«Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα;…»

   Ὅταν ὁ θεῖος Διδάσκαλος ἐξεφώνησε τὴ σπουδαιότατη ὁμιλία Του περὶ θείας Κοινωνίας, ποὺ διασώζεται στὸ ς΄ κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ἰωάννην ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς ἀκροατές Του εἶπαν: «Σκληρός ἐστιν οὗτος ὁ λόγος· τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν;» (Ἰω. ς΄ 60). Τοὺς φάνηκε παράδοξος ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ποὺ τοὺς ἔλεγε: «Ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς» (Ἰω. ς΄ 53). Δηλαδή, εἶπαν, μᾶς ἐπιτάσσει νὰ τρῶμε σάρκα καὶ νὰ πίνουμε αἷμα; Ἀπὸ τὸν ἀσυνήθιστο αὐτὸ λόγο τοῦ Κυρίου ὁρισμένοι σκανδαλίστηκαν καὶ ἀπεχώρησαν. Οἱ ἀκροατὲς αὐτοὶ δὲν ἦταν ἀπὸ τὸν στενότερο κύκλο τῶν δώδεκα καὶ τῶν ἑβδομήκοντα. Οὔτε πνεῦμα μαθητείας εἶχαν νὰ ρωτήσουν τί ἐννοοῦσε ὁ θεῖος Διδάσκαλος. Μᾶλλον τοὺς διέκρινε ἐπιπολαιότητα καὶ πεποίθηση στὴν κρίση τους.
   Κατόπιν ὁ Κύριος ἀπευθύνθηκε καὶ στοὺς δώδεκα μαθητές Του καὶ τοὺς εἶπε: Μήπως θέλετε καὶ σεῖς νὰ φύγετε; Ὅταν ἄρχιζε τὴ δημόσια δράση Του, τοὺς ἀπηύθυνε προσωπικὴ πρόσκληση λέγοντας: «Δεῦτε ὀπίσω μου» (Ματθ. δ΄ 19), ἢ στὸ Ματθαῖο· «ἀκολούθει μοι» (Ματθ. θ΄ 9). Τώρα ποὺ Τὸν γνώρισαν καλύτερα, ποὺ ἄκουσαν τόσες ὑψηλὲς διδασκαλίες Του, ποὺ εἶδαν τόσα θαύματά Του, ποὺ ἀπήλαυσαν τόσες εὐεργεσίες Του, τοὺς λέει: «Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;» (Ἰω. ς΄ 67). Δὲν σᾶς ὑποχρεώνω νὰ μὲ ἀκολουθεῖτε χωρὶς τὴ θέλησή σας. Ἂν θέλετε νὰ ἀναχωρήσετε, εἶστε ἐλεύθεροι νὰ τὸ κάνετε.
   Τότε ὁ Πέτρος ἐκ μέρους ὅλων Τοῦ ἀπάντησε: «Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα; ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις». Σὲ ποιὸν ἄλλον διδάσκαλο νὰ πᾶμε, Κύριε; Ἐσὺ ἔχεις λόγια ποὺ μεταδίδουν ζωὴ αἰώνια. Ἐμεῖς οἱ δώδεκα ἔχουμε πιστέψει κι ἔχουμε γνωρίσει μὲ τὴν προσωπική μας πείρα ὅτι Ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστός, «ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ἰω. ς΄ 68-69).
