόπου του, τῶν θυσιῶν του, τῶν μαρτυρίων του. Τιμή καί δόξα ἀληθινή τόν περίμενε στούς οὐρανούς. Ἀλλά τιμή καί δόξα περιμένει καί κάθε πιστό, πού θά ἀφιέρωσει τίς δυνάμεις του γιά νά δοξασθεῖ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου. Τό σκεφθήκαμε ἄραγε;
Γ. Ὁ θεόπνευστος συγγραφεύς.
Ὁ Ἰωάννης ἀξιώθηκε ἀπό τόν Θεό νά γίνει συγγραφεύς πολύ σπουδαίων βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἔτσι, φωτισμένος ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ἔγραψε τό ὁμώνυμο Εὐαγγέλιο, τρεῖς Καθολικές ἐπιστολές καί τήν Ἀποκάλυψη. Καί διδάσκει καί θά διδάσκει μέχρις ὅτου θά ὑπάρχει κόσμος μέ τίς θεόπνευστες αὐτές συγγραφές του τήν πίστη στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό καί τήν ἀγάπη, τήν ὁποία χρωστᾶ ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό καί τούς ἀδελφούς του. Ἅς ρίξουμε ἕνα σύντομο βλέμμα στά θεόπνευστα αὐτά ἔργα τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελιστοῦ.
1. Τό Εὐαγγέλιο.
Δέν θά ἦταν ὑπερβολή ἄν ἔλεγε κανείς, ὅτι ἄν τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον ἔλειπε ἀπό τήν Καινή Διαθήκη, θά ἔλειπε ἕνα πολύ σημαντικό τμῆμα τῆς ζωῆς καί τῶν λόγων καί διδασκαλιῶν τοῦ Κυρίου. Διότι ὁ Ἰωάννης σ’ αὐτό δέν περιέλαβε ὅσα οἱ τρεῖς Συνοπτικοί Εὐαγγελιστές ἐξέθεσαν στά Εὐαγγέλια τους, ἀλλά πράξεις καί θαύματα καί διδασκαλίες τοῦ Κυρίου πού τέλεσε καί δίδαξε ἰδιαιτέρως στήν Ἰουδαία καί μέ τά ὁποῖα δέν ἀσχολοῦνται οἱ ἄλλοι Εὐαγγελιστές. Γιά ποιό σκοπό ἔγραψε τό Εὐαγγέλιό του; Τόν σκοπό τόν καθορίζει ὁ ἴδιος στό 20ο κεφάλαιο, στίχ. 31. Τί λέει; «Ταῦτα δέ γέγραπται, ἵνα πιστεύσητε, ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἵνα πιστεύοντες ζωήν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ». Νά πιοτεύσουν οἱ ἀναγνῶστες κάθε ἐποχῆς, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ προαιώνιος Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. Καί γιά νά ἀποκτήσουν μαζί μέ τήν πίστη καί ζωή πνευματική, ἡ ὁποία ἐκπορεύεται ἀπό τήν ἕνωση μαζί του. Πῶς ἐπιτυγχάνει τόν μεγάλο καί ὑψηλό αὐτό σκοπό; Παραθέτει σειρά ὑπερφυσικῶν σημείων, τά ὁποῖα μέ τή θαυματουργικη του δύναμη τέλεσε ὁ Κύριος. Τήν μεταβολή τοῦ ὕδατος σέ οἶνο στό γάμο στήν Κανά, τή θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Βηθεσδᾶ· τήν ἀνάβλεψη τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, τό ἐκπληκτικό θαῦμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ τετραημέρου νεκροῦ Λαζάρου. Ἀλλά καί τό ἄλλο ἐκεῖνο θαῦμα τῆς μετάνοιας τῆς Σαμαρείτιδος.
Ἔαν ὅμως μέ τά θαυμαστά σημεῖα ἐξαίρεται στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο τό θεῖο πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χρίστου, πιστοποιεῖται ὄχι λιγότερο αὐτό μέ τίς ὑπέροχες διδασκαλίες καί τούς ἄφθαστους σέ νοήματα καί πνευματικότητα λόγους, πού ὁ θεῖος Διδάσκαλος εἶπε. Ἄς κάνει τόν κόπο ὁ ἀγαπητός ἀναγνώστης νά μελετήσει τίς ὁμιλίες τοῦ Κυρίου πρός τόν Νικόδημο (κεφ. γ΄), πρός τούς Καπερναΐτες γιά τήν ἀνάγκη τοῦ ἄρτου τῆς ζωῆς (κεφ. στ΄), τούς λόγους του πρός τούς Ἰουδαίους κατά τήν ἑορτή τῆς Σκηνοπηγίας (κεφ. ζ΄), τούς λόγους του στό Ἱερό τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος (κεφ. η΄), καί μάλιστα τή μεγάλη καί ἰδιαιτέρως κατανυκτική ὁμιλία του πρός τούς μαθητές Του τό βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης, καί θά πεισθεῖ ἀπολύτως, ὅτι ἡ ἁγία πνευματική ζωή πού κρύπτεται στόν Κύριο μεταδίδεται σ’ ὅποιον προσέρχεται σ’ αὐτόν. Θά πεισθεῖ ἀπολύτως γιά τήν ἀλήθεια πού ἐκφράζει καί διατυπώνει ὁ Ἱερός συγγραφεύς στόν πρόλογο τοῦ Εὐαγγελίου του, διακηρύττοντας τή θεία φύση τοῦ Κυρίου. «Ἐν ἀρχῃ ἦν ὁ Λόγος καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν καί Θεός ἦν ὁ Λόγος». Ἀλήθεια τόσο σπουδαία γιά τή ζωή καί τήν σωτηρία μας.
