ΔΕΥΤΕΡΑ 23 ΜΑΪΟΥ

Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Δευτ. δ΄ ἑβδ. Ἰωάννου (Ἰω. στ΄ 56 – 69):

56 Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ. 57 καθὼς ἀπέστειλέ με ὁ ζῶν πατὴρ κἀγὼ ζῶ διὰ τὸν πατέρα, καὶ ὁ τρώγων με κἀκεῖνος ζήσεται δι’ ἐμέ. 58 οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, οὐ καθὼς ἔφαγον οἱ πατέρες ὑμῶν τὸ μάννα καὶ ἀπέθα­νον· ὁ τρώγων τοῦτον τὸν ἄρτον ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. 59 Ταῦτα εἶπεν ἐν συναγωγῇ διδάσκων ἐν Καπερναούμ. 60 Πολλοὶ οὖν ἀκούσαν­τες ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶ­πον· σκληρός ἐστιν οὗ­τος ὁ λόγος· τίς δύναται αὐ­τοῦ ἀκούειν; 61 εἰδὼς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐν ἑαυτῷ ὅτι γογγύζουσι περὶ τούτου οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο ὑμᾶς σκαν­­δαλίζει; 62 ἐὰν οὖν θεωρῆτε τὸν υἱ­ὸν τοῦ ἀνθρώπου ἀναβαίνοντα ὅπου ἦν τὸ πρότερον; 63 τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωο­ποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν· τὰ ρήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμά ἐστι καὶ ζωή ἐστιν. 64 ἀλλ’ εἰσὶν ἐξ ὑμῶν τινες οἳ οὐ πιστεύουσιν. ᾔδει γὰρ ἐξ ἀρχῆς ὁ Ἰησοῦς τίνες εἰσὶν οἱ μὴ πιστεύοντες καὶ τίς ἐστιν ὁ παραδώσων αὐτόν. 65 καὶ ἔλεγε· διὰ τοῦτο εἴρηκα ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ᾖ δεδομένον αὐτῷ ἐκ τοῦ πατρός μου. 66 Ἐκ τούτου πολλοὶ ἀπῆλ­θον ἐκ τῶν μαθητῶν αὐ­τοῦ εἰς τὰ ὀπίσω καὶ οὐκέτι μετ’ αὐτοῦ περιεπάτουν. 67 εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς τοῖς δώδεκα· μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν; 68 ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ Σίμων Πέτρος· Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα; ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις· 69 καὶ ἡμεῖς πεπιστεύκαμεν καὶ ἐγνώκαμεν ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

