Πρὶν ὁ ἥλιος ἀνατείλει…

   Πολὺ νωρὶς τὸ πρωί, πρὶν ὁ ἥλιος ἀνατείλει, πρὶν τὸ πρῶτο φῶς τῆς καινούργιας μέρας ἀρχίσει νὰ διαλύει τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, βρίσκομαι ἐνώπιόν Σου, Κύριε. «Ὁ Θεὸς ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω», λέει ὁ ἱερὸς Ψαλμωδός, ὁ προφήτης καὶ βασιλιὰς Δαβίδ, στὴν ἀρχὴ τοῦ 62ου Ψαλμοῦ.
   Βρίσκεται σὲ δύσκολες περιστάσεις, εἶναι διωκόμενος, ζεῖ σὲ κίνδυνο καὶ μὲ πολλὲς στερήσεις στὴν ἔρημο. Δὲν παραπονεῖται ὅμως, δὲν δυσανασχετεῖ, δὲν γογγύζει κατὰ τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα, ἡ ψυχή του φλέγεται ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριο καὶ Θεό του, στρέφεται μὲ πόθο πολὺ σ’ Αὐτόν. Μόλις ἀνοίγει τὰ μάτια του τὸ πρωί, ἡ πρώτη σκέψη του τρέχει στὸ Θεό· στὸ Θεὸ στρέφεται ἡ καρδιά του μὲ βαθιὰ εὐγνωμοσύνη καὶ μὲ αἰσθήματα θερμά, ὁ λόγος του ἀπευθύνεται σ’ Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ μόνη ἐλ­πίδα καὶ παρηγοριὰ τῆς ψυχῆς του.
   «Ὁ Θεὸς ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω». Δύο φορὲς ἐπαναλαμβάνει τὸ ἅγιο ὄνομα τοῦ Θεοῦ. «Ὁ Θεὸς ὁ Θεός μου», λέει. Εἶναι κραυγὴ αὐτή, εἶναι ἐπίκληση θερμή, ἔκφραση ἀγάπης πολλῆς καὶ τέλειας ἐμπιστοσύνης. Εἶναι καὶ φανέρωση μιᾶς στενῆς καὶ προσωπικῆς σχέσεως μὲ τὸν Θεό, μιᾶς σχέσεως ποὺ τὴ χαρακτηρίζει ἡ ἁπλότητα καὶ ἡ ἀμεσότητα. «Ὁ Θεὸς ὁ Θεός μου». Ὁ δικός μου Θεός, ὁ Θεὸς στὸν Ὁποῖον ἀνήκω ἐξ ὁλοκλήρου, στὸν Ὁποῖον ἀφοσιώνομαι καὶ τὸν Ὁποῖο μὲ πολλὴ εὐλάβεια, μὲ ἀπέραντο σεβασμὸ καὶ ἀγάπη λατρεύω. «Ὁ Θεός μου»!
   «Ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου». Σὲ Σένα στρέφεται διαρκῶς ἡ σκέψη μου καὶ ἡ καρδιά μου, γι’ αὐτό, ἀκόμη καὶ ὅταν κατὰ τὴ νύχτα πέφτω στὸ στρῶμα μου νὰ κοιμηθῶ, Σὲ θυμᾶμαι, Κύριε. Κι ὅταν πολὺ πρωί, πρὶν φέξει τὸ πρῶτο φῶς τῆς αὐγῆς, ἐγερθῶ, θὰ στρέψω τὸ νοῦ μου σὲ Σένα καὶ θὰ μελετῶ μὲ σκέψη βαθιὰ καὶ ἀπερίσπαστη τὰ ἐλέη Σου, τὴν ἀγάπη Σου καὶ τὴν ἄπειρη τελειότητά Σου. «Εἰ ἐμνημόνευόν σου ἐπὶ τῆς στρωμνῆς μου, ἐν τοῖς ὄρθροις ἐμελέτων εἰς σέ» (στίχ. 7). Ὁ ὕπνος θὰ ἔλθει, διότι τὸν ἔχει ἀνάγκη ἡ ἀδύνατη φύση μου. Τὸ σῶμα θὰ κοιμηθεῖ, διότι ταλαιπωρήθηκε ἀπὸ τοὺς κόπους τῆς μέρας. Ἡ ἀγάπη ὅμως δὲν θὰ σβήσει, δὲν θὰ κοιμηθεῖ ἡ ψυχή. Ἐγὼ θὰ κοιμοῦμαι, ὅμως ἡ καρδιά μου θὰ ἀγρυπνεῖ, ὥστε μόλις ἔλθει τὸ πρωί, μόλις ἀνοίξουν τὰ μάτια μου, σὲ Σένα θὰ στραφοῦν, σὲ Σένα θὰ τρέξει ὁ νοῦς μου, σὲ Σένα θὰ ὑψώσω τὰ χέρια μου καὶ θὰ δοξάσω τὸ μέγα ὄνομά Σου γιὰ τὰ θεῖα μεγαλεῖα Σου καὶ θὰ Σ’ εὐχαριστήσω γιὰ τὰ ἐλέη Σου τὰ πλούσια. Ὢ Κύριε, μόνο Ἐσὺ μπορεῖς νὰ ἀναπαύεις τὴν κουρασμένη ψυχή μου, μόνο Ἐσὺ μπορεῖς νὰ ἱκανοποιεῖς τοὺς πόθους μου καὶ νὰ γιατρεύεις τὶς πληγές μου. Ἐσὺ εἶσαι τὸ στήρι­γμα, ἡ παρηγοριὰ καὶ ἡ ἐλπίδα μου, Ἐσὺ εἶσαι ἡ ζωή μου. Γι’ αὐτὸ «ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου» (στίχ. 9).
