Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ μανία τοῦ πλουτισμοῦ ἀπὸ τὴν ὁποία κυριαρχεῖται ὁ κόσμος μας. Ὁ Μαμωνὰς ἦταν βέβαια πάντοτε ὁ θεὸς ποὺ γοήτευε τὸν κόσμο. Σήμερα ὅμως ἡ μανία τοῦ πλουτισμοῦ εἶναι, ἴσως, πρωτοφανής. Κράτη καὶ λαοί, ἀλλὰ καὶ ἄτομα κατέχονται ἀπὸ τὸ ἄγχος πῶς νὰ θησαυρίσουν. Συχνὰ ἀνακοινώνονται ὀνόματα δισεκατομμυριούχων. Πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ πληροφορηθήκαμε ὅτι ὑπάρχουν 559 Ἕλληνες κροῖσοι μὲ συνολικὴ περιουσία 76 δισ. δολάρια1. Ἐνῶ ὁ πλουσιότερος σήμερα ἄνθρωπος τοῦ κόσμου Μπὶλ Γκέιτς ἔχει ὡς περιουσία 76 δισ. δολάρια1. Ἐξάλλου τὰ ΜΜΕ δὲν παύουν ἀπὸ τὸ νὰ ἀσχολοῦνται μὲ οἰκονομικοὺς δεῖκτες, μὲ τὴν ἄνοδο ἢ τὴν πτώση τοῦ δολαρίου, τοῦ εὐρώ, τοῦ γέν, ποικίλοι δὲ οἰκονομικοὶ οἶκοι ἢ κέντρα ὑποβαθμίζουν ἢ ἀναβαθμίζουν κάποια χώρα ἀνάλογα μὲ τὴν οἰκονομία της.
Ὡστόσο ὁ θεόπνευστος Ψαλμωδὸς δέκα αἰῶνες π.Χ. μᾶς εἶπε: Μὴν ταράζεσαι καὶ μὴν ξαφνιάζεσαι ὅταν κάποιος ἄνθρωπος πλουτίσει ἢ ὅταν αὐξηθεῖ πολὺ ἡ δόξα τοῦ οἴκου του (Ψαλ. μη΄ [48] 17). Καὶ ἀλλοῦ μᾶς δίδαξε: «Πλοῦτος ἐὰν ρέῃ, μὴ προστίθεσθε καρδίαν» (Ψαλ. ξα΄ [61] 11)· καὶ ἂν δεῖτε νὰ τρέχει σὰν ποτάμι ὁ πλοῦτος μπροστά σας, μὴν προσκολλᾶτε σ’ αὐτὸν τὴν καρδιά σας καὶ μὴ ζηλεύετε τὴν ἐφήμερη λάμψη του. Μὲ τοὺς δύο αὐτοὺς ψαλμικοὺς στίχους ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς προσγειώνει καὶ μᾶς συμβουλεύει νὰ μὴ στηρίζουμε τὴ ζωή μας στὰ πλούτη.
Καὶ ἂν ἀκόμη ὁ πλοῦτος τρέχει σὰν ποτάμι μπροστά μας, δὲν πρέπει νὰ ὑποτάσσουμε σ’ αὐτὸν κατὰ τρόπο δουλικὸ τὸν λογισμὸ καὶ τὶς ἐνέργειές μας. Τέτοια φοβικὴ καὶ δουλικὴ στάση στὸν πλοῦτο εἶναι ἀπάτη καὶ τίποτε ἄλλο. Τὸ ἐπισημαίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ἀπαντώντας στὸ ἐρώτημα· «Καὶ πῶς μὴ φοβηθῶ;», λέει: Νὰ μὴ φοβηθεῖς, διότι «πρόσκαιρος ἡ δυναστεία, μονόωρος ἡ ἰσχύς, παροδεύεται ἡ εὐημερία, σκιὰς μιμεῖται καὶ ὀνείρατα τὰ χρήματα καὶ ὁ πλοῦτος καὶ ἡ τοσαύτη τιμή»2. Εἶναι πρόσκαιρη ἡ ἐξουσία τῶν πλουσίων, στιγμιαία ἡ δύναμη, ἔρχεται καὶ φεύγει ἡ εὐτυχία, τὴ σκιὰ μιμοῦνται καὶ τὰ ὄνειρα τὰ χρήματα καὶ ὁ πλοῦτος καὶ ἡ τόσο μεγάλη τιμή. Ὁ πλοῦτος εἶναι δραπέτης. Τὰ πλούτη εἶναι πρόσκαιρα, φεύγουν σὰν σκιά, διδάσκει ὁ Μέγας Βασίλειος. Σήμερα ὁ ἀγρὸς εἶναι κτῆμα αὐτοῦ ἐδῶ καὶ αὔριο ἄλλου· καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο ἄλλου. Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὰ σπίτια. Ἀλλὰ καὶ τὸ χρυσάφι γλιστρώντας καὶ φεύγοντας πάντοτε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἑνὸς πλουσίου, πηγαίνει σὲ ἄλλον καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον πάλι σὲ ἄλλον. Εὐκολότερα μπορεῖς, ἀφοῦ λάβεις νερὸ στὰ χέρια σου, νὰ τὸ κρατήσεις παρὰ νὰ διατηρήσεις τὸν πλοῦτο διαρκῶς δικό σου3.
