ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 3 ΙΟΥΝΙΟΥ

Ἀπόστολος: ἡμέρας, Παρ. ε΄ ἑβδ. Πράξεων (Πρξ.  ιε΄ 5-12):

5 Ἐξανέστησαν δέ τινες τῶν ἀπὸ τῆς αἱρέσεως τῶν Φαρισαίων πεπιστευκότες, λέγοντες ὅτι δεῖ περιτέμνειν αὐτοὺς παραγγέλλειν τε τη­ρεῖν τὸν νόμον Μωϋσέως. 6 Συνήχθησαν δὲ οἱ ἀπό­στολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἰδεῖν περὶ τοῦ λόγου τούτου. 7 Πολλῆς δὲ συζητήσεως γενομένης ἀναστὰς Πέτρος εἶπε πρὸς αὐτούς· ἄνδρες ἀδελφοί, ὑμεῖς ἐπίστασθε ὅτιἀφ᾿ ἡμερῶν ἀρχαίων ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν ἐξελέξατο διὰ τοῦ στόματός μου ἀκοῦσαι τὰ ἔθνη τὸν λόγον τοῦ εὐαγ­γελίου καὶ πιστεῦσαι. 8 καὶ ὁ καρδιογνώστης Θεὸς ἐμαρτύρησεν αὐτοῖς δοὺς αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅ­γι­ον καθὼς καὶ ἡμῖν, 9 καὶ οὐδὲν διέκρινε μεταξὺ ἡμῶν τε καὶ αὐτῶν τῇ πίστει καθαρίσας τὰς καρδίας αὐτῶν. 10 νῦν οὖν τί πειράζετε τὸν Θεόν, ἐπιθεῖναι ζυγὸν ἐπὶ τὸν τράχηλον τῶν μαθητῶν, ὃν οὔτε οἱ πατέρες ἡμῶν οὔτε ἡμεῖς ἰσχύσαμεν βαστάσαι; 11 ἀλλὰ διὰ τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ πιστεύομεν σωθῆναι καθ᾿ ὃν τρόπον κἀκεῖνοι. 12 Ἐσίγησε δὲ πᾶν τὸ πλῆθος καὶ ἤκουον Βαρνάβα καὶ Παύλου ἐξηγου­μένων ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεὸς σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τοῖς ἔθνεσι δι᾿ αὐτῶν.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

5 Σηκώθηκαν ὅμως μερικοί ἀπό τή θρησκευτική παράταξη τῶν Φαρισαίων πού εἶχαν πιστέψει, καί ἔλεγαν ὅτι πρέπει νά περιτέμνουν τούς ἐθνικούς πού πιστεύουν καί νά ἀπαιτοῦν ἀπ’ αὐτούς νά τηροῦν ὅλο τό νόμο τοῦ Μωυσῆ, καί αὐτές ἀκόμη τίς τυπικές διατάξεις του. 6 Συναθροίσθηκαν λοιπόν οἱ ἀπόστολοι καί οἱ πρε­σβύ­τεροι γιά νά ἐξετάσουν τήν ὑπόθεση αὐτή. 7 Κι ἀφοῦ ἔγινε πολλή συζήτηση, σηκώθηκε ὁ Πέτρος καί τούς εἶπε: Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐσεῖς γνωρίζετε ἀπό τό περιστατικό τοῦ Κορνηλίου ὅτι πρίν ἀπό πολύ καιρό, πρίν δώδεκα περίπου χρόνια, ὁ Θεός διάλεξε ἀνάμεσα ἀπ’ ὅλους ἐμᾶς τούς ἀποστόλους ἐμένα, προκειμένου ν’ ἀκούσουν μέ τό κήρυγμά μου οἱ ἐθνικοί τό λόγο τοῦ εὐαγγελίου καί νά πιστέψουν. 8 Καί ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τίς καρδιές τῶν ἀν­θρώ­πων, ἔκρινε ἀλάνθαστα κατά πόσο ἦταν εἰλι­κρι­νής ἡ μετάνοια καί ἡ πίστη τῶν ἐθνικῶν αὐτῶν. Καί ἔδω­σε τή μαρτυρία του γιά χάρη τους, μέ τήν ὁποία βεβαίωνε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός προσφέρει καί σ’ αὐτούς τή σωτηρία. Κι ἔδωσε ὁ Θεός τή μαρτυρία του γι’ αὐτό, μεταδίδοντάς τους τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως τά ἔδω­σε καί σέ μᾶς πού καταγόμαστε ἀπό τόν Ἰσραήλ. 9 Καί δέν ἔκανε καμία διάκριση ἀνάμεσα σέ μᾶς πού εἴμαστε περιτμημένοι καί σ’ αὐτούς πού εἶναι ἀπε­­­­­­ρί­τμη­τοι· ἀλλά καθάρισε τίς καρδιές τους μόνο μέ τήν πίστη, χωρίς νά λάβουν περιτομή. 10 Τώρα λοιπόν, ὕστερα ἀπό μιά τέτοια μαρτυρία τοῦ Θεοῦ, γιατί προκαλεῖτε καί θέλετε νά βάλετε σέ δοκιμα­σία τόν Θεό, σάν νά μήν εἶχε ἐκφράσει σαφῶς τό θέλη­μά του; Καί γιατί ζητᾶτε νά ἀποσπάσετε ἀπ’ αὐτόν ἄλ­­λη νεό­τερη καί πιό ἐκπληκτική ἐκδήλωση τοῦ θελήμα­τός του; Ζητᾶτε νά ἀλλάξει γνώμη ὁ Θεός, γιά νά ἐπι­βάλετε στόν τράχηλο τῶν μαθητῶν τό ζυγό τῆς τηρήσεως τοῦ νό­μου καί ὅλων τῶν τελετῶν καί τῶν τυπικῶν δια­τά­ξε­­ών του; Μά τόν ζυγό αὐτόν οὔτε οἱ προπάτορές μας οὔτε ἐμεῖς μπο­ρέσαμε νά σηκώσουμε. 11 Ἀλλά πιστεύουμε ὅτι καί μεῖς οἱ Ἰουδαῖοι μέ τή χά­ρη τοῦ Θεοῦ θά σωθοῦμε, μέ τόν ἴδιο τρόπο πού θά σω­θοῦν κι ἐκεῖνοι, δηλαδή οἱ ἐθνικοί. 12 Τότε σιώπησε ὅλο τό πλῆθος κι ἄρχισαν νά ἀκοῦν μέ προσοχή τόν Βαρνάβα καί τόν Παῦλο νά διη­γοῦ­νται ὅσα ἀποδεικτικά καί καταπληκτικά θαύματα ἔκανε ὁ Θεός στούς ἐθνικούς διαμέσου αὐτῶν.