   Μᾶς συγκινοῦν τὰ λόγια του ἱεροῦ Ψαλμωδοῦ. Καταλαβαίνουμε ὅτι ἀνοίγουν στὰ θολωμένα μάτια μας καὶ στὶς κουρασμένες ψυχές μας ἕναν κόσμο ζηλευτὸ καὶ ὑπέροχο, ἕναν κόσμο ποὺ τόσο τὸν ἔχουμε ἀνάγκη οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι, οἱ σύγχρονοι συμβιβασμένοι Χριστιανοί. Μᾶς δείχνουν τὸν καθαρὸ καὶ ἀληθινὸ κόσμο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἐλευθερίας Του, ποὺ ἀπέχει ὅσο ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὴ γῆ, ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς ἀπάτης, τῆς ματαιότητος καὶ τῆς φθορᾶς, ποὺ μᾶς κουράζει μὲ τὶς ἀτέλειωτες πληροφορίες του, μᾶς ζαλίζει μὲ τὴν πληθωρικὴ ἐνημέρωση, ἐξ­αντλεῖ τὴν ὑπομονή μας, ροκανίζει τὰ νεῦ­­­ρα μας, μᾶς φορτίζει μὲ ἀγωνίες, μὲ ἄγχος καὶ ἀβεβαιότητα, καὶ δὲν μᾶς δίνει τὴν ἄνεση λίγη ὥρα νὰ σταθοῦμε καὶ νὰ σκεφθοῦμε ἤρεμα καὶ σοβαρά.
   Εἶναι ὀλέθριο νὰ γυρίζουμε ἀπὸ τὶς δουλειές μας καὶ τὶς ποικίλες κοπιαστικὲς ἀπασχολήσεις μας τὸ βράδυ στὸ σπίτι καὶ ν’ ἀνοίγουμε τὴν τηλεόραση ἢ νὰ μπαίνουμε στὸ διαδίκτυο καὶ νὰ ζητοῦμε νὰ δοῦμε καὶ τὴν πιὸ μικρὴ λεπτομέρεια τῆς πρόσφατης εἰδησεογραφίας. Προσθέτουμε ἔτσι κόπο στὸν κόπο καὶ δὲν ἀφήνουμε λίγο τὸ πνεῦμα μας νὰ ἡσυχάσει. Κοιμόμαστε συνήθως ἀργά, ὁ ὕπνος δὲν εἶναι ἤρεμος καὶ γλυκός, καὶ τὸ πρωὶ σηκωνόμαστε κουρασμένοι, μὲ σκέψεις δυσάρεστες στὸ νοῦ, χωρὶς δύναμη, καὶ ἀνόρεκτοι γιὰ τοὺς κόπους τῆς καινούργιας μέρας.
   Ἀντίθετα, ἂν φροντίσουμε νὰ κλείσουμε ἤρεμα τὴ μέρα μας, ἂν ἔγκαιρα κατακλιθοῦμε καὶ ἀναπαυθοῦμε ἀπὸ τοὺς κόπους της, τὸ ἄλλο πρωὶ θὰ μπορέσουμε νὰ σηκωθοῦμε νωρίς, θὰ νιώθουμε ξεκούραστοι στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα, θὰ ἔχουμε τὸ μυαλὸ καθαρὸ καὶ φωτεινὸ καὶ τὴν ψυχὴ στολισμένη μὲ τὸν πόθο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔτσι στὴν ἡσυχία τοῦ πρωινοῦ, πρὶν ἀκόμη ἀρχίσει ἡ κίνηση τῆς μέρας, θὰ μπορέσουμε νὰ προσευχηθοῦμε, νὰ ποῦμε κι ἐμεῖς στὸ Θεό: «Ὁ Θεὸς ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω». Νὰ Τὸν δοξάσουμε γιὰ τὴν καινούργια μέρα, νὰ Τὸν εὐχαριστήσουμε γιὰ τὰ δῶρα Του, νὰ Τὸν παρακαλέσουμε γιὰ τὸν δρόμο τῆς ζωῆς καὶ τῆς δράσεως ποὺ ἀνοίγεται μπροστά μας. Καὶ δυναμωμένοι ἀπὸ τὴν ἱερὴ αὐτὴ ἐπικοινωνία, νὰ ξεκινήσουμε καὶ πάλι τὸν ἀγώνα τῆς ζωῆς μας μὲ χαρὰ καὶ μὲ δύναμη. Μὲ εἰρήνη καὶ αἰσιοδοξία. Μὲ τὴ βοήθεια καὶ τὴ χάρη τοῦ παν­τοδύναμου Θεοῦ.
   Ναί, ἀδελφέ μου, «ὄρθριζε πρὸς Κύριον παντοκράτορα δεόμενος» (Ἰὼβ η΄ 5). Σήκω νωρὶς τὸ πρωί, κάνε τὴν προσ­ευχή σου πρὸς τὸν παντοκράτορα Κύριο, ἄρχισε τὴ μέρα σου μὲ ταπεινὴ δέηση πρὸς τὸν πανάγαθο Πατέρα Θεό, γιὰ νὰ ἔχεις πλούσια τὴν εὐλογία Του στὴ ζωὴ καὶ στὰ ἔργα σου.