   Ἡ ἀπάντηση τοῦ Πέτρου φανερώνει ὅτι ὁ Διδάσκαλός τους ἦταν γι᾿ αὐτοὺς «τιμιώτερος παντὸς ἄλλου», ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ἀσκοῦσε τόση ἕλξη στὴν ψυχή τους, ποὺ δὲν ἤθελαν νὰ φύγουν ἀπὸ κοντά Του. Κύριε, ποιὸς θὰ μᾶς «μυσταγωγήσει τὰ παραπλήσια;»· «καὶ τίνι προσελθόντες τὸ κρεῖτ­τον εὑρήσομεν;», σημειώνει καὶ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας (PG 73, 613). Ποιὸς θὰ μᾶς μυσταγωγήσει σὲ τόσο μεγάλες ἀλήθειες; Σὲ ποιὸν ἄλλον θὰ πᾶμε, γιὰ νὰ βροῦμε κάτι καλύτερο; Νὰ πᾶμε στοὺς γραμματεῖς καὶ τοὺς Φαρισαίους; στοὺς θύραθεν φιλοσόφους; στὸν κόσμο; στὴν ἁμαρτία; Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μαζί Σου. Διότι Ἐσὺ εἶσαι «ὁ Διδάσκαλος ὅλων τῶν διδασκάλων, μᾶλλον δὲ ὁ Ἕνας καὶ μόνος Διδάσκαλος». Δὲν εἶσαι ψευδοσωτήρας, ἀλλὰ ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Λυτρωτής. Εἶσαι ὁ Χριστός, «ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος».
   Σὲ ἄλλη περίσταση, μετὰ τὴν Πεντηκοστή, ὁ ἀπόστολος Πέτρος πρόσθεσε: «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία» (Πράξ. δ΄ 12). Δὲν εἶναι δυνατὸν μὲ καν­έναν ἄλλον νὰ ἀποκτήσουμε τὴ σωτηρία ποὺ μᾶς ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. Κανεὶς ἄλλος δὲν σώζει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, παρὰ μόνο ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Ἂν Τὸν ἐγκαταλείψουμε καὶ φύγουμε, εἶναι σὰν νὰ ἐγκαταλείπουμε τὴ σωτηρία μας.
   Πράγματι· ὁ Χριστὸς χαρίζει τὰ πάντα. Τὸ πολύ, τὸ ζωντανὸ καὶ ἀτέλειωτο ποὺ βρίσκουμε κοντὰ στὸ Χριστό, δὲν τὸ βρίσκουμε πουθενὰ ἀλλοῦ. Τὸν ἀκοῦν οἱ θλιμμένοι καὶ παρηγοροῦνται, οἱ ψυχροὶ καὶ θερμαίνονται, οἱ πλανεμένοι καὶ σώζονται, οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ μετανοοῦν, οἱ πνευματικὰ νεκροὶ καὶ ἀφυπνίζονται, οἱ πιστοὶ καὶ ἁγιάζονται!
   Ἐμεῖς ἆραγε ἔχουμε προσωπικὴ ἐμ­πειρία γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ παρόμοια μὲ τὴν ἐμπειρία ποὺ εἶχαν ὁ ἀπόστολος Πέτρος καὶ οἱ λοιποὶ Ἀπόστολοι; Τὸν ἀναγνωρίζουμε Κύριο καὶ Θεό μας, Σωτήρα καὶ Λυτρωτή μας, μοναδικὸ καὶ ἀπαράμιλλο Διδάσκαλό μας; Αἰσθανόμαστε τὴν παρουσία Του καὶ τὴν ἐπίδρασή Του στὴ ζωή μας; Τὸν δοξολογοῦμε γιὰ τὴ σωτηρία ποὺ μᾶς χάρισε; Τρέχουμε σὰν διψασμένα ἐλάφια νʼ ἀ­κούσουμε τὸν θεῖο λόγο Του, ποὺ ἔχει ζωὴ καὶ μεταδίδει ζωή;
   Ἂν ἔχουμε αὐτὴ τὴ θερμὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Κύριο διὰ τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἀπομένει παρὰ νὰ ὁμολογοῦμε τὴ σωτήρια ὁμολογία μας, ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι «ὁ Κύριός μας καὶ ὁ Θεός μας». Θὰ βεβαιώνουμε τότε ὅτι «ὅλα κον­τά Του ἐμεῖς τὰ βρήκαμε». Καὶ θὰ ἐ­παναλαμβάνουμε τὸν λόγο τοῦ ἀπο­στό­­λου Πέτρου: «Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευ­σό­μεθα; ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις»!