Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Πεμ. ε΄ ἑβδ. Ἰωάννου (Ἰω. θ΄ 39 – ι΄ 9):
39 Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· εἰς κρῖμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται. 40 καὶ ἤκουσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων ταῦτα οἱ ὄντες μετ’ αὐτοῦ, καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν; 41 εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· εἰ τυφλοὶ ἦτε, οὐκ ἂν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δὲ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει. Αμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ μὴ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας εἰς τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων, ἀλλὰ ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν, ἐκεῖνος κλέπτης ἐστὶ καὶ λῃστής· 2 ὁ δὲ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας ποιμήν ἐστι τῶν προβάτων. 3 τούτῳ ὁ θυρωρὸς ἀνοίγει, καὶ τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει, καὶ τὰ ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ’ ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτά. 4 καὶ ὅταν τὰ ἴδια πρόβατα ἐκβάλῃ, ἔμπροσθεν αὐτῶν πορεύεται, καὶ τὰ πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασι τὴν φωνὴν αὐτοῦ· 5 ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ’ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν. 6 Ταύτην τὴν παροιμίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐκεῖνοι δὲ οὐκ ἔγνωσαν τίνα ἦν ἃ ἐλάλει αὐτοῖς. 7 Εἶπεν οὖν πάλιν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι ἡ θύρα τῶν προβάτων. 8 πάντες ὅσοι ἦλθον πρὸ ἐμοῦ, κλέπται εἰσὶ καὶ λῃσταί· ἀλλ’ οὐκ ἤκουσαν αὐτῶν τὰ πρόβατα. 9 ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι’ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ, σωθήσεται, καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται, καὶ νομὴν εὑρήσει.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
39 Μετά λοιπόν ἀπό τήν πίστη αὐτή πού ἐκδήλωσε ὁ τυφλός πού θεραπεύθηκε, σέ ἀντίθεση μέ τήν ἀπιστία τῶν Ἰουδαίων, εἶπε ὁ Ἰησοῦς: Ἐγώ ἦλθα στόν κόσμο αὐτό γιά νά τόν φέρω σέ κρίση καί νά ξεχωρίσουν οἱ καλοπροαίρετοι ἀπό τούς διεστραμμένους. Κι αὐτή ἡ κρίση θά ἔχει τό ἑξῆς ἀποτέλεσμα: Ἐκεῖνοι πού θεωροῦνται ἀπό τούς νομομαθεῖς γραμματεῖς ὅτι εἶναι τυφλοί καί βυθισμένοι στό σκοτάδι τῆς ἄγνοιας καί τῆς πλάνης, αὐτοί θά δοῦν τό φῶς τῆς ἀλήθειας. Κι ἐκεῖνοι πού παρουσιάζονται ὡς γνῶστες τῶν Γραφῶν καί νομίζουν ἀλαζονικά ὅτι βλέπουν, θά καταντήσουν σέ πνευματική τύφλωση. 40 Τά ἄκουσαν αὐτά καί μερικοί Φαρισαῖοι πού ἦταν ἐκεῖ κοντά του καί τοῦ εἶπαν: Μήπως κι ἐμεῖς, οἱ ἀναγνωρισμένοι διδάσκαλοι τοῦ ἔθνους, εἴμαστε πνευματικά τυφλοί καί πρέπει νά γίνουμε μαθητές σου γιά νά ἀνοίξουν τά μάτια μας; 41 Τούς εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς: Ἐάν ἤσασταν τυφλοί καί δέν γνωρίζατε τήν Ἁγία Γραφή, δέν θά εἴχατε ἁμαρτία γιά τήν ἀπιστία πού δείχνετε σέ μένα· διότι ἡ ἀπιστία σας θά προερχόταν ἀπό ἄγνοια καί ὄχι ἀπό πονηρή καί διεστραμμένη