Ἀπόστολος: Δευτ. στ΄ ἑβδ. Πράξ. (Πρξ. ιζ΄ 1 – 9):
Διοδεύσαντες δὲ τὴν Ἀμφίπολιν καὶ Ἀπολλωνίαν ἦλθον εἰς Θεσσαλονίκην, ὅπου ἦν ἡ συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων. 2 κατὰ δὲ τὸ εἰωθὸς τῷ Παύλῳ εἰσῆλθε πρὸς αὐτούς, καὶ ἐπὶ σάββατα τρία διελέγετο αὐτοῖς ἀπὸ τῶν γραφῶν, 3 διανοίγων καὶ παρατιθέμενος ὅτι τὸν Χριστὸν ἔδει παθεῖν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν, καὶ ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός, Ἰησοῦς ὃν ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν. 4 καί τινες ἐξ αὐτῶν ἐπείσθησαν καὶ προσεκληρώθησαν τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, τῶν τε σεβομένων Ἑλλήνων πολὺ πλῆθος, γυναικῶν τε τῶν πρώτων οὐκ ὀλίγαι. 5 Προσλαβόμενοι δὲ οἱ ἀπειθοῦντες Ἰουδαῖοι τῶν ἀγοραίων τινὰς ἄνδρας πονηροὺς καὶ ὀχλοποιήσαντες ἐθορύβουν τὴν πόλιν, ἐπιστάντες τε τῇ οἰκίᾳ Ἰάσονος ἐζήτουν αὐτοὺς ἀγαγεῖν εἰς τὸν δῆμον· 6 μὴ εὑρόντες δὲ αὐτοὺς ἔσυρον τὸν Ἰάσονα καί τινας ἀδελφοὺς ἐπὶ τοὺς πολιτάρχας, βοῶντες ὅτι οἱ τὴν οἰκουμένην ἀναστατώσαντες οὗτοι καὶ ἐνθάδε πάρεισιν, 7 οὓς ὑποδέδεκται Ἰάσων· καὶ οὗτοι πάντες ἀπέναντι τῶν δογμάτων Καίσαρος πράσσουσι, βασιλέα ἕτερον λέγοντες εἶναι, Ἰησοῦν. 8 ἐτάραξαν δὲ τὸν ὄχλον καὶ τοὺς πολιτάρχας ἀκούοντας ταῦτα, 9 καὶ λαβόντες τὸ ἱκανὸν παρὰ τοῦ Ἰάσονος καὶ τῶν λοιπῶν ἀπέλυσαν αὐτούς.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
Αφοῦ πέρασαν ἀπ’ τήν Ἀμφίπολη, ἡ ὁποία βρισκόταν βόρεια τῶν ἐκβολῶν τοῦ Στρυμόνα καί πάνω στήν ἀριστερή ὄχθη του, καθώς καί ἀπ’ τήν Ἀπολλωνία, ἡ ὁποία εἶχε κτισθεῖ κοντά στή λίμνη Βόλβη, ἦλθαν στή Θεσσαλονίκη, ὅπου ὑπῆρχε συναγωγή τῶν Ἰουδαίων. 2 Κι ὅπως συνήθιζε ὁ Παῦλος, μπῆκε στή συναγωγή τους αὐτή καί ἐπί τρεῖς ἑβδομάδες συζητοῦσε μαζί τους, παίρνοντας τά θέματα καί τά ἐπιχειρήματα τῶν συζητήσεών του ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. 3 Καί καθώς τήν ἑρμήνευε, παρέθετε ἀπό αὐτήν χωρία γιά νά ἀποδείξει ὅτι ὁ Χριστός, σύμφωνα μέ ὅσα εἶχαν προφητευθεῖ, ἔπρεπε νά πάθει καί νά ἀναστηθεῖ ἀπό τούς νεκρούς. «Αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ Ἰησοῦς, αὐτός πού ἐγώ σᾶς κηρύττω», τούς ἔλεγε ὁ Παῦλος. 4 Μερικοί ἀπ’ αὐτούς πείσθηκαν κι ἔγιναν μαθητές τοῦ Παύλου καί τοῦ Σίλα, καθώς τούς χάρισε ὁ Θεός στούς δύο ἀποστόλους ὡς πνευματική κληρονομιά. Κι ἀπό τούς Ἕλληνες πού ἦταν προσήλυτοι καί σέβονταν τόν ἀληθινό Θεό, πολύ πλῆθος πείσθηκε. Ἐπίσης πείσθηκαν ὄχι καί λίγες ἀπό τίς γυναῖκες τῆς ἀνώτερης τάξης. 5 Ἀλλά οἱ Ἰουδαῖοι πού ἐπέμεναν στήν ἀπιστία τους, γέμισαν φθόνο καί ἐξοργίσθηκαν μέ τίς ἐπιτυχίες τῶν ἀποστόλων. Πῆραν λοιπόν μαζί τους μερικούς πονηρούς ἀνθρώπους ἀπό ἐκείνους πού γυρίζουν ἀργόσχολοι στήν ἀγορά, ξεσήκωσαν ὄχλο καί ἄρχισαν νά δημιουργοῦν ἀναστάτωση καί ταραχές στήν πόλη. Στάθηκαν μπροστά στό σπίτι τοῦ Ἰάσονα, πού φιλοξενοῦσε τόν Παῦλο καί τόν Σίλα, καί τούς ἀναζητοῦσαν, γιά νά τούς φέρουν στή συνέλευση τῶν πολιτῶν τῆς Θεσσαλονίκης. 6 Ἐπειδή ὅμως δέν τούς βρῆκαν ἐκεῖ, ἄρχισαν νά τραβοῦν βίαια τόν Ἰάσονα καί μερικούς Χριστιανούς ἀδελφούς γιά νά τούς φέρουν μπροστά στούς ἄρχοντες τῆς πόλεως, καί συγχρόνως κραύγαζαν: Αὐτοί πού ἀναστάτωσαν τήν οἰκουμένη, ἦλθαν κι ἐδῶ γιά νά ἀναστατώσουν καί τήν πόλη μας. 7 Tούς ἀνθρώπους αὐτούς τούς ἔχει ὑποδεχθεῖ ὁ Ἰάσονας καί τούς φιλοξενεῖ στό σπίτι του. Ὅλοι αὐτοί ἐνεργοῦν ἀντίθετα με τούς νόμους καί τά θεσπίσματα τοῦ Καίσαρα πού διασφαλίζουν ἀπαραβίαστο τό πρόσωπό του· καί λένε ὅτι ἄλλος εἶναι ὁ πραγματικός βασιλιάς, κάποιος Ἰησοῦς. 8 Μέ τίς φωνές τους αὐτές καί τό θόρυβο οἱ Ἰουδαῖοι προκάλεσαν ἀναστάτωση στό λαό καί στούς πολιτάρχες, πού τά ἄκουγαν αὐτά. 9 Ἔπειτα ἀπ’ αὐτά καί οἱ πολιτάρχες, ἀφοῦ πῆραν ἀπό τόν Ἰάσονα καί τούς ἄλλους ἱκανοποιητική χρηματική ἐγγύηση γιά νά δεσμευθοῦν ὅτι θά ἀνάγκαζαν τόν Παῦλο καί τόν Σίλα νά ἐγκαταλείψουν τή Θεσσαλονίκη, τούς ἄφησαν ἐλεύθερους.