«Ἀναστάσεως ἡμέρα» προβάλλει γιὰ ἄλλη μία φορὰ ἐνώπιόν μας. «Πάσχα καινόν, ἅγιον… ἡμῖν ἀνέτειλε». Σκιρτᾶ ἀπὸ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση ἡ καρδιὰ ὅλων μας. Καὶ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος ξεσπᾶ καὶ αὐτὸς σὲ χαρμόσυνο καὶ πανηγυρικὸ ὕμνο. «Χαρᾶς τὰ πάντα πεπλήρωται, τῆς Ἀναστάσεως τὴν πεῖραν εἰληφότα». Ὅλα γέμουν καὶ πλημμυρίζουν ἀπὸ χαρά. Χαίρουν προπάντων οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ οἱ Ἄγγελοι. Χαίρει καὶ εὐφραίνεται καὶ αὐτὴ ἡ κτίση.
Σκιρτοῦν ἀπὸ χαρὰ οἱ ἄνθρωποι, διότι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τὸ ἐπιστέγασμα τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ καὶ σωτηριώδους ἔργου Του. Μετὰ τὸ «Τετέλεσται» ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, ὁ Κύριος μὲ τὸ τεθεωμένο σῶμα Του, ποὺ παρέμεινε ἄφθαρτο στὸν Τάφο, καταργεῖ τὸν θάνατο. Μὲ τὴν τεθεωμένη ψυχή Του κατέρχεται στὸν Ἅδη καὶ καταλύει τὸ κράτος καὶ τὴ δύναμή του.
Ἐξαιτίας τῆς παραβάσεως τοῦ Ἀδὰμ ὁ θάνατος καὶ ἡ φθορὰ ἦταν ὁ κλῆρος τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ Ἅδης βασίλευε στὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἡ βασιλεία του ὅμως δὲν θὰ εἶναι παντοτινή. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, βρέθηκε σωματικῶς στὸν Τάφο, αὐτός – ὁ Τάφος – ἔγινε ζωοδόχος καὶ ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου ζωοποιός. «Βασιλεύει, ἀλλ᾿ οὐκ αἰωνίζει ᾍδης τοῦ γένους τῶν βροτῶν· Σὺ γὰρ τεθεὶς ἐν τάφῳ, κραταιέ, ζωαρχικῇ παλάμῃ τὰ τοῦ θανάτου κλεῖθρα διεσπάραξας». Δηλαδή, ὁ Ἅδης βασιλεύει πάνω στὸ ἀνθρώπινο γένος, ἀλλὰ δὲν εἶναι παντοτινὴ ἡ βασιλεία του. Διότι, ὅταν Σύ, ὁ παντοδύναμος Κύριος, τοποθετήθηκες σωματικῶς στὸν Τάφο, τότε μὲ τὸ χέρι Σου, ποὺ ἔδωσε ζωὴ σὲ ὅλα τὰ ὄντα, συνέτριψες τὶς κλειδαριὲς τοῦ θανάτου. Γι᾿ αὐτὸ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του ψάλλουμε θριαμβευτικά: «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ᾍδου τὴν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν…». Δηλαδή, ἐμεῖς οἱ πιστοὶ γιορτάζουμε σήμερα τὴ νέκρωση τοῦ θανάτου, διότι ὁ θάνατος ἔχασε τὴν ἐξουσία ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων. Γιορτάζουμε τὴ συντριβὴ τοῦ Ἅδου καὶ τὴν ἔναρξη ἄλλης ζωῆς, αἰώνιας καὶ ἀθάνατης.
Ὁ ἅγιος εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιό του, στὴν περικοπὴ ποὺ ἀναγινώσκεται τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, διακηρύττει ὅτι «ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν» (Ἰω. α΄ 4). Αὐτός, ὁ Θεάνθρωπος Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, ἡ αὐτοζωή.
Χαίρουν λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι. Χαίρουν ὅμως καὶ οἱ Ἄγγελοι. «Χαρᾶς τὰ πάντα πεπλήρωται» καὶ στὸν οὐράνιο ἀγγελικὸ κόσμο. Πανηγυρίζουν καὶ οἱ Ἄγγελοι στὸν οὐρανὸ τὴν Ἀνάσταση. «Ἀνέστη Χριστός, καὶ χαίρουσιν Ἄγγελοι».
Ἄλλωστε οἱ Ἄγγελοι ἔχουν καίριο ρόλο στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἄγγελος «ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἀπὸ τῆς θύρας» τοῦ μνημείου (Ματθ. κη΄ [28] 2). Ἀγγέλους δύο θεωρεῖ στὸν Τάφο τοῦ Κυρίου ἡ Μυροφόρος Μαρία ἡ Μαγδαληνή, «ἐν λευκοῖς καθεζομένους» (Ἰω. κ΄ [20] 12).
Χαίρουν οἱ Ἄγγελοι γιὰ τὴν Ἀνάσταση, γιατὶ καρπὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Στὴ Γέννηση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ οἱ Ἄγγελοι ἔψαλαν τὸν χαρμόσυνο ὕμνο: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Δόξασαν τὸν Θεό, διότι γεννήθηκε ὁ Σωτήρας καὶ Λυτρωτὴς τῶν ἀνθρώπων. Τώρα μὲ τὴν Ἀνάστασή Του εὐφραίνονται καὶ χαίρονται, διότι ὁλοκληρώνεται τὸ ἔργο αὐτὸ τῆς σωτηρίας.
Χαίρονται οἱ ἄνθρωποι, χαίρονται καὶ οἱ Ἄγγελοι. Χαίρεται ὅμως καὶ ἀγάλλεται καὶ αὐτὴ ἡ κτίση. Καὶ ἡ κτίση ἀγάλλεται καὶ εὐφραίνεται, «ὅτι Χριστὸς Ἀνέστη». Ἐφόσον μὲ τὴν ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων ἡ κτίση ὑποδουλώθηκε στὴ φθορά, τώρα χαίρει, διότι περιμένει καὶ τὴ δική της ἀνάσταση, τὴν ἀνακαίνισή της. «Καινοὺς οὐρανοὺς καὶ γῆν καινὴν κατὰ τὸ ἐπάγγελμα αὐτοῦ προσδοκῶμεν» (Β΄ Πέτρ. γ΄ 13). «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια». Κατὰ τὴ σημερινὴ ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως ὁλόκληρο τὸ σύμπαν γέμισε ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ, καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ καὶ ὁ Ἅδης. Ὅλη ἡ δημιουργία ἂς πανηγυρίζει τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἀναστὰς πλέον «βασιλεύει οὐρανίων, ἐπιγείων καὶ καταχθονίων».
Ἂς γίνουμε λοιπὸν λαμπροὶ καὶ νὰ ἀκτινοβολοῦμε ὅλοι οἱ πιστοὶ χαρούμενοι τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως. «Χαρᾶς τὰ πάντα πεπλήρωται»!