ΔΕΥΤΕΡΑ 6 ΙΟΥΝΙΟΥ

Ἀπόστολος: Δευτ. στ΄ ἑβδ. Πράξ. (Πρξ.  ιζ΄ 1 – 9):

Διοδεύσαντες δὲ τὴν Ἀμφίπολιν καὶ Ἀπολ­λωνίαν ἦλθον εἰς Θεσσαλονίκην, ὅπου ἦν ἡ συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων. 2 κατὰ δὲ τὸ εἰωθὸς τῷ Παύλῳ εἰσῆλθε πρὸς αὐ­τούς, καὶ ἐπὶ σάββατα τρία διελέγετο αὐτοῖς ἀπὸ τῶν γραφῶν, 3 διανοίγων καὶ παρατιθέμενος ὅτι τὸν Χριστὸν ἔδει παθεῖν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν, καὶ ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός, Ἰησοῦς ὃν ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν. 4 καί τινες ἐξ αὐτῶν ἐπεί­σθησαν καὶ προσεκληρώθησαν τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, τῶν τε σεβομένων Ἑλλήνων πολὺ πλῆθος, γυ­ναι­κῶν τε τῶν πρώτων οὐκ ὀλίγαι. 5 Προσλαβόμενοι δὲ οἱ ἀπειθοῦντες Ἰουδαῖοι τῶν ἀγοραίων τινὰς ἄνδρας πονη­ροὺς καὶ ὀχλο­ποιή­σαντες ἐθορύβουν τὴν πόλιν, ἐπιστάντες τε τῇ οἰκίᾳ Ἰάσονος ἐζήτουν αὐτοὺς ἀγα­γεῖν εἰς τὸν δῆ­μον· 6 μὴ εὑρόντες δὲ αὐτοὺς ἔσυρον τὸν Ἰάσονα καί τινας ἀδελφοὺς ἐπὶ τοὺς πολι­τάρχας, βοῶντες ὅτι οἱ τὴν οἰκουμένην ἀναστα­τώ­σα­ντες οὗτοι καὶ ἐνθάδε πά­ρεισιν, 7 οὓς ὑποδέδεκται Ἰάσων· καὶ οὗτοι πάντες ἀπέναντι τῶν δογμάτων Καίσαρος πράσ­­σουσι, βασιλέα ἕτερον λέγοντες εἶναι, Ἰησοῦν. 8 ἐτάραξαν δὲ τὸν ὄχλον καὶ τοὺς πολιτάρχας ἀκούοντας ταῦτα, 9 καὶ λαβόντες τὸ ἱκανὸν παρὰ τοῦ Ἰάσονος καὶ τῶν λοιπῶν ἀπέλυσαν αὐτούς.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