2. Οἱ τρεῖς Καθολικοί Ἐπιστολές του.
Μέσα σ’ αὐτές ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής ἀφήνει νά ἐκχυθεῖ ὅλος ὁ πλοῦτος τῆς ἀγάπης του πρός τόν Χριστό, ἀλλά καί πρός τούς πιστούς, τούς ὁποίους ζητεῖ νά ἑνώσει μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ. Δέν ὑπάρχει καμμία σχέση, λέει στήν πρώτη ἐπιστολή του, μεταξύ τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ ἀντιχρίστου, μεταξύ τῶν πιστῶν καί τοῦ κόσμου τῆς ἁμαρτίας, μεταξύ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀγάπης τοῦ κόσμου, μεταξύ δικαιοσύνης καί ἀδικίας. Ὁ πιστός πορεύεται στό φῶς, ὁ ἄπιστος καί ἁμαρτωλός πορεύεται στό σκότος. Ὁ Θεός εἶναι τό φῶς καί ἡ ἀγάπη. Ὅποιος δέν πορεύεται ἐν Χριστῷ, δέν ἔχει οὔτε φῶς, οὔτε ἀγάπη. Ἄλλα καί δέν μπορεῖ νά λέει ὁ πιστός, ὅτι ἀγαπᾶ τόν Θεό καί μισεῖ τόν ἀδελφό του. Ὅποιος θέλει νά εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Χριστό, πού ἦλθε γιά νά λύσει τά ἔργα τοῦ διαβόλου καί νά χαρίσει στόν ἄνθρωπο τή ζωή, ἐκεῖνος ἁγνίζει ἑαυτόν, καθώς Ἐκεῖνος ἁγνός ἐστι καί ἔτσι ἑτοιμάζεται γιά τήν ἀπόλαυση τῆς αἰωνίου ζωῆς, πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἡ ζωή αὐτή, ἡ ζωή ἐν τῷ Θεῷ, εἶναι τό τέρμα καί ὁ σκοπός, πρός τόν ὁποῖο κατευθύνει τούς ἀναγνῶστες ὁ ἱερός συγγραφεύς. Καί ἀσφαλῶς γιά τήν ἐπιτυχία της ἐκ μέρους ὅλων τῶν ἀναγνωστῶν θά προσεύχεται στόν οὐρανό.
Ἡ δεύτερη καί ἡ τρίτη Καθολική ἐπιστολή ἔχουν χαρακτήρα ἰδιωτικό. Δέν ἀπευθύνονται σέ εὐρύ κύκλο ἀναγνωστῶν, ὅπως ἡ πρώτη, ἀλλά σέ κάποια Ἐκκλησία, τήν ὁποία μεταφορικῶς στή δευτέρα του ἐπιστολή τήν ὑποσημαίνει μέ τή φράση «ἐκλεκτή κυρία» ἐνῶ στήν τρίτη του ἐπιτολή ἀναφέρεται σέ ὁρισμένο πρόσωπο, τόν Γάιο. Καί οἱ δυό αὐτές ἐπιστολές ἀποσκοποῦν στό νά στηρίξουν τούς πιστούς στήν ἀλήθεια καί νά ἀποφεύγουν τίς πλάνες καί τίς ψευδοδιδασκαλίες, οἱ ὁποῖες ἄρχισαν νά ἐμφανίζονται. Πότε καί ποῦ γράφηκαν αὐτές; Στήν Ἔφεσο τοποθετεῖται ἡ συγγραφή τους, ἡ ὁποία συμπίπτει μέ τήν τελευταία περίοδο τῆς ζωῆς τοῦ Ἰωάννου.
3. Ἡ Ἀποκάλυψις.
Τό τελευταῖο βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ὅλης τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Τό βιβλίο τό κατεσφραγισμένο μέ ἑπτά σφραγίδες. Βιβλίο προφητικό καί ἀποκαλυπτικό. Βιβλίο, στό ὁποῖο τό Πνεῦμα τό Ἅγιο φώτισε τόν Ἰωάννη νά γράψει «ἅ δεῖ γενέσθαι ἐν τάχει», ὅπως σημειώνεται στό προοίμιο. Περιγράφει τήν κατάσταση τῶν Ἐκκλησιῶν τῶν διαφόρων πόλεων τῆς Μ. Ἀσίας ὑπό ἀποκαλυπτικό φῶς. Περιγράφει ἀκόμη τό μέλλον τῆς Ἐκκλησίας, τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία παλεύει μέ τίς σκοτεινές δυνάμεις τῆς ἀπιστίας, τελικῶς ὅμως θά θριάμβευσει ἐναντίον αὐτῶν καί θά βασιλεύσει ὁ Χριστός στούς αἰῶνες. Ὅποιος μελετᾶ τό ὑπέροχο καί θεόπνευστο αὐτό βιβλίο, αἰσθάνεται ὅτι μαζί μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία θά ἀξιωθεῖ ἀπό τόν Θεό, ἐφόσον καί αὐτός ἀγωνίζεται, νά νικήσει τό κακό πού τόν περιβάλλει καί νά τύχει τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ἀκούει τόν Χριστό νά τόν βεβαιώνει· Ναί ἔρχομαι ταχύ. Καί παρακαλεῖ καί ἐκεῖνος, λέγοντας: Ναί ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»
Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου