ΣΑΒΒΑΤΟ 14 ΜΑΪΟΥ

Ἀπόστολος: ἡμέρας, Παρ. β΄ ἑβδ. Πράξεων (Πρξ. ε΄ 21-32):

21 Ἀκούσαντες δὲ εἰσῆλθον ὑπὸ τὸν ὄρθρον εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἐδίδασκον. παραγενόμενος δὲ ὁ ἀρχιερεὺς καὶ οἱ σὺν αὐτῷ συνεκάλεσαν τὸ συνέδριον καὶ πᾶσαν τὴν γερουσίαν τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, καὶ ἀπέστειλαν εἰς τὸ δεσμωτήριον ἀχθῆναι αὐτούς. 22 οἱ δὲ ὑπηρέται παραγενό­μενοι οὐχ εὗρον αὐ­τοὺς ἐν τῇ φυλακῇ, ἀνα­στρέψαντες δὲ ἀ­πήγ­­γειλαν 23 λέγοντες ὅτι τὸ μὲν δεσμωτήριον εὕρομεν κεκλεισμένον ἐν πάσῃ ἀσφαλείᾳ καὶ τοὺς φύλακας ἑστῶτας πρὸ τῶν θυρῶν, ἀνοίξαντες δὲ ἔσω οὐδένα εὕρομεν. 24 ὡς δὲ ἤκουσαν τοὺς λόγους τούτους ὅ τε ἱερεὺς καὶ ὁ στρατηγὸς τοῦ ἱεροῦ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς, διηπόρουν περὶ αὐτῶν τί ἂν γένοιτο τοῦτο. 25 παραγενόμενος δέ τις ἀπήγγειλεν αὐτοῖς ὅτι ἰδοὺ οἱ ἄνδρες, οὓς ἔθεσθε ἐν τῇ φυλακῇ, εἰσὶν ἐν τῷ ἱερῷ ἑστῶτες καὶ διδάσκοντες τὸν λαόν. 26 τότε ἀπελθὼν ὁ στρα­τηγὸς σὺν τοῖς ὑπη­ρέταις ἤγαγεν αὐ­τοὺς οὐ μετὰ βίας· ἐφοβοῦντο γὰρ τὸν λαόν, ἵνα μὴ λιθασθῶ­σιν· 27 ἀγαγόντες δὲ αὐ­τοὺς ἔστησαν ἐν τῷ συνεδρίῳ. καὶ ἐπη­ρώ­­τη­σεν αὐτοὺς ὁ ἀρ­χιε­ρεὺς 28 λέγων· οὐ παραγ­γε­λίᾳ παρηγγείλαμεν ὑ­μῖν μὴ δι­δάσκειν ἐπὶ τῷ ὀνό­ματι τούτῳ; καὶ ἰδοὺ πεπλη­ρώ­κα­τε τὴν Ἱε­ρου­σαλὴμ τῆς δι­δαχῆς ὑμῶν, καὶ βούλεσθε ἐπαγαγεῖν ἐφ᾿ ἡμᾶς τὸ αἷμα τοῦ ἀνθρώπου τούτου. 29 ἀποκριθεὶς δὲ Πέτρος καὶ οἱ ἀπόστολοι εἶπον· πει­θαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις. 30 ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν ἤγειρεν Ἰησοῦν, ὃν ὑμεῖς διεχειρίσασθε κρεμάσαντες ἐπὶ ξύλου· 31 τοῦτον ὁ Θεὸς ἀρχηγὸν καὶ σωτῆρα ὕψωσε τῇ δεξιᾷ αὐτοῦ δοῦναι μετάνοιαν τῷ Ἰσραὴλ καὶ ἄφεσιν ἁμαρ­τιῶν. 32 καὶ ἡμεῖς ἐσμεν αὐτοῦ μάρτυρες τῶν ρημάτων τούτων, καὶ τὸ Πνεῦμα δὲ τὸ Ἅγιον ὃ ἔδωκεν ὁ Θεὸς τοῖς πειθαρχοῦσιν αὐτῷ.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

