Ἀπόστολος: ἡμέρας, Παρ. ε΄ ἑβδ. Πράξεων (Πρξ. ιε΄ 5-12):
5 Ἐξανέστησαν δέ τινες τῶν ἀπὸ τῆς αἱρέσεως τῶν Φαρισαίων πεπιστευκότες, λέγοντες ὅτι δεῖ περιτέμνειν αὐτοὺς παραγγέλλειν τε τηρεῖν τὸν νόμον Μωϋσέως. 6 Συνήχθησαν δὲ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἰδεῖν περὶ τοῦ λόγου τούτου. 7 Πολλῆς δὲ συζητήσεως γενομένης ἀναστὰς Πέτρος εἶπε πρὸς αὐτούς· ἄνδρες ἀδελφοί, ὑμεῖς ἐπίστασθε ὅτιἀφ᾿ ἡμερῶν ἀρχαίων ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν ἐξελέξατο διὰ τοῦ στόματός μου ἀκοῦσαι τὰ ἔθνη τὸν λόγον τοῦ εὐαγγελίου καὶ πιστεῦσαι. 8 καὶ ὁ καρδιογνώστης Θεὸς ἐμαρτύρησεν αὐτοῖς δοὺς αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καθὼς καὶ ἡμῖν, 9 καὶ οὐδὲν διέκρινε μεταξὺ ἡμῶν τε καὶ αὐτῶν τῇ πίστει καθαρίσας τὰς καρδίας αὐτῶν. 10 νῦν οὖν τί πειράζετε τὸν Θεόν, ἐπιθεῖναι ζυγὸν ἐπὶ τὸν τράχηλον τῶν μαθητῶν, ὃν οὔτε οἱ πατέρες ἡμῶν οὔτε ἡμεῖς ἰσχύσαμεν βαστάσαι; 11 ἀλλὰ διὰ τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ πιστεύομεν σωθῆναι καθ᾿ ὃν τρόπον κἀκεῖνοι. 12 Ἐσίγησε δὲ πᾶν τὸ πλῆθος καὶ ἤκουον Βαρνάβα καὶ Παύλου ἐξηγουμένων ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεὸς σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τοῖς ἔθνεσι δι᾿ αὐτῶν.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
5 Σηκώθηκαν ὅμως μερικοί ἀπό τή θρησκευτική παράταξη τῶν Φαρισαίων πού εἶχαν πιστέψει, καί ἔλεγαν ὅτι πρέπει νά περιτέμνουν τούς ἐθνικούς πού πιστεύουν καί νά ἀπαιτοῦν ἀπ’ αὐτούς νά τηροῦν ὅλο τό νόμο τοῦ Μωυσῆ, καί αὐτές ἀκόμη τίς τυπικές διατάξεις του. 6 Συναθροίσθηκαν λοιπόν οἱ ἀπόστολοι καί οἱ πρεσβύτεροι γιά νά ἐξετάσουν τήν ὑπόθεση αὐτή. 7 Κι ἀφοῦ ἔγινε πολλή συζήτηση, σηκώθηκε ὁ Πέτρος καί τούς εἶπε: Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐσεῖς γνωρίζετε ἀπό τό περιστατικό τοῦ Κορνηλίου ὅτι πρίν ἀπό πολύ καιρό, πρίν δώδεκα περίπου χρόνια, ὁ Θεός διάλεξε ἀνάμεσα ἀπ’ ὅλους ἐμᾶς τούς ἀποστόλους ἐμένα, προκειμένου ν’ ἀκούσουν μέ τό κήρυγμά μου οἱ ἐθνικοί τό λόγο τοῦ εὐαγγελίου καί νά πιστέψουν. 8 Καί ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, ἔκρινε ἀλάνθαστα κατά πόσο ἦταν εἰλικρινής ἡ μετάνοια καί ἡ πίστη τῶν ἐθνικῶν αὐτῶν. Καί ἔδωσε τή μαρτυρία του γιά χάρη τους, μέ τήν ὁποία βεβαίωνε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός προσφέρει καί σ’ αὐτούς τή σωτηρία. Κι ἔδωσε ὁ Θεός τή μαρτυρία του γι’ αὐτό, μεταδίδοντάς τους τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως τά ἔδωσε καί σέ μᾶς πού καταγόμαστε ἀπό τόν Ἰσραήλ. 9 Καί δέν ἔκανε καμία διάκριση ἀνάμεσα σέ μᾶς πού εἴμαστε περιτμημένοι καί σ’ αὐτούς πού εἶναι ἀπερίτμητοι· ἀλλά καθάρισε τίς καρδιές τους μόνο μέ τήν πίστη, χωρίς νά λάβουν περιτομή. 10 Τώρα λοιπόν, ὕστερα ἀπό μιά τέτοια μαρτυρία τοῦ Θεοῦ, γιατί προκαλεῖτε καί θέλετε νά βάλετε σέ δοκιμασία τόν Θεό, σάν νά μήν εἶχε ἐκφράσει σαφῶς τό θέλημά του; Καί γιατί ζητᾶτε νά ἀποσπάσετε ἀπ’ αὐτόν ἄλλη νεότερη καί πιό ἐκπληκτική ἐκδήλωση τοῦ θελήματός του; Ζητᾶτε νά ἀλλάξει γνώμη ὁ Θεός, γιά νά ἐπιβάλετε στόν τράχηλο τῶν μαθητῶν τό ζυγό τῆς τηρήσεως τοῦ νόμου καί ὅλων τῶν τελετῶν καί τῶν τυπικῶν διατάξεών του; Μά τόν ζυγό αὐτόν οὔτε οἱ προπάτορές μας οὔτε ἐμεῖς μπορέσαμε νά σηκώσουμε. 11 Ἀλλά πιστεύουμε ὅτι καί μεῖς οἱ Ἰουδαῖοι μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ θά σωθοῦμε, μέ τόν ἴδιο τρόπο πού θά σωθοῦν κι ἐκεῖνοι, δηλαδή οἱ ἐθνικοί. 12 Τότε σιώπησε ὅλο τό πλῆθος κι ἄρχισαν νά ἀκοῦν μέ προσοχή τόν Βαρνάβα καί τόν Παῦλο νά διηγοῦνται ὅσα ἀποδεικτικά καί καταπληκτικά θαύματα ἔκανε ὁ Θεός στούς ἐθνικούς διαμέσου αὐτῶν.