Ἀπόστολος: ἡμέρας, Δευτ. δ΄ ἑβδ. Πράξεων (Πρξ. ι΄ 1 – 16):
Ανὴρ δέ τις ἐν Καισαρείᾳ ὀνόματι Κορνήλιος, ἑκατοντάρχης ἐκ σπείρης τῆς καλουμένης Ἰταλικῆς, 2 εὐσεβὴς καὶ φοβούμενος τὸν Θεὸν σὺν παντὶ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ, ποιῶν τε ἐλεημοσύνας πολλὰς τῷ λαῷ καὶ δεόμενος τοῦ Θεοῦ διὰ παντός, 3 εἶδεν ἐν ὁράματι φανερῶς ὡσεὶ ὥραν ἐνάτην τῆς ἡμέρας ἄγγελον τοῦ Θεοῦ εἰσελθόντα πρὸς αὐτὸν καὶ εἰπόντα αὐτῷ· Κορνήλιε. 4 ὁ δὲ ἀτενίσας αὐτῷ καὶ ἔμφοβος γενόμενος εἶπε· τί ἐστι, κύριε; εἶπε δὲ αὐτῷ· αἱ προσευχαί σου καὶ αἱ ἐλεημοσύναι σου ἀνέβησαν εἰς μνημόσυνον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. 5 καὶ νῦν πέμψον εἰς Ἰόππην ἄνδρας καὶ μετάπεμψαι Σίμωνα τὸν ἐπικαλούμενον Πέτρον· 6 οὗτος ξενίζεται παρά τινι Σίμωνι βυρσεῖ, ᾧ ἐστιν οἰκία παρὰ θάλασσαν. 7 ὡς δὲ ἀπῆλθεν ὁ ἄγγελος ὁ λαλῶν τῷ Κορνηλίῳ, φωνήσας δύο τῶν οἰκετῶν αὐτοῦ καὶ στρατιώτην εὐσεβῆ τῶν προσκαρτερούντων αὐτῷ, 8 καὶ ἐξηγησάμενος αὐτοῖς ἅπαντα, ἀπέστειλεν αὐτοὺς εἰς τὴν Ἰόππην. 9 Τῇ δὲ ἐπαύριον ὁδοιπορούντων ἐκείνων καὶ τῇ πόλει ἐγγιζόντων ἀνέβη Πέτρος ἐπὶ τὸ δῶμα προσεύξασθαι περὶ ὥραν ἕκτην. 10 ἐγένετο δὲ πρόσπεινος καὶ ἤθελε γεύσασθαι· παρασκευαζόντων δὲ ἐκείνων ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτὸν ἔκστασις, 11 καὶ θεωρεῖ τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγμένον καὶ καταβαῖνον ἐπ᾿ αὐτὸν σκεῦός τι ὡς ὀθόνην μεγάλην, τέσσαρσιν ἀρχαῖς δεδεμένον καὶ καθιέμενον ἐπὶ τῆς γῆς, 12 ἐν ᾧ ὑπῆρχε πάντα τὰ τετράποδα τῆς γῆς καὶ τὰ θηρία καὶ τὰ ἑρπετὰ καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ. 13 καὶ ἐγένετο φωνὴ πρὸς αὐτόν· ἀναστάς, Πέτρε, θῦσον καὶ φάγε. 14 ὁ δὲ Πέτρος εἶπε· μηδαμῶς, Κύριε· ὅτι οὐδέποτε ἔφαγον πᾶν κοινὸν ἢ ἀκάθαρτον. 15 καὶ φωνὴ πάλιν ἐκ δευτέρου πρὸς αὐτόν· ἃ ὁ Θεὸς ἐκαθάρισε σὺ μὴ κοίνου. 16 τοῦτο δὲ ἐγένετο ἐπὶ τρίς, καὶ πάλιν ἀνελήφθη τὸ σκεῦος εἰς τὸν οὐρανόν.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
Στήν Καισάρεια ὑπῆρχε κάποιος ἄνθρωπος πού ὀνομαζόταν Κορνήλιος, ἑκατόνταρχος, ἀπό τή στρατιωτική μονάδα πού λεγόταν Ἰταλική. 2 Αὐτός ἦταν εὐσεβής καί, μολονότι ἀπό καταγωγῆς του ἦταν εἰδωλολάτρης, γνώρισε τόν ἀληθινό Θεό καί τόν εὐλαβοῦνταν μαζί μέ ὅλους ὅσους ἦταν στό σπίτι του. Ἐπίσης ἔκανε πολλές ἐλεημοσύνες στό λαό καί παρακαλοῦσε συνεχῶς τόν Θεό νά τόν φωτίζει. 3 Αὐτός λοιπόν ὁ ἄνθρωπος μιά μέρα γύρω στίς τρεῖς τό ἀπόγευμα εἶδε καθαρά καί φανερά σέ ὀπτασία πού τοῦ παρουσιάστηκε ἕναν ἄγγελο τοῦ Θεοῦ νά μπαίνει στό σπίτι του γιά νά τόν συναντήσει καί νά τοῦ λέει: Κορνήλιε. 4 Κι αὐτός, ἀφοῦ ἔστρεψε καί προσήλωσε τά μάτια του σ’ αὐτόν, κυριεύθηκε ὁλόκληρος ἀπό φόβο καί εἶπε: Τί εἶναι, κύριε; Τοῦ εἶπε τότε ὁ ἄγγελος: Οἱ προσευχές σου καί οἱ ἐλεημοσύνες σου ἀνέβηκαν στόν οὐρανό ὡς προσφορά εὐπρόσδεκτη στό Θεό καί ὡς μιά ἐνθύμιση γιά νά μή σέ ξεχνᾶ ποτέ. 5 Καί τώρα στεῖλε στήν Ἰόππη ἀπεσταλμένους καί κάλεσε κάποιον Σίμωνα πού ὀνομάζεται Πέτρος νά ἔλθει ἐδῶ. 6 Αὐτός φιλοξενεῖται σέ κάποιον Σίμωνα βυρσοδέψη, ὁ ὁποῖος ἔχει τό σπίτι του κοντά στή θάλασσα. 7 Ἀμέσως λοιπόν μόλις ἔφυγε ὁ ἄγγελος πού μιλοῦσε στόν Κορνήλιο, αὐτός κάλεσε δύο ἀπό τούς ὑπηρέτες πού ἔμεναν στό σπίτι του καί ἕναν εὐσεβή στρατιώτη ἀπ’ αὐτούς πού ἦταν ἀπεσπασμένοι στήν ὑπηρεσία του, 8 καί ἀφοῦ τούς ἐξήγησε ὅλα ὅσα τοῦ ἀπεκάλυψε ὁ ἄγγελος στήν ὀπτασία, τούς ἀπέστειλε στήν Ἰόππη. 9 Τήν ἄλλη μέρα λοιπόν, ἐνῶ ἐκεῖνοι βάδιζαν καί πλησίαζαν νά φθάσουν στήν πόλη, ὁ Πέτρος γύρω στίς δώδεκα τό μεσημέρι ἀνέβηκε στήν ταράτσα τοῦ σπιτιοῦ γιά νά προσευχηθεῖ. 10 Πείνασε ὅμως πολύ καί ἤθελε κάτι νά φάει. Κι ἐνῶ ἐκεῖνοι πού ἦταν στό σπίτι ἑτοίμαζαν τό φαγητό, ὁ Πέτρος βρέθηκε σέ ἔκσταση· οἱ σωματικές του αἰσθήσεις ἀποσπάσθηκαν ἀπό τόν ἐξωτερικό κόσμο, καί ὁ νοῦς του ὁλόκληρος προσηλώθηκε σ’ ἐκεῖνα πού τοῦ φανέρωνε ὁ Θεός. 11 Βλέπει τότε τόν οὐρανό νά ἀνοίγει, καί νά κατεβαίνει πρός τό μέρος του ἕνα πράγμα πού ἔμοιαζε μέ σεντόνι μεγάλο καί ἦταν δεμένο ἀπό τίς τέσσερις ἄκρες του καί κατέβαινε σιγά-σιγά πάνω στή γῆ. 12 Μέσα σ’ αὐτό ὑπῆρχαν ὅλα τά τετράποδα τῆς γῆς καί τά θηρία καί τά ἑρπετά καί τά πουλιά τοῦ οὐρανοῦ. Πολλά ἀπ’ αὐτά σύμφωνα μέ τίς διατάξεις τοῦ νόμου ἦταν ἀκάθαρτα καί ἀπαγορευόταν στούς Ἰσραηλίτες νά τά τρῶνε. 13 Τότε ἀκούστηκε μιά φωνή νά τοῦ λέει: Πέτρε, σήκω καί σφάξε ἀπό τά ζῶα αὐτά πού βλέπεις καί φάε. 14 Ὁ Πέτρος ὅμως ἀπάντησε: Μέ κανένα τρόπο δέν θά τό κάνω αὐτό, Κύριε. Διότι ποτέ στή ζωή μου δέν ἔφαγα ὁποιοδήποτε ζῶο πού ὁ νόμος ἀπαγορεύει νά τό τρῶμε καί τό θεωρεῖ μολυσμένο ἤ ἀκάθαρτο. 15 Τότε ἡ φωνή τοῦ μίλησε πάλι γιά δεύτερη φορά καί τοῦ εἶπε: Αὐτά πού ὁ Θεός κατεβάζει ἀπό τόν οὐρανό μέσα στό σεντόνι τά ἔχει κάνει καθαρά. Ἐσύ λοιπόν μήν τά θεωρεῖς ἀκάθαρτα καί μολυσμένα. 16 Αὐτό ἔγινε τρεῖς φορές. Καί ὕστερα τό ἀντικείμενο αὐτό ἀνασύρθηκε πάλι καί ἀνυψώθηκε ὡς καθαρό στόν οὐρανό, ὅπου τίποτε ἀκάθαρτο δέν εἰσχωρεῖ.