ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΥΦΛΗ ΑΠΙΣΤΙΑ ΣΤΗ ΘΕΡΜΗ ΠΙΣΤΗ

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ  5 ΙΟΥΝΙΟΥ 2016

Τοῦ Τυφλοῦ: Πράξ. ις΄ 16-34

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο πορευομένων ἡμῶν τῶν ἀποστόλων εἰς προσευχὴν παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος ἀπαντῆσαι ἡμῖν, ἥ­τις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη. αὕτη κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σω­­τηρίας. τοῦτο δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐ­­­­πιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῆς. καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ. Ἰδόντες δὲ οἱ κύριοι αὐτῆς ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σί­λαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν ᾿Ιου­δαῖοι ὑπάρχοντες, καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν Ρωμαίοις οὖσι. καὶ συνεπέστη ὁ ὄχλος κατ᾿ αὐτῶν. καὶ οἱ στρατηγοὶ περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἐκέλευον ραβδίζειν, πολλάς τε ἐπιθέντες αὐτοῖς πληγὰς ἔβαλον εἰς φυλακήν, παραγγείλαντες τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν αὐτούς· ὃς παραγγελίαν τοιαύτην εἰληφὼς ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον. Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν· ἐ­­­πη­κροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ δέσμιοι. ἄφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, ὥστε σα­­λευθῆναι τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη. ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς δεσμίους. ἐφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαν­τες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε. αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησε, καὶ ἔντρομος γενόμενος προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, καὶ προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω ἔφη· κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ; οἱ δὲ εἶπον· πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου. καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν, καὶ ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα, ἀναγαγών τε αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ παρέθηκε τράπεζαν, καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΥΦΛΗ ΑΠΙΣΤΙΑ ΣΤΗ ΘΕΡΜΗ ΠΙΣΤΗ

