«Μὴ φοβεῖσθε»

   Στοὺς ἁγίους Ἀποστόλους Του ἀ­πευθυνόταν ὁ Κύριος. Ἦταν τότε ποὺ τοὺς εἶχε ἐκλέξει, δώδεκα τὸν ἀριθμό, καὶ τοὺς ἔστελνε νὰ κηρύξουν μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων τὸ «εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας» (Ματθ. δ΄ 23). Τοὺς ἔδωσε σαφεῖς παραγγελίες γιὰ τὸ πῶς ἔπρεπε νὰ ἐπιτελοῦν τὸ ἔργο αὐτό, καὶ ἔπειτα τοὺς ἔκανε λόγο γιὰ τοὺς διωγμοὺς ποὺ ἐπρόκειτο νὰ συναντήσουν στὶς περιοδεῖες τους.
   –Θὰ σᾶς παραδώσουν σὲ συνέδρια καὶ δικαστήρια, τοὺς εἶπε, θὰ σᾶς σύρουν μπροστὰ σὲ βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνες, προκειμένου νὰ σᾶς καταδικάσουν καὶ νὰ σᾶς θανατώσουν… (βλ. Ματθ. ι΄ [10] 17-22).
Καὶ συμπλήρωσε ὁ θεῖος Διδάσκαλος:
   «Λέγω δὲ ὑμῖν τοῖς φίλοις μου· μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶ­μα, καὶ μετὰ ταῦτα μὴ ἐχόντων περισσότερόν τι ποιῆσαι» (Λουκ. ιβ΄ [12] 4). Λέω σὲ σᾶς τοὺς φίλους μου, μὴ φοβηθεῖτε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θανατώνουν τὸ σῶμα καὶ ὕστερα δὲν μποροῦν νὰ κάνουν τίποτε περισσότερο.
Φίλους Του τοὺς ὀνομάζει· δικούς Του, προσφιλεῖς, ἀγαπητούς Του· καὶ μὲ αὐτὴ τὴν πλήρη τρυφερότητος προσ­φώνηση θέλει νὰ ἐμβάλει θάρρος στὴν καρδιά τους.
   –Εἶστε φίλοι μου, μὴ φοβάστε τίποτε· οὔτε τὸ χειρότερο ποὺ μπορεῖ νὰ σᾶς συμβεῖ: τὸν θάνατο. Σᾶς τὸ λέω αὐτὸ Ἐγὼ ποὺ εἶμαι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, Ἐγὼ ποὺ σᾶς ἔδωσα καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή, καὶ γι’ αὐτὸ γνωρίζω καλύτερα ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλον τὴν ἀξία τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου. Τὸ πολύ-πολὺ νὰ θανατώσουν τὸ σῶμα σας. Τίποτε περισσότερο δὲν μποροῦν νὰ σᾶς κάνουν. Κατανοῆστε τὰ λόγια μου καὶ ἀπὸ αὐτὰ βγάλτε τὸ συμπέρασμα γιὰ τὸ τί ἀξία ἔχει τὸ θνητὸ τοῦτο, πρόσκαιρο σῶμα, σὲ σχέση μὲ τὴν αἰώνια, ἀθάνατη ψυχή.
   Γι’ αὐτό, μὴ φοβάστε!