56 Ἐκεῖνος πού τρώει τή σάρκα μου καί πίνει τό αἷμα μου, ἑνώνεται μαζί μου σ’ ἕνα σῶμα καί συνεπῶς μένει μέ­σα μου καί γίνεται ἔτσι μέλος δικό μου· κι ἐγώ μένω μέσα στήν ψυχή του, ἡ ὁποία γίνεται ναός μου. 57 Καί ἀπό τήν ἕνωσή μας αὐ­τή θά ἀπολαύσει ὡς καρπό τήν αἰώνια ζωή. Διότι, ὅπως μέ ἀπέστειλε στόν κόσμο ὁ Πατέρας μου, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀπό μόνος του τή ζωή, κι ἐγώ ὡς ἄνθρωπος ἔχω ζωή ἀθάνατη ἐπειδή ὁ Πατήρ μοῦ τήν ἔδωσε, ἔτσι κι ἐκεῖνος πού τρώει ἐμένα θά ζήσει ἐπειδή ἐγώ θά τοῦ δώσω τή ζωή. 58 Αὐτός εἶναι ὁ ἄρτος πού πράγματι κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό. Δέν εἶναι ἄρτος ὅπως τό μάννα, τό ὁποῖο ἔφα­γαν οἱ πατέρες σας καί διατηρήθηκαν στή ζωή προ­­­σωρινά, ἀλλά τελικά πέθαναν. Ἐκεῖ­­νος πού τρώει τόν ἄρτο αὐτό, τόν πράγματι οὐρά­νιο, θά ἀναστηθεῖ ἀπό τόν τάφο ἔνδοξα καί θά ζήσει αἰώ­νια. 59 Αὐτά εἶπε ὁ Ἰησοῦς διδάσκοντας δημόσια μέσα σέ μία συναγωγή στήν Καπερναούμ, ὅπου ἦταν συναθροισμένα τά πλήθη. 60 Πολλοί λοιπόν ἀπό τούς μαθητές του, ὅταν τ’ ἄ-κου­­σαν αὐτά, εἶπαν: Εἶναι σκληρά τά λόγια του αὐτά, βαριά καί ἀποκρουστικά. Ποιός μπορεῖ νά τ’ ἀκούει μέ ἀπά­θεια καί χω­­ρίς ἀγανάκτηση; Διότι μ’ αὐτά πού λέ­ει, παρου­σιά­­ζει ὡς ὑποχρεωτικό καί ἀπαραίτητο τό νά τρώ­ει κανείς ἀνθρώπινη σάρκα. 61 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως μέ τήν ὑπερφυσική γνώση του ἀντι­λή­φθηκε ὅτι γι’ αὐτό γογγύζουν οἱ μαθητές του καί τούς εἶπε: Αὐτό πού εἶπα σᾶς σκανδαλίζει καί κλονίζει τήν πίστη σας; 62 Τότε τί θά κάνετε, ἐάν δεῖτε τόν υἱό τοῦ ἀνθρώπου νά ἀνεβαίνει μέ τήν Ἀνάληψή του ἐκεῖ ὅπου ἦταν πρωτύτερα, προτοῦ νά κατεβεῖ στή γῆ ὡς ἄνθρωπος; Θά πιστέψετε τότε στό πρωτοφανές αὐτό γεγονός καί δέν θά σκανδαλισθεῖτε; Δέν θά κλονισθεῖτε στήν πίστη σας πρός αὐτόν, ὁ ὁποῖος θά φύγει πλέον γιά πάντα ἀπό τά μάτια σας; 63 Σκανδαλισθήκατε ἐπειδή σᾶς εἶπα ὅτι γιά νά λάβετε αἰώνια ζωή πρέπει νά φᾶτε τή σάρκα μου. Γιά νά σᾶς διασαφηνίσω λοιπόν καλύτερα τό θέμα αὐτό σᾶς προ­σθέ­τω καί τά ἑξῆς: Τό θεῖο Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο πού ζω­οποιεῖ. Καί ἡ σάρκα μου δίνει ζωή αἰώνια, διότι συνελήφθη ἀπό τό ζωοποιό Πνεῦμα καί μέσα της κατοικεῖ τό Ἅγιον Πνεῦμα. Κάθε ἄλλη σάρκα, ἐπειδή δέν κατοικεῖ μέσα σ’ αὐτήν ἡ θεότητα, δέν ὠφελεῖ σέ τίποτε. Καί τά λόγια πού σᾶς λέω, ἐπειδή εἶναι λόγια Θεοῦ, ἔχουν μέσα τους Πνεῦμα καί γι’ αὐτό μεταδίδουν ζωή. 64 Ἀλλά εἶναι μερικοί ἀπό σᾶς πού δέν πιστεύουν στά λόγια μου, καί γι’ αὐτό, ἀντί νά ζωοποιοῦνται, σκανδα­­λί­ζονται ἀπ’ αὐτά. Πρόσθεσε μάλιστα ὁ Ἰη­σοῦς τά τε­λευ­­ταῖα αὐτά λόγια, διότι ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού τόν ἀκολούθησαν οἱ μαθητές πού σκανδαλίσθηκαν, ἤξε­ρε μέ τήν ὑπερφυσική του γνώση ποιοί ἦταν αὐτοί πού δέν πίστευαν, κι ἀκόμη καί ποιός ἦταν ἐκεῖνος πού σκόπευε νά τόν παραδώσει. 65 Κι ἔλεγε ὁ Ἰησοῦς: Ἐπειδή γνώριζα ὅτι μερικοί ἀπό σᾶς θά κλονίζονταν στήν πίστη καί δέν θά παρέμεναν μέχρι τέλους μαθητές μου, γι’ αὐτό σᾶς εἶπα ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά αἰσθανθεῖ μέσα του ὅτι εἶμαι ὁ Σωτήρ καί ὁ Λυτρωτής καί μέ τήν πίστη αὐτή νά ἔλθει κοντά μου, ἐάν δέν τοῦ ἔχει δοθεῖ αὐτό ἀπό τόν Πατέρα μου. 66 Ἀπό τή στιγμή αὐτή πολλοί ἀπό τούς μαθητές του, ὅσοι δέν ἦταν σταθεροί, ἔφυγαν καί ἐπέστρεψαν στά συνηθισμένα τους ἐπαγγέλματα, καί δέν πήγαιναν πλέον μαζί του στίς περιοδεῖες του. 67 Ἐξαιτίας λοιπόν τῆς ἀποχωρήσεώς τους αὐτῆς εἶπε ὁ Ἰησοῦς στούς δώδεκα: Μήπως θέλετε καί σεῖς νά φύγετε; 68 Στήν ἐρώτησή του αὐτή τοῦ ἀπάντησε ὁ Σίμων Πέτρος: Κύριε, σέ ποιόν ἄλλο διδάσκαλο νά πᾶμε; Ἐ­σύ ἔχεις λόγια πού μεταδίδουν ζωή αἰώνια. 69 Κι ἐμεῖς οἱ δώδεκα ἔχουμε πλέον πιστέψει κι ἔχουμε γνωρίσει μέ τήν προσωπική μας πείρα ὅτι ἐσύ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, πού δέν εἶναι νεκρός σάν τά εἴδωλα, ἀλλά ἔχει ἀπό μόνος του τή ζωή καί τή μεταδίδει καί στούς ἀνθρώπους.