Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Τετ. στ΄ ἑβδ. Ἰωάννου (Ἰω. ιβ΄ 36 – 47):
36 Ἕως τὸ φῶς ἔχετε, πιστεύετε εἰς τὸ φῶς, ἵνα υἱοὶ φωτὸς γένησθε. Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἀπελθὼν ἐκρύβη ἀπ’ αὐτῶν. 37 Τοσαῦτα δὲ αὐτοῦ σημεῖα πεποιηκότος ἔμπροσθεν αὐτῶν οὐκ ἐπίστευον εἰς αὐτόν, 38 ἵνα ὁ λόγος Ἡσαΐου τοῦ προφήτου πληρωθῇ ὃν εἶπε· Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν; καὶ ὁ βραχίων Κυρίου τίνι ἀπεκαλύφθη; 39 διὰ τοῦτο οὐκ ἠδύναντο πιστεύειν, ὅτι πάλιν εἶπεν Ἡσαΐας· 40 τετύφλωκεν αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ πεπώρωκεν αὐτῶν τὴν καρδίαν, ἵνα μὴ ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ νοήσωσι τῇ καρδίᾳ καὶ ἐπιστραφῶσι, καὶ ἰάσομαι αὐτούς. 41 ταῦτα εἶπεν Ἡσαΐας ὅτε εἶδε τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ ἐλάλησε περὶ αὐτοῦ. 42 ὅμως μέντοι καὶ ἐκ τῶν ἀρχόντων πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν, ἀλλὰ διὰ τοὺς Φαρισαίους οὐχ ὡμολόγουν, ἵνα μὴ ἀποσυνάγωγοι γένωνται· 43 ἠγάπησαν γὰρ τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ἤπερ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. 44 Ἰησοῦς δὲ ἔκραξε καὶ εἶπεν· ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ πιστεύει εἰς ἐμέ, ἀλλ’ εἰς τὸν πέμψαντά με, 45 καὶ ὁ θεωρῶν ἐμὲ θεωρεῖ τὸν πέμψαντά με. 46 ἐγὼ φῶς εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυθα, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἐν τῇ σκοτίᾳ μὴ μείνῃ. 47 καὶ ἐάν τίς μου ἀκούσῃ τῶν ρημάτων καὶ μὴ πιστεύσῃ, ἐγὼ οὐ κρίνω αὐτόν· οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σώσω τὸν κόσμον.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
36 Ὅσο ἀκόμη ἔχετε ἀνάμεσά σας ἐμένα, πού εἶμαι τό φῶς, πιστεύετε στό φῶς καί ἀναγνωρίστε ὅτι ἐγώ εἶμαι τό φῶς, γιά νά γίνετε παιδιά τοῦ φωτός, ὁλόκληροι φωτισμένοι ἀπό τό φῶς τῆς ἀλήθειας καί τῆς ἁγιότητος. Αὐτά εἶπε ὁ Ἰησοῦς, καί ἀφοῦ ἀναχώρησε ἀπό τό ἱερό καί τά Ἱεροσόλυμα, κρύφτηκε ἀπ’ αὐτούς, γιά νά μήν ἐρεθίζονται περισσότερο ἀπό τήν παρουσία του. 37 Παρόλο λοιπόν πού ὁ Ἰησοῦς εἶχε κάνει τόσο πολλά θαύματα μπροστά στά μάτια τους, αὐτοί ἐπέμεναν νά μήν πιστεύουν σ’ αὐτόν. 38 Ἔτσι πραγματοποιήθηκε καί ἐπαληθεύθηκε ὁ λόγος τοῦ προφήτη Ἡσαΐα, πού εἶπε: Κύριε, ποιός πίστεψε στό κήρυγμα πού ἀκούγεται ἀπό τό στόμα μας; Καί ἡ δύναμη τοῦ Κυρίου, πού ἐργάστηκε τά θαύματα αὐτά τοῦ Χριστοῦ, σέ ποιόν φανερώθηκε; Σέ ἐλάχιστους μόνο. 39 Ἐξαιτίας τῆς δυστροπίας τους αὐτῆς δέν μποροῦσαν νά πιστέψουν. Αὐτή τή δυστροπία