1. Ἄνθρωποι τυφλοὶ

   Ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ποὺ συν­όδευε τὸν ἀπόστολο Παῦλο στὴ δεύτερη ἀποστολικὴ περιοδεία, κατέ­γρα­ψε ὡς αὐτόπτης μάρτυρας τὰ συγ­κλονιστικὰ γεγονότα ποὺ ἔζησαν στὴν πόλη τῶν Φιλίππων, περίφημη πόλη τῆς ἑλληνικῆς Μακεδονίας καὶ πρῶτο σταθμὸ τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἐπὶ εὐ­ρωπαϊκοῦ ἐδάφους. Ὡστόσο ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν καθὼς ἐπίσης κι οἱ ἀ­­πόστολοι Σίλας καὶ Τιμόθεος ποὺ τὸν συν­όδευαν, ἀντιμετώπισαν ἐκεῖ σκληρὴ ἀντίδραση.
   Μιὰ μέρα, καθὼς πήγαιναν νὰ προσ­ευχηθοῦν, συνάντησαν μία νεαρὴ κόρη ἡ ὁποία, κάτω ἀπὸ τὴν ἐπήρεια πονηροῦ πνεύματος, ἔλεγε διάφορες μαν­τεῖες. Μάλιστα καθὼς ἦταν δούλη, ἡ ἐργασία της ἀπέδιδε ἀρκετὰ χρήματα στοὺς κυρίους της. Αὐτὴ λοιπὸν ἀκολουθοῦσε τὸν Παῦλο καὶ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους καὶ φώναζε:
   –Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου καὶ μὲ τὸν λόγο τους φανερώνουν τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας.
   Αὐτὸ δὲν ἔγινε μόνο μιὰ φορά, ἀλλὰ γιὰ πολλὲς ἡμέρες ἐπαναλαμβανόταν ἡ ἴδια σκηνή. Δὲν μποροῦσε ὅμως αὐτὸ νὰ συνεχίζεται. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος σὲ καμία περίπτωση δὲν ἤθελε νὰ δέχεται συστάσεις ἀπὸ τὸ πονηρὸ πνεῦ­μα, διότι καταλάβαινε ὅτι κάτι ὕπουλο σχεδίαζε. Γι’ αὐτὸ καὶ κάποια μέρα ποὺ ἐκείνη πάλι ἔτρεχε ἀπὸ πίσω τους, γύρισε καὶ εἶπε πρὸς τὸ δαιμόνιο: Σὲ διατάζω στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ ἐξέλθεις ἀπὸ αὐτήν. Καὶ πράγματι, τὴν ἴδια στιγμὴ τὸ δαιμόνιο ἔφυγε καὶ ἡ κόρη ἐλευθερώθηκε.
   Δὲν χάρηκαν ὅμως ὅλοι μὲ τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονός. Τὰ ἀφεντικά της, ποὺ ἔχασαν μία σημαντικὴ πηγὴ κερδοφορίας, ἀντέδρασαν ἔντονα. Συνέλαβαν τὸν Παῦλο καὶ τὸν Σίλα καὶ τοὺς ὁδήγησαν στοὺς ἄρχοντες μὲ τὴν κατηγορία ὅτι εἶναι Ἰουδαῖοι ταραξίες, ποὺ ἀναστατώνουν ὅλη τὴν πόλη καὶ κηρύττουν νέα ἤθη κι ἔθιμα γιὰ τὴ ρωμαϊκὴ κοινωνία.
Οἱ κατηγορίες αὐτὲς ξεσήκωσαν τὸν ὄχλο. Τότε οἱ στρατηγοὶ ἅρπαξαν τοὺς δύο Ἀποστόλους, ξέσκισαν μὲ μανία τὰ ροῦχα τους καί, γιὰ νὰ τοὺς διαπομπεύσουν ἀκόμη περισσότερο, διέταξαν νὰ τοὺς ραβδίσουν. Ὅταν τελείωσε τὸ ὀδυνηρὸ αὐτὸ μαρτύριο, ἔδωσαν ἐντολὴ νὰ τοὺς ρίξουν στὴ φυλακὴ κάτω ἀπὸ πολὺ αὐστηρὴ ἐπιτήρηση.
   Γιατί ὅμως τόσο μίσος καὶ μανία κατὰ τῶν Ἀποστόλων; Κακὸ ἦταν ποὺ ἀπήλλαξαν τὴν κοπέλα ἐκείνη ἀπὸ τὸ πονηρὸ πνεῦμα;… Καὶ ποιὰ ἦταν ἡ ἀναστάτωση ποὺ προκάλεσε τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ κατεξοχὴν λόγος εἰ­ρήνης καὶ ἀγάπης;… Εἶναι φανερὸ ὅτι οἱ ἄνθρωποι ποὺ τοὺς κατήγγειλαν, ἦταν τυφλωμένοι ἀπὸ τὴ φιλαργυρία καὶ τὸ προσωπικό τους συμφέρον· γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ κρίνουν νηφάλια καὶ δίκαια.
   Πάντα ἔτσι συμβαίνει. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐγκλωβίζεται στὰ πάθη ἢ στὶς προκαταλήψεις του καὶ ἐνδιαφέρεται μόνο γιὰ τὸ προσωπικό του κέρδος, δὲν μπο­ρεῖ νὰ κρίνει σωστὰ καὶ ἀντικειμενικά. Ἀκόμη καὶ θαῦμα νὰ γίνει μπροστά του, ἀρνεῖται νὰ τὸ δεχθεῖ, ἂν αὐτὸ βλάπτει τὰ συμφέροντά του. Αὐτὴ ὅμως ἡ ἄρνηση τῆς πίστεως εἶναι ἡ μία πλευρά. Ὑπάρχει καὶ ἡ ἄλλη πλευρά, τῶν καλοδιάθετων ψυχῶν, ποὺ παρουσιάζει ἡ συνέχεια τῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς.