   Καὶ συνεχίζει ὁ Κύριος:
   –Πέντε σπουργίτια δὲν πωλοῦνται εἴ­κοσι λεπτά, εὐτελέστατη δηλαδὴ τιμή; Ποιὸς δίνει σημασία σ’ ἕνα σπουργίτι; Κι ὅμως, οὔτε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ δὲν εἶναι ξεχασμένο καὶ ἐγκαταλελειμμένο μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ δὲν πέφτει νεκρὸ στὴ γῆ χωρὶς νὰ τὸ ἐπιτρέψει ὁ οὐράνιος Πατέρας. Ἂν λοιπὸν τόση φρον­τίδα καὶ πρόνοια δείχνει ὁ Θεὸς γιὰ τὸ τελευταῖο σπουργιτάκι, θὰ ἐγκαταλείψει ἐσᾶς; Εἶναι δυνατόν;
   –Σᾶς περνοῦν λογισμοὶ μήπως ὁ Θε­ὸς σᾶς ξέχασε, σᾶς ἐγκατέλειψε, δὲν σᾶς παρακολουθεῖ… Σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι ἀκόμα καὶ οἱ τρίχες ἀπὸ τὸ κεφάλι σας ὅλες εἶναι μετρημένες ἀπὸ τὸν Θεό. Ξέρει ὁ Θεὸς κάθε στιγμὴ πόσες τρίχες ὑπάρχουν στὸ κεφάλι σας. Σᾶς ἀρκεῖ αὐτὴ ἡ διαβεβαίωση γιὰ νὰ ἐννοήσετε πόση πρόνοια καὶ φροντίδα λαμβάνει γιὰ σᾶς ὁ Θεός; Τί ἄλλο θέλετε περισσότερο;
   «Μὴ οὖν φοβεῖσθε· πολλῶν στρουθίων διαφέρετε», καταλήγει ὁ θεῖος Διδάσκαλος (Λουκ. ιβ΄ [12] 6-7). Μὴ φοβάστε λοιπόν. Εἶστε ἀνώτεροι ἀπὸ πολλὰ σπουργίτια!
   Τί λόγια, πράγματι, αὐτά! Πόση εἰρήνη, ἀνακούφιση εἶναι ἱκανὰ νὰ προξενήσουν στὴν ταραγμένη ἀπὸ δυσκολίες καὶ προβλήματα ψυχή! Ἔχουμε ἕνα Θεὸ ποὺ ἡ μέριμνά Του καὶ γιὰ τὰ ἄψυχα ἀκόμα δημιουργήματά Του φτάνει μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας. Καὶ θὰ ἀδιαφορήσει γιὰ ἐμᾶς, τὶς ἔμψυχες εἰκόνες Του, αὐτοὺς γιὰ τοὺς ὁποίους τὸν ἴδιο τὸν Υἱό Του ἔστειλε στὴ γῆ γιὰ νὰ χύσει τὸ ἀτίμητο Αἷμα Του; Εἶναι δυνατόν; «Πῶς ἂν ἐπιλάθοιτο τῶν ἀγαπώντων αὐτὸν ἢ ἀγνοήσειέ τι τῶν συμβαινόν­των αὐτοῖς;», ρωτᾶ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας· πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ λησμονήσει αὐτοὺς ποὺ Τὸν ἀγαποῦν ἢ νὰ μὴ δώσει σημασία γιὰ κάτι ποὺ τοὺς συμβαίνει, «ὅς γε τοσαύτην αὐτῶν ποιεῖται πρόνοιαν, ὡς ἕκαστα τῶν κατ’ αὐτοὺς εἰδέναι λεπτῶς, καὶ οἷον ἠριθμημένας ἔχειν αὐτῶν τὰς τρίχας;», Αὐτὸς ποὺ τόση πρόνοια δείχνει γι’ αὐτούς, ὥστε νὰ γνωρίζει λεπτομερῶς τὰ πάντα ἀναφορικὰ μ’ αὐτούς, σὰν νὰ ποῦμε καὶ πόσες τρίχες ἔχουν;
   Κι ἂν πρόκειται νὰ θανατωθεῖτε ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς σας, συμπληρώνει ὁ ἅ­γιος Θεοφύλακτος Ἀχρίδος, μιλώντας ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου, αὐτὸ δὲν θὰ γίνει ἐπει­δὴ Ἐγὼ σᾶς ἔχω ἐγκαταλείψει. Διότι τόση φροντίδα λαμβάνω γιὰ σᾶς, ὥστε νὰ γνωρίζω μὲ κάθε λεπτομέρεια ὅ,τι σᾶς ἀφορᾶ. Ἂν λοιπὸν ἐπιτρέψω νὰ μπεῖτε σὲ πειρασμό, νὰ εἶσθε βέβαιοι ὅτι θὰ σᾶς χορηγήσω καὶ τὴ δύναμη νὰ τὸν ὑπομείνετε. Διότι Ἐγὼ εἶμαι κηδεμόνας σας καὶ ὅλα τὰ γνωρίζω καὶ τὰ ἔχω ρυ­θμισμένα μέχρι λεπτομέρειας γιὰ τὸν καθένα σας. Ὅ,τι εἶναι τὸ καταλληλότερο γιὰ τὸν κάθε ἕναν ἀπὸ σᾶς, αὐτὸ τοῦ δίνω.
   Συνεπῶς, ἀδελφέ μου, γιατί νὰ ἀγωνιοῦμε; γιατί νὰ φοβόμαστε; Εἶναι ὁπωσδήποτε δύσκολες, πολὺ δύσκολες οἱ ἡμέρες ποὺ περνοῦμε. Καὶ ἐνδεχομένως ἡ κατάσταση σύντομα νὰ ἐπιδεινωθεῖ κι ἄλλο. Διάφοροι λογισμοὶ ἴσως νὰ περνοῦν ἀπὸ τὸ μυαλό μας, τέτοιοι ποὺ νὰ ἐμβάλλουν σὲ φόβο καὶ ταραχὴ τὴν ψυχή μας.
   Ὅμως…
   Ἀφοῦ ἔχουμε ρητὴ καὶ ἐπαναλαμβανόμενη τὴν προτροπή Του: «μὴ οὖν φο­βεῖσθε»· ἀφοῦ ἔχουμε ξεκάθαρη τὴ διαβεβαίωσή Του ὅτι «καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς ὑμῶν πᾶσαι ἠρίθμηνται», καὶ μία δὲν πέφτει χωρὶς ὁ Ἴδιος νὰ δώσει ἐντολή· ἀφοῦ «πολλῶν στρουθίων διαφέρομεν», τότε γιατί νὰ φοβόμαστε καὶ νὰ ἀγωνιοῦμε; Ἂν ἕνα παιδί, μετὰ ἀπὸ συνεχεῖς διαβεβαιώσεις τῶν γονέων του ὅτι δὲν θὰ τὸ ἀφήσουν μόνο του, ὅτι κοντά του εἶναι, τὸ προστατεύουν συν­εχῶς, μετὰ ἀπὸ ἐπανειλημμένες ἐπιβεβαιώσεις ἐπάνω στὰ πράγματα ὅτι ἔτσι εἶναι ὅπως τοῦ τὰ λένε, αὐτὸ συνεχίσει νὰ νιώθει ἀνασφαλές, δὲν θὰ δηλώνει μὲ τὴ στάση του αὐτὴ ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης, ἐνδεχομένως καὶ ἀγνωμοσύνη ἀπέναντι στοὺς γονεῖς του; Καὶ δὲν θὰ γίνεται αὐτὸ ἀφορμὴ λύπης γιὰ τοὺς γονεῖς του; Τί ἄλλο νὰ κάνουν γιὰ νὰ τὸ πείσουν ὅτι εἶναι κοντά του;
   Νὰ πιστέψουμε ὅτι εἴμαστε παιδιὰ ἀγαπητὰ τοῦ οὐρανίου Πατρός. Καὶ τότε θὰ Τοῦ δίνουμε μὲ ἐμπιστοσύνη τὸ χέρι μας καὶ θὰ προχωροῦμε στὸ δρόμο μας ἄφοβα, ψάλλοντας: «Κύριος ἐμοὶ βοηθός, καὶ οὐ φοβηθήσομαι…» (Ψαλ. ριζ΄ [117] 6).