διάθεση. Τώρα ὅμως ἰσχυρίζεσθε ὅτι γνωρίζετε καλά τό νόμο καί ὅτι βλέπετε χωρίς νά ἔχετε τήν ἀνάγκη νά σᾶς διδάξει καί νά σᾶς ὁδηγήσει κάποιος ἄλλος. Ἡ ἁμαρτία σας λοιπόν, ἀφοῦ εἶναι ἁμαρ-τία συνειδητή, παραμένει καί δέν συγχωρεῖται. Νομίζετε ὅτι εἶστε οἱ ἀναγνωρισμένοι ὁδηγοί καί διδάσκαλοι τοῦ Ἰσραήλ. Σᾶς διαβεβαιώνω ὅμως ἀληθινά ὅτι εἶστε ἐκμεταλλευτές τοῦ ποιμνίου καί κλέφτες τῶν προβάτων. Ἐκεῖνος πού δέν μπαίνει ἀπό τήν πόρτα στή μάνδρα, ὅπου φυλάγονται τά πρόβατα, ἀλλά ἀνεβαίνει ἀπό ἄλλο μέρος γιά νά πηδήσει μέσα κρυφά, ἐκεῖνος εἶναι κλέφτης καί ληστής. (Δηλαδή εἶναι κλέφτης καί ληστής ἐκεῖνος πού χωρίς νά κληθεῖ καί νά ἀνυψωθεῖ ἀπό τόν Θεό στό ἀξίωμα τοῦ ποιμένος καί ὁδηγοῦ τῶν προβάτων τοῦ Θεοῦ, ζητᾶ νά τό σφετερισθεῖ καί νά τό ἁρπάξει, ὅπως τό κάνατε ἐσεῖς οἱ Φαρισαῖοι καί οἱ γραμματεῖς. Διότι, ἐνῶ βλέπετε ἀπό τά θαύματά μου ὅτι εἶμαι ὁ ἀναγνωρισμένος ἀπό τόν Θεό ποιμένας, σφετερίζεσθε τά δικαιώματά μου καί τήν ἐξουσία μου). 2 Ἀντίθετα, ἐκεῖνος πού μπαίνει στή μάνδρα ὄχι λαθραῖα ἀλλά φανερά, ἀπό τήν πόρτα, εἶναι ποιμένας τῶν προβάτων. 3 Σ’ αὐτόν ὁ θυρωρός πού φυλάει τή μάνδρα ἀνοίγει τήν πόρτα, ἀλλά καί τά πρόβατα ἀκοῦν τή φωνή του καί τή γνωρίζουν. Κι αὐτός πάλι, γεμάτος ἐνδιαφέρον γιά τά πρόβατά του, φωνάζει τό καθένα μέ τ’ ὄνομά του καί τά βγάζει ἀπό τή μάνδρα γιά νά τά βοσκήσει. 4 Κι ὅταν βγάλει τά δικά του πρόβατα ἔξω ἀπό τή μάνδρα, στήν ὁποία μένουν καί ἄλλα ποίμνια μαζί, πηγαίνει μπροστά ἀπ’ αὐτά, καί τά πρόβατά του τόν ἀκολουθοῦν. Διότι γνωρίζουν τή φωνή του καί τό σφύριγμά του, μέ τό ὁποῖο τά φωνάζει. 5 Ἕναν ξένο ὅμως δέν θά τόν ἀκολουθήσουν ποτέ, ἀλλά θά φύγουν μακριά ἀπ’ αὐτόν, διότι δέν γνωρίζουν τή φωνή τῶν ξένων. Ἔτσι καί τά λογικά πρόβατά μου· θά μέ ἀναγνωρίσουν ὡς ποιμένα τους, θά ἀκούσουν τή διδασκαλία μου καί θά αἰσθανθοῦν τό ἐνδιαφέρον μου καί τή στοργή μου γι’ αὐτά. Καί δέν θά παρασυρθοῦν ἀπό τούς ἀπατεῶνες, οἱ ὁποῖοι θά προσπαθήσουν νά τά ἐξαπατήσουν καί νά τά ἀποσπάσουν ἀπό μένα. 6 Αὐτόν τόν ἀλληγορικό λόγο τούς εἶπε ὁ Ἰησοῦς. Ἐκεῖνοι ὅμως δέν κατάλαβαν ποιά σημασία εἶχαν αὐτά πού τούς ἔλεγε. 7 Ἀφοῦ λοιπόν δέν κατάλαβαν τή σημασία τῆς παραβολῆς αὐτῆς, τούς εἶπε πάλι ὁ Ἰησοῦς καθαρότερα καί σαφέστερα τά ἑξῆς: Ἀληθινά, ἀληθινά σᾶς λέω ὅτι ἐγώ εἶμαι ἡ πόρτα ἀπό τήν ὁποία τά πρόβατα μπαίνουν στή μάνδρα γιά νά ἀσφαλισθοῦν, καί βγαίνουν γιά νά βοσκήσουν. 8 Ὅλοι ὅσοι ἦλθαν τά τελευταῖα αὐτά χρόνια, προτοῦ νά ἔλθω ἐγώ, καί πῆραν μόνοι τους τό ἀξίωμα τοῦ ὁδηγοῦ τῶν προβάτων, εἶναι κλέφτες καί ληστές, διότι ἐπιδίωξαν νά ἐκμεταλλευθοῦν καί νά ἐξολοθρεύσουν τά πρόβατα. Ἀλλά τά πρόβατα δέν τούς ἄκουσαν. 9 Ἐγώ εἶμαι ἡ θύρα. Ἀπ’ αὐτή καί μόνο ἐάν μπεῖ κανείς ἑνωμένος μαζί μου, θά σωθεῖ· καί θά εἰσέλθει ὅπως τό πρόβατο στή μάνδρα γιά νά ἀναπαυθεῖ καί νά ἀσφαλισθεῖ κατά τή διάρκεια τῆς νύχτας· καί θά βγεῖ τό πρωί ἀπό τή μάνδρα γιά νά βοσκήσει, καί θά βρεῖ τροφή. Κάθε ψυχή δηλαδή, μόνο ὅταν εἶναι ἑνωμένη μαζί μου, θά ἀσφαλισθεῖ ἀπό κάθε πνευματικό κίνδυνο, θά τραφεῖ ἄφθονα μέ τή σωτηριώδη ἀλήθεια καί θά κατακτήσει τήν αἰώνια ζωή.