ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 13 ΜΑΪΟΥ

Ἀπόστολος: ἡμέρας, Παρ. β΄ ἑβδ. Πράξεων (Πρξ. ε΄ 1-11):

Ἀνὴρ δέ τις Ἀνανίας ὀνό­ματι σὺν Σαπφείρῃ τῇ γυ­­ναικὶ αὐτοῦ ἐπώλησε κτῆ­μα 2 καὶ ἐνοσφίσατο ἀπὸ τῆς τιμῆς, συνειδυίας καὶ τῆς γυναικὸς αὐτοῦ, καὶ ἐνέγκας μέρος τι παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων ἔθηκεν. 3 εἶπε δὲ Πέτρος· Ἀνανία, διατί ἐπλήρωσεν ὁ σατανᾶς τὴν καρδίαν σου, ψεύσασθαί σε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ νοσφίσασθαι ἀπὸ τῆς τιμῆς τοῦ χωρίου; 4 οὐχὶ μένον σοι ἔμενε καὶ πραθὲν ἐν τῇ σῇ ἐξουσίᾳ ὑπῆρχε; τί ὅτι ἔθου ἐν τῇ καρδίᾳ σου τὸ πρᾶγμα τοῦ­το; οὐκ ἐψεύσω ἀνθρώ­ποις, ἀλλὰ τῷ Θεῷ. 5 ἀκούων δὲ ὁ Ἀνανίας τοὺς λόγους τούτους πεσὼν ἐξέψυξε, καὶ ἐγένετο φόβος μέγας ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας ταῦτα. 6 ἀναστάντες δὲ οἱ νεώτεροι συνέστειλαν αὐτὸν καὶ ἐξενέγκαντες ἔθαψαν. 7 Ἐγένετο δὲ ὡς ὡρῶν τριῶν διάστημα καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, μὴ εἰδυῖα τὸ γεγονός, εἰσῆλθεν. 8 ἀπεκρίθη δὲ αὐτῇ ὁ Πέτρος· εἰπέ μοι, εἰ τοσούτου τὸ χωρίον ἀπέδοσθε; ἡ δὲ εἶπε· ναί, τοσούτου. 9 ὁ δὲ Πέτρος εἶπε πρὸς αὐτήν· τί ὅτι συνεφωνήθη ὑμῖν πειράσαι τὸ Πνεῦμα Κυρίου; ἰδοὺ οἱ πόδες τῶν θαψάντων τὸν ἄνδρα σου ἐπὶ τῇ θύρᾳ καὶ ἐξοίσουσί σε. 10 ἔπεσε δὲ παραχρῆμα παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἐξέψυξεν· εἰσελθόντες δὲ οἱ νεανίσκοι εὗρον αὐτὴν νεκράν, καὶ ἐξενέγκαντες ἔθα­ψαν πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς. 11 καὶ ἐγένετο φόβος μέγας ἐφ᾿ ὅλην τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας ταῦτα.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