Αφοῦ πέρασαν ἀπ’ τήν Ἀμφίπολη, ἡ ὁποία βρισκόταν βόρεια τῶν ἐκβολῶν τοῦ Στρυμόνα καί πάνω στήν ἀριστερή ὄχθη του, καθώς καί ἀπ’ τήν Ἀπολ­λω­νία, ἡ ὁποία εἶχε κτισθεῖ κοντά στή λίμνη Βόλβη, ἦλθαν στή Θεσσαλονίκη, ὅπου ὑπῆρχε συναγωγή τῶν Ἰουδαίων. 2 Κι ὅπως συνήθιζε ὁ Παῦλος, μπῆκε στή συναγωγή τους αὐτή καί ἐπί τρεῖς ἑβδομάδες συζητοῦσε μαζί τους, παίρνοντας τά θέματα καί τά ἐπιχειρήματα τῶν συ­­ζη­τήσεών του ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. 3 Καί καθώς τήν ἑρμήνευε, παρέθετε ἀπό αὐ­τήν χωρία γιά νά ἀποδείξει ὅτι ὁ Χριστός, σύμφωνα μέ ὅσα εἶχαν προφητευθεῖ, ἔπρεπε νά πάθει καί νά ἀνα­στη­θεῖ ἀπό τούς νεκρούς. «Αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ Ἰη­σοῦς, αὐτός πού ἐγώ σᾶς κηρύττω», τούς ἔλεγε ὁ Παῦ­λος. 4 Μερικοί ἀπ’ αὐτούς πείσθηκαν κι ἔγιναν μαθητές τοῦ Παύλου καί τοῦ Σίλα, καθώς τούς χάρισε ὁ Θεός στούς δύο ἀπο­­στόλους ὡς πνευματική κληρονομιά. Κι ἀπό τούς Ἕλληνες πού ἦταν προσήλυτοι καί σέβονταν τόν ἀλη­θι­νό Θεό, πολύ πλῆθος πείσθηκε. Ἐπίσης πείσθηκαν ὄχι καί λίγες ἀπό τίς γυ­­­­­­ναῖ­­­κες τῆς ἀνώτερης τάξης. 5 Ἀλλά οἱ Ἰουδαῖοι πού ἐπέμεναν στήν ἀπιστία τους, γέμισαν φθόνο καί ἐξοργίσθηκαν μέ τίς ἐπιτυχίες τῶν ἀπο­­στό­λων. Πῆραν λοιπόν μαζί τους μερικούς πο­νη­­­ρούς ἀν­θρώπους ἀπό ἐκείνους πού γυρίζουν ἀρ­γό­­­­­σχολοι στήν ἀγορά, ξεσήκωσαν ὄχλο καί ἄρχισαν νά δη­­μι­ουρ­­­­­­γοῦν ἀνα­στά­­τωση καί ταραχές στήν πόλη. Στά­­θη­­καν μπροστά στό σπίτι τοῦ Ἰάσονα, πού φιλο­­ξε­νοῦ­­­­σε τόν Παῦ­­­­­λο καί τόν Σίλα, καί τούς ἀνα­ζη­τοῦ­σαν, γιά νά τούς φέρουν στή συ­νέλευση τῶν πο­λι­τῶν τῆς Θεσ­σα­­­­λο­νίκης. 6 Ἐπειδή ὅμως δέν τούς βρῆκαν ἐκεῖ, ἄρχισαν νά τρα­­­­βοῦν βίαια τόν Ἰάσονα καί μερικούς Χριστιανούς ἀδελ­φούς γιά νά τούς φέρουν μπροστά στούς ἄρχοντες τῆς πό­­λεως, καί συγχρόνως κραύγαζαν: Αὐτοί πού ἀ­να­στά­τω­σαν τήν οἰκουμένη, ἦλθαν κι ἐδῶ γιά νά ἀνα­στα­τώ­σουν καί τήν πόλη μας. 7 Tούς ἀνθρώπους αὐτούς τούς ἔχει ὑποδεχθεῖ ὁ Ἰάσονας καί τούς φι­λο­ξενεῖ στό σπίτι του. Ὅλοι αὐτοί ἐνερ­γοῦν ἀντίθετα με τούς νόμους καί τά θεσπίσματα τοῦ Καί­­­σα­ρα πού διασφαλίζουν ἀπαραβίαστο τό πρόσωπό του· καί λένε ὅτι ἄλλος εἶναι ὁ πραγματικός βασιλιάς, κά­­ποι­ος Ἰησοῦς. 8 Μέ τίς φωνές τους αὐτές καί τό θόρυβο οἱ Ἰουδαῖοι προ­κάλεσαν ἀναστάτωση στό λαό καί στούς πολιτάρχες, πού τά ἄκουγαν αὐτά. 9 Ἔπειτα ἀπ’ αὐτά καί οἱ πολιτάρχες, ἀφοῦ πῆραν ἀπό τόν Ἰάσονα καί τούς ἄλλους ἱκανοποιητική χρημα­τι­κή ἐγγύηση γιά νά δεσμευθοῦν ὅτι θά ἀνάγκαζαν τόν Παῦλο καί τόν Σίλα νά ἐγκαταλείψουν τή Θεσσαλονίκη, τούς ἄφησαν ἐλεύθερους.