21 Ὅταν λοιπόν τά ἄκουσαν αὐτά οἱ ἀπόστολοι, μπῆ­καν πρωί-πρωί, πρίν ἀπό τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου, στό ἱερό τοῦ ναοῦ καί δίδασκαν. Στό μεταξύ ὅμως ἦλθε ἀπό τό σπίτι του στόν τόπο τῶν συνεδριάσεων, πού δέν ἦταν μακριά ἀπό τό ναό, ὁ ἀρχιερέας μέ τούς φίλους του καί τούς συγγενεῖς του πού συνήθιζαν νά τόν ἀκο­λου­­θοῦν, καί συγκάλεσαν τό συνέδριο καί ὅλη τή γε­ρου­­­σία τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἔστειλαν τότε ἀνθρώπους στό δεσμωτήριο γιά νά ὁδηγήσουν τούς ἀποστόλους ἐνώ­­­­πιον τοῦ συνεδρίου καί νά δικαστοῦν. 22 Ὅταν ὅμως οἱ ὑπηρέτες καί κλητῆρες τοῦ συνεδρί­ου πῆγαν, δέν τούς βρῆκαν στή φυλακή· κι ἀφοῦ ἐπέ­στρεψαν, τό ἀνέφεραν αὐτό στό συνέδριο 23 λέγοντας: Τή φυλακή τήν βρήκαμε κλεισμένη καί κα­λά ἀσφαλισμένη, καί τούς φρουρούς νά στέκονται ὄρθιοι μπροστά στίς θύρες· ὅταν ὅμως ἀνοί­ξα­με τή φυλακή, δέν βρήκαμε κανέναν μέσα. 24 Μόλις ἄκουσαν τά λόγια αὐτά καί ὁ ἀρχιερέας πού προήδρευε στό συνέδριο καί ὁ ἱερέας πού ἔφερε τό ἀξί­ω­μα τοῦ στρατηγοῦ τοῦ ἱεροῦ καί εἶχε στή δικαιοδοσία του καί τήν ἐπιτήρηση τῆς φυλακῆς, καθώς κι ἐκεῖνοι πού εἶχαν δια­τελέσει ἀρχιερεῖς σέ παλαιότερα χρόνια, γέμισαν μέ ἀπορία γι’ αὐτά πού τούς ἀνέφεραν οἱ ὑπηρέτες, ἐπειδή δέν γνώριζαν τί νά κάνουν καί ποιές συνέπειες θά εἶχε ἡ ἐξαφάνιση αὐτή τῶν φυλακισμένων. 25 Στό μεταξύ ὅμως ἦλθε κάποιος καί τούς ἀνήγγειλε ὅτι, νά, οἱ ἄνθρωποι πού βάλατε στή φυλακή, στέκον­ται στόν ἱερό περίβολο τοῦ ναοῦ καί διδάσκουν τό λαό. 26 Τότε πῆγε ἐκεῖ ὁ στρατηγός τοῦ ἱεροῦ μαζί μέ τούς ὑπηρέτες τοῦ συνεδρίου καί τούς ἔφερε στό δικαστήριο χωρίς νά μεταχειρισθεῖ βία· διότι φοβοῦνταν τό λαό μήπως τούς λιθοβολήσει. 27 Μόλις τούς ἔφεραν, τούς διέταξαν νά σταθοῦν ὡς κατηγορούμενοι ὄρθιοι ἀνάμεσα στό συνέδριο. Καί ὁ ἀρχιερέας τούς ρώτησε: 28 Δέν σᾶς δώσαμε ρητή καί αὐστηρή ἐντολή νά μή διδάσκετε γιά τό ὄνομα αὐτό καί νά μήν τό παρουσιάζετε ὡς ὄνομα λατρευτό καί ἀνώτερο ἀπό κάθε ἄλλο ὄνομα; Καί ὅμως ἐσεῖς ἔχετε γεμίσει τήν Ἱερου­σα­λήμ μέ τή διδασκαλία σας, καί μέ κα­κές προθέσεις ζη­τᾶ­τε κακόβουλα νά ρίξετε πάνω μας τήν εὐ­θύ­νη καί τήν ἐνοχή γιά τόν φόνο τοῦ ἀνθρώπου αὐ­τοῦ. 29 Τότε ἀποκρίθηκε ὁ Πέτρος ἐκ μέρους καί τῶν ἄλλων ἀπο­στό­λων καί εἶπε: Ὑποχρέωση καί καθῆκον ἔχουμε νά πειθαρχοῦμε πιό πολύ στό Θεό, πού μᾶς διέταξε μέ τόν ἄγγελό του νά ἐξακολουθήσουμε τό δημόσιο κή­ρυγ­­μά μας, παρά σέ σᾶς τούς ἀνθρώπους, πού μᾶς δι­α­­­­τά­ξα­τε νά σιωποῦμε. 30 Ὁ Θεός, τόν ὁποῖο λάτρευσαν οἱ πατέρες μας καί ἀπ’ τόν ὁποῖο ἔλαβαν τίς ἐπαγγελίες, ἀνέστησε ἀπό τούς νεκρούς τόν Ἰησοῦ, τόν ὁποῖο ἐσεῖς σκοτώσατε, ἀφοῦ τόν κρεμάσατε ὡς καταραμένο πάνω στό ξύλο τοῦ σταυροῦ. 31 Ἀλλά ἐνῶ ἐσεῖς τόσο πολύ τόν ἀτιμάσατε, ὁ Θεός τόν ὕψωσε μέ τήν ἀκαταγώνιστη δύναμή του, γιά νά εἶ­ναι ὁ ἀρχηγός καί ὁ σωτήρας, πού θά δώσει στούς ἀπο­­­­γό­­νους τοῦ εὐλογημένου Ἰσραήλ τή χάρη του γιά νά μετανοήσουν καί τή συγχώρηση τῶν ἁμαρ­τι­­­ῶν τους. 32 Γι’ αὐτό ἀκριβῶς κι ἐμεῖς ἔχουμε κληθεῖ ἀπό τόν Θεό νά εἴμαστε μάρτυρές του, γιά νά διακηρύττουμε μέ τούς λόγους μας καί τή διδασκαλία μας τά σωτηριώδη αὐ­τά γεγονότα τῆς ζωῆς του. Συγχρόνως ὅμως μαζί μας δίνει τή μαρτυρία του μέ τά θαύματα καί τά χαρίσματά του καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο ἔδωσε ὁ Θεός σ’ ἐκεί­νους πού πει­θαρχοῦν στίς ἐντολές του.