2. Ἄνθρωποι δεκτικοὶ

   Ὁ δεσμοφύλακας ποὺ ἀνέλαβε τὴν ἐκτέλεση τῆς αὐστηρῆς φυλάκισης, ἔλαβε ὅλα τὰ ἀπαραίτητα μέτρα ἐναν­τίον τῶν Ἀποστόλων: Τοὺς ἔριξε στὸ βαθύτερο μέρος τῆς φυλακῆς καὶ τοὺς ἔδεσε σφιχτὰ πάνω σὲ γερὸ ξύλο ποὺ χρησιμοποιοῦσαν γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό.
   Τίποτε ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ δεσμεύσει τὸ πνεῦμα ποὺ ἐμπνέει τοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς χαρίζει πραγματικὴ ἄνεση καὶ ἐλευθερία. Μεσάνυχτα ἦταν, κι οἱ δύο Ἀπόστολοι προσεύχονταν κι ἔψαλλαν ὕμνους δυνατά, καὶ τοὺς ἄκουγαν ὅλοι οἱ φυλακισμένοι.
   Ξαφνικά, ἕνας δυνατὸς σεισμὸς τάραξε συθέμελα τὴ φυλακή. Ἄνοιξαν οἱ πόρτες, λύθηκαν τὰ δεσμά, κι ὅλοι οἱ κρατούμενοι βρέθηκαν ἐλεύθεροι. Ξύπνησε τρομαγμένος ὁ δεσμοφύλακας καί, ὅταν εἶδε τὴ φυλακὴ μὲ ὀρθάνοιχτες τὶς πόρτες, ἔβγαλε μαχαίρι γιὰ νὰ αὐτοκτονήσει.
   ─Μή! φώναξε δυνατὰ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Μὴν κάνεις τίποτε κακὸ στὸν ἑαυτό σου. Εἴμαστε ὅλοι οἱ κρατούμενοι ἐδῶ.
   Ζήτησε ἀμέσως νὰ φέρουν φῶτα ὁ δεσμοφύλακας κι ἔτρεξε στὴ φυλακή. Ἐκεῖ κατάλαβε τὸ θαῦμα ποὺ ἔγινε, κι ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Σίλα.
   –Κύριοι, τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ σω­θῶ; ρώτησε.
   –Πίστεψε στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ θὰ σωθεῖς κι ἐσὺ κι ὅλη ἡ οἰκογένειά σου.
   Ὁ καλοδιάθετος δεσμοφύλακας δὲν πε­ρίμενε ἄλλο. Ὁδήγησε τοὺς Ἀποστόλους στὸ σπίτι του καὶ τοὺς περιποιήθηκε, καὶ ἐκεῖνοι κατήχησαν καὶ βάπτισαν τὸν ἴδιο καὶ τὴν οἰκογένειά του. Κι ὅλοι μαζὶ σὲ τραπέζι εὐφρόσυνο, πανηγύρισαν τὸ γεγονὸς ὅτι μιὰ ὁλόκληρη οἰκογένεια πίστεψε στὸν ἀληθινὸ Θεό.
   Δὲν εἶναι τυχαία ἡ αἰφνίδια καὶ θαυμαστὴ μεταστροφὴ τοῦ δεσμοφύλακα. Ἡ καλοδιάθετη ψυχή του ἀσφαλῶς θὰ εἶχε ἐντυπωσιαστεῖ ἀπὸ τὴν ὑπομονετικὴ στάση τῶν Ἀποστόλων μέσα στὴ φυλακή. Συγκλονίστηκε ὅμως καὶ μὲ τὸν σεισμὸ κι ἔτσι στράφηκε πρὸς τὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸν Ὁποῖο γνώρισε ἀπὸ τὴ στάση τῶν δύο φυλακισμένων Ἀποστόλων. Αὐτὸ εἶναι τὸ θαῦμα τῆς πίστεως. Γεννιέται ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περιμένει κανεὶς κι ἀναγεννᾶ τὶς ψυχὲς ποὺ γίνον­ται δεκτικὲς στὴν ἐπίσκεψη τῆς θείας Χάριτος. Ἂς παρακαλοῦμε τὸν πανάγαθο Θεὸ νὰ δημιουργεῖ Ἐκεῖνος τὶς κατάλληλες πε­ριστάσεις, γιὰ νὰ ἑλκύον­ται κι ἄλλες ψυχὲς στὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ νὰ ὁδηγοῦνται στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας.