Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Παρ. ε΄ ἑβδ. Ἰωάννου (Ἰω. ι΄ 17 – 28):
17 Διὰ τοῦτο ὁ πατήρ με ἀγαπᾷ, ὅτι ἐγὼ τίθημι τὴν ψυχήν μου, ἵνα πάλιν λάβω αὐτήν. 18 οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ’ ἐμοῦ, ἀλλ’ ἐγὼ τίθημι αὐτὴν ἀπ’ ἐμαυτοῦ· ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι αὐτήν, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν· ταύτην τὴν ἐντολὴν ἔλαβον παρὰ τοῦ πατρός μου. 19 Σχίσμα οὖν πάλιν ἐγένετο ἐν τοῖς Ἰουδαίοις διὰ τοὺς λόγους τούτους. 20 ἔλεγον δὲ πολλοὶ ἐξ αὐτῶν· δαιμόνιον ἔχει καὶ μαίνεται· τί αὐτοῦ ἀκούετε; 21 ἄλλοι ἔλεγον· ταῦτα τὰ ρήματα οὐκ ἔστι δαιμονιζομένου· μὴ δαιμόνιον δύναται τυφλῶν ὀφθαλμοὺς ἀνοίγειν; 22 Ἐγένετο δὲ τὰ ἐγκαίνια ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις, καὶ χειμὼν ἦν· 23 καὶ περιεπάτει ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ ἐν τῇ στοᾷ τοῦ Σολομῶνος. 24 ἐκύκλωσαν οὖν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἔλεγον αὐτῷ· ἕως πότε τὴν ψυχὴν ἡμῶν αἴρεις; εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, εἰπὲ ἡμῖν παρρησίᾳ. 25 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· εἶπον ὑμῖν, καὶ οὐ πιστεύετε· τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός μου, ταῦτα μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ· 26 ἀλλ’ ὑμεῖς οὐ πιστεύετε· οὐ γάρ ἐστε ἐκ τῶν προβάτων τῶν ἐμῶν, καθὼς εἶπον ὑμῖν. 27 τὰ πρόβατα τὰ ἐμὰ τῆς φωνῆς μου ἀκούει, κἀγὼ γινώσκω αὐτά, καὶ ἀκολουθοῦσί μοι, 28 κἀγὼ ζωὴν αἰώνιον δίδωμι αὐτοῖς, καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ οὐχ ἁρπάσει τις αὐτὰ ἐκ τῆς χειρός μου.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
17 Γι’ αὐτό λοιπόν μέ ἀγαπᾶ ὁ Πατέρας μου, διότι ἐγώ μόνος μου καί χωρίς κανείς νά μέ ἀναγκάζει προσφέρω τή ζωή μου σέ θάνατο, γιά νά τήν ξαναπάρω πίσω. Κι ἔτσι νά ἐξακολουθήσω ὡς αἰώνιος ἀρχιερεύς καί μετά τήν Ἀνάστασή μου τό ἔργο τῆς καθοδηγήσεως τῶν προβάτων μου καί τῆς σωτηρίας τους μέ τή συνένωσή τους σέ μία ποίμνη καί σ’ ἕνα σῶμα. 18 Κανείς δέν ἔχει τή δύναμη νά πάρει τή ζωή μου καί νά μέ θανατώσει ἐάν δέν τό θελήσω ἐγώ. Ἀλλά ἐγώ ἀπό μόνος μου τήν παραδίδω. Ἔχω ἐξουσία νά προσφέρω τή ζωή μου, κι ἔχω ἐξουσία πάλι νά τήν πάρω πίσω. Αὐτή τήν ἐντολή πῆρα ἀπό τόν Πατέρα μου, νά θυσιάσω τή ζωή μου πάνω στό σταυρό καί νά τήν πάρω πάλι μέ τήν Ἀνάσταση. Ἔτσι θά ἀναδειχθῶ ὁ αἰώνιος ἀρχιερεύς καί μεσίτης γιά τή σωτηρία τῶν προβάτων μου. 19 Ὕστερα ἀπ’ αὐτά, ἐξαιτίας τῶν λόγων αὐτῶν πού διεκήρυξε ὁ Ἰησοῦς, διχάστηκαν καί πάλι οἱ Ἰουδαῖοι. 20 Πολλοί ἀπ’ αὐτούς ἔλεγαν: Γιά νά ἔχει τέτοια ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του, πρέπει νά ἔχει δαιμόνιο καί γι’ αὐτό παραλογίζεται. Γιατί τόν προσέχετε καί ἀκοῦτε αὐτά πού λέει; 21 Ἄλλοι ἔλεγαν: Αὐτά τά λόγια δέν εἶναι λόγια δαιμονισμένου. Κι ἔπειτα τά λόγια του συνοδεύονται ἀπό τίς ὑπερφυσικές θεραπεῖες πού κάνει καί τά θαύματά του. Μήπως μπορεῖ ἕνα δαιμόνιο νά ἀνοίγει μάτια τυφλῶν; 22 Ἦταν χειμώνας, γύρω στά μέσα τοῦ μηνός Δεκεμβρίου, καί στά Ἱεροσόλυμα γινόταν τότε ἡ ἑορτή τῶν ἐγκαινίων. 23 Ὁ Ἰησοῦς βάδιζε μέσα στόν ἱερό περίβολο τοῦ ναοῦ, στήν παλιά στοά, πού θεωροῦνταν ὅτι εἶχε κτισθεῖ ἀπό τόν Σολομώντα μαζί μέ τόν πρῶτο ναό, πού καταστράφηκε ἀπό τούς Βαβυλωνίους. 24 Στό πολυσύχναστο λοιπόν αὐτό μέρος τόν περικύκλωσαν οἱ Ἰουδαῖοι καί τοῦ εἶπαν: Ὥς πότε θά μᾶς κρατᾶς σέ ἀγωνία καί θά βάζεις σέ μεγάλη ἀπορία τίς ψυχές μας; Ἐάν ἐσύ εἶσαι ὁ Χριστός, πές το μας καθαρά. 25 Τούς ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς: Σᾶς τό εἶπα αὐτό πού μέ ρωτᾶτε, κι ὅμως ἐσεῖς δέν θέλετε νά τό πιστέψετε. Ἀλλά κι ἄν δέν σᾶς εἶχα πεῖ τίποτε γιά τό ποιός εἶμαι, τά ἔργα πού κάνω μέ τήν ἐντολή καί τήν ἐξουσιοδότηση τοῦ Πατέρα μου, αὐτά δίνουν μαρτυρία γιά μένα καί ἐπιβεβαιώνουν ὅτι εἶμαι ὁ Χριστός. 26 Ἐσεῖς ὅμως δέν πιστεύετε, διότι, ὅπως σᾶς εἶπα, ἔχετε κακή διάθεση καί γι’ αὐτό δέν εἶστε ἀπό ἐκείνους πού ὁ Πατέρας μου προόρισε νά γίνουν πρόβατά μου καί πιστοί μαθητές μου. 27 Τά πρόβατα τά δικά μου ἀκοῦν μέ καλή διάθεση καί πρόθυμη ὑπακοή τή φωνή μου καί τή διδασκαλία μου. Κι ἐγώ τά γνωρίζω ὡς δικά μου καί ἐνδιαφέρομαι καί πονῶ καί φροντίζω γι’ αὐτά. Ἀλλά κι ἐκεῖνα μέ γνωρίζουν καί μέ ἀκολουθοῦν ὑπακούοντας σ’ ὅλες τίς ἐντολές μου. 28 Κι ἐγώ, γιά νά ἀνταμείψω τήν ὑπακοή πού μοῦ δείχνουν, τούς δίνω αἰώνια ζωή, καί δέν θά χαθοῦν ποτέ στόν αἰώνα. Οὔτε λύκος, οὔτε κλέφτης, οὔτε κανένας ἄλλος κακοποιός δέν θά μπορέσει ποτέ νά τά ἀποσπάσει μέ τή βία καί νά τά ἁρπάξει ἀπό τό δυνατό καί προστατευτικό χέρι μου.