Κάποιος ἄνθρωπος ὅμως πού λεγόταν Ἀνανίας, μα­ζί μέ τή γυναίκα του Σαπφείρα, πούλησε ἕνα χω­ράφι πού εἶχε, 2 καί κράτησε γιά τόν ἑαυτό του ἕνα μέρος ἀπό τό ἀντί­τιμο πού εἰσέπραξε, κρυφά ἀπ’ τούς ἄλλους Χριστια­νούς. Τό γνώριζε αὐτό ὅμως καί ἡ γυναίκα του. Κι ἀφοῦ ἔφερε τό ὑπόλοιπο χρηματικό ποσό, τό ἄφησε καταγῆς μπροστά στά πόδια τῶν ἀποστόλων, προσποιούμενος ὅτι αὐτό ἦταν ὁλόκληρο τό ἀντίτιμο τοῦ χωραφιοῦ του. 3 Τότε εἶπε ὁ Πέτρος: Ἀνανία, γιατί ἄφησες τόν σατανά νά κυριεύσει τήν καρδιά σου μέ πονηρές σκέψεις, μέχρι τό σημεῖο νά προσπαθήσεις νά ἐξαπατήσεις μέ τό ψέμα σου τό Ἅγιον Πνεῦμα καί νά κατακρατήσεις κρυφά γιά τόν ἑαυτό σου ἕνα μέρος ἀπό τό ἀντίτιμο τοῦ χωραφιοῦ πού πούλησες; 4 Ὅταν τό χωράφι αὐτό ἦταν ἀπούλητο, δέν παρέμενε δικό σου; Κι ὅταν πουλήθηκε, δέν ἦταν στήν ἐξουσία σου νά διαθέσεις τό ἀντίτιμό του ὅπως ἤθελες; Κα­νείς δέν σοῦ ἐπέβαλε νά φέρεις ὅλο τό ἀντίτιμό του ἐδῶ. Ἀλ­­­λά ἐσύ, γιά νά προσελκύσεις τό θαυμασμό καί τήν ἐκτί­­­­­μηση τῆς Ἐκκλησίας, προσποιεῖσαι ὅτι προσφέρεις τώρα ὅλα ὅσα εἰσέπραξες. Δέν ἔχεις τήν εἰλικρίνεια νά πεῖς ὅτι κράτησες γιά τόν ἑαυτό σου ἕνα μέρος τοῦ ἀντι­­­­τίμου, ὁπότε κανείς δέν θά σέ κατηγοροῦσε. Γιατί δέχθηκες στήν καρδιά σου καί ἀποφάσισες νά κάνεις αὐτή τήν πράξη; Δέν εἶπες ψέματα σέ ἀνθρώπους, ἀλ­­λά στό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο εἶναι Θε­ός. 5 Δέν πρόφθασε ὅμως νά ἀκούσει τά λόγια αὐτά ὁ Ἀνα­νί­ας κι ἔπεσε κάτω στή γῆ καί ξεψύχησε. Καί ὅλοι ὅσοι τά ἄκουγαν αὐτά γέμισαν μέ φόβο πολύ. 6 Στό μεταξύ οἱ νεότεροι στήν ἡλικία σηκώθηκαν κι ἑτοί­μασαν τόν Ἀνανία γιά τήν ταφή, ἀφοῦ τόν περιτύλιξαν μέ νεκρικούς ἐπιδέσμους, ὅπως συνήθιζαν τότε. Ἔπει­τα τόν μετέφεραν ἔξω ἀπό τήν πόλη καί τόν ἔθα­­ψαν. 7 Στό μεταξύ ὅμως εἶχε περάσει ἕνα χρονικό διάστημα τρι­ῶν ὡρῶν, καί ἡ γυναίκα τοῦ Ἀνανία, ἡ ὁποία δέν γνώριζε τό γεγονός τῆς τιμωρίας τοῦ συζύγου της, μπῆκε στόν τόπο τῆς συνάξεως. 8 Τότε ὁ Πέτρος τή ρώτησε: Πές μου, τόσα χρήματα που­λήσατε τό χωράφι; Κι αὐτή ἀπάντησε: Ναί, τόσο πο­σό εἰσπράξαμε. 9 Τότε ὁ Πέτρος τῆς εἶπε: Γιατί συμφωνήσατε ἐσύ κι ὁ ἄνδρας σου νά προβεῖτε σέ μιά τέτοια πράξη, νά προσπαθήσετε δηλαδή νά δοκιμάσετε τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου, ἄν πράγ­ματι γνωρίζει τά πάντα καί δέν θά ἐξαπατηθεῖ μέ τό ψέ­μα σας; Νά, τά πόδια ἐκείνων πού ἔθα­ψαν τόν ἄν­δρα σου ἀκούγονται κοντά στήν πόρτα· ἐπι­στρέ­φουν τώ­ρα ἀμέσως καί θά μεταφέρουν καί σένα ἔξω ἀπό τήν πό­λη γιά νά σέ θάψουν. 10 Ἀμέσως τότε ἔπεσε κι αὐτή τήν ἴδια στιγμή κοντά στά πόδια τοῦ Πέτρου καί ξεψύχησε. Κι ὅταν μπῆκαν μέ­σα οἱ νέοι πού ἐπέστρεφαν ἀπό τήν ταφή τοῦ Ἀνανία, τήν βρῆκαν νεκρή· κι ἀφοῦ τήν μετέφεραν ἔξω ἀπό τήν πόλη, τήν ἔθαψαν δίπλα στόν ἄνδρα της. 11 Τότε ἕνας φόβος μεγάλος κυρίευσε ὅλη τήν Ἐκκλη­σί­α κι ὅλους ὅσους τά ἄκουγαν αὐτά.