Ἡ φύση τοῦ πλούτου εἶναι ρευστή. Γι’ αὐτό, γράφει ὁ Μ. Βασίλειος, ἐὰν δεῖς κάποιον ὑπερπλούσιο, μὴ μακαρίσεις τὴ ζωή του. Ἐὰν ἀπὸ πολλὰ μέρη καὶ ἀπὸ πλούσιες πηγὲς σὲ περιρρέουν τὰ χρήματα, μὴ στέρξεις τὴν ἀφθονία τους. «Πλοῦτος ἐὰν ρέῃ», λέει ὁ Ψαλμωδός. Θαύμασε τὴ λέξη. Ὁ πλοῦτος τρέχει γρηγορότερα ἀπὸ τὸν χείμαρρο καὶ παρέρχεται, καὶ συνήθως πηγαίνει πότε στὸν ἕναν καὶ πότε στὸν ἄλλον. Ὅπως ἕνας ποταμὸς ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ ψηλὸ μέρος, πλησιάζει μὲν ὅσους στέκονται κοντὰ στὴν ὄχθη, ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ ἔρχεται καὶ φεύγει· ἔτσι καὶ ἡ εὐκολία τοῦ πλούτου, ἔχει πολὺ σύντομη καὶ ὀλισθηρὴ τὴν παρουσία της μὲ τὸ νὰ ἐμφανίζεται φυσικὰ πότε στὸν ἕναν καὶ πότε στὸν ἄλλον4. Τὴν ἴδια ἀλήθεια τονίζει καὶ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, λέγοντας ὅτι δὲν πρέπει νὰ προσκολλᾶμε τὴν καρδιά μας στὸν πλοῦτο, διότι αὐτὸς μόλις ἐμφανισθεῖ, τρέχει ὅμοια μὲ τὴ σκιὰ καὶ φεύγει5.
Μὴν ξεχνοῦμε καὶ κάτι ἄλλο. Τὰ πλούτη δὲν θὰ τὰ πάρουμε μαζί μας φεύγοντας ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό. «Γυμνὸς ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μητρός, γυμνὸς καὶ ἀπελεύσομαι», εἶπε ὁ πάμπλουτος Ἰώβ (Ἰὼβ α΄ 21). Καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγραψε: Τίποτε δὲν φέραμε στὸν κόσμο ὅταν γεννηθήκαμε· εἶναι δὲ φανερὸ ὅτι καὶ τίποτε δὲν μποροῦμε νὰ πάρουμε μαζί μας ὅταν θὰ φύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό (Α΄ Τιμ. ς΄ 7). Τέτοιου εἴδους εἶναι ἡ φύση αὐτῆς τῆς εὐπορίας, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Δὲν μετατίθεται στὴν ἄλλη ζωὴ μαζὶ μὲ ἐκείνους ποὺ τὴν ἔχουν, δὲν ἀποδημεῖ μαζὶ μὲ τοὺς κατόχους της, δὲν παρίσταται ἐκεῖ μὲ τοὺς κρινομένους καὶ ὑπεύθυνους γιὰ τὰ ἔργα τους στὴν παρούσα ζωή, ἀλλὰ ἐξάπαντος χωρίζεται μὲ τὸν θάνατο καὶ μένει ἐδῶ. Πολλοὺς μάλιστα τοὺς ἐγκαταλείπει καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατο. Εἶναι ἄπιστη ἡ χρήση τοῦ πλούτου, ἀβέβαιη ἡ ἀπόλαυσή του καὶ ἐπικίνδυνη ἡ ἀπόκτησή του6.
Ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω ἐννοοῦμε πόσο ἀπατώμεθα ἀπὸ τὰ φαινόμενα!… Ὅμως οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχουν «νοῦν Χριστοῦ» καὶ φωτισμὸ Ἁγίου Πνεύματος, διαφορετικὰ κρίνουν τὰ πράγματα τοῦ παρόντος κόσμου. Μαθαίνοντας τὸ τέλος τῶν ἀσεβῶν, διδάσκει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μὴ μακαρίσεις αὐτοὺς ποὺ πλουτοῦν στὴν παρούσα ζωὴ καὶ μὴ στενοχωριέσαι, διότι στερήθηκες ἀπὸ τὰ παρόντα μεγάλα ἀγαθά. Γνώριζε καλὰ ὅτι ἐσένα μὲν ἀναμένει ἡ λύτρωση ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ ἡ αἰώνια ζωή· αὐτὸς δὲ ποὺ πολλοὶ τὸν καλοτυχίζουν γιὰ τὸν πλοῦτο, τὴ δόξα καὶ τὴν ψευδοσοφία του, δὲν θὰ ἔχει τίποτε πιά, ἀλλὰ θὰ ὁδηγηθεῖ στὸν Ἅδη γυμνὸς ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τοῦ παρόντος βίου7.
Ἰδοὺ τώρα καὶ τὸ συμπέρασμα τῶν σκέψεών μας, ὅπως μᾶς τὸ διατυπώνει ἄριστα ὁ φωστήρας τῆς Καισαρείας. Λέει: Ὅταν δεῖς κάποιον ἄδικο μὲν νὰ εἶναι πλούσιος, δίκαιο δὲ νὰ εἶναι πτωχός, νὰ μὴ φοβηθεῖ ἡ ψυχή σου, νὰ μὴν ταραχθεῖ ὁ νοῦς σου, ὅτι τάχα δὲν ὑπάρχει πουθενὰ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐπιβλέπει τὰ ἀνθρώπινα. Ἢ ὅτι ὑπάρχει μὲν θεία ἐπίβλεψη, ἀλλὰ αὐτὴ δὲν φθάνει ὣς τὴ γῆ, ὥστε νὰ ἐπιβλέπει καὶ τὴ δική μας ζωή. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ σκέπτονται ἔτσι, ὁ Ψαλμωδὸς μᾶς φωνάζει: «Μὴ φοβοῦ, ὅταν πλουτήσῃ ἄνθρωπος», διότι, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, κανένα ὄφελος δὲν ὑπάρχει στὸν πλούσιο, ἀφοῦ δὲν μπορεῖ πεθαίνοντας νὰ πάρει τὸν πλοῦτο μαζί του. Μόλις ἕνα φόρεμα θὰ πάρει μαζί του ποὺ νὰ σκεπάζει τὴν ἀσχημοσύνη του. Εἶναι δὲ ἀρκετὸ γι’ αὐτὸν νὰ πάρει λίγη γῆ, ἀφοῦ κι αὐτὴ ἀπὸ οἶκτο καὶ εὐσπλαχνία παραχωρεῖται σ’ αὐτὸν ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θὰ τὸν κηδεύσουν8.
Μὴ μικροψυχεῖς λοιπόν, ἀγαπητὲ ἀναγνώστη, γιὰ τὰ παρόντα, μὴν ταράζεται καὶ μὴ λιποψυχεῖς. Ἔχε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴν ἀγαθὴ πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἐργάζου τὰ ἔργα σου τίμια, προχώρα μὲ ταπείνωση κατὰ τὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνάμενε τὴ μακαρία καὶ ἀτελεύτητη ζωή. Ἐκεῖ θὰ λάβεις τὶς ἀπαντήσεις στὶς ἀπορίες σου καὶ κυρίως τὸν αἰώνιο καὶ βέβαιο μισθὸ τῶν ἁγίων κόπων σου.
1. Ἐφ. «Βῆμα» 24-8-2014, σελ. 4-5.
2. Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ψαλ. μη΄ [48] 11, PG 55, 239.
3. Μ. Βασιλείου, Ὁμ. εἰς Ψαλ. ξα΄ [61] 5, PG 29, 481Α.
4. Βλ. ὅπ.π., PG 29, 480C-481A.
5. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Εἰς Ψαλ. ξα΄ [61] 11, PG 69, 1117D.
6. Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὁμ. Εἰς τὸν ἅγιον μάρτυρα Λουκιανὸν 1, PG 50, 521.
7. Μ. Ἀθανασίου, Εἰς Ψαλ. μη΄ [48] 17, PG 27, 228D.
8. Μ. Βασιλείου, Ὁμ. εἰς Ψαλ. μη΄ [48] 10, PG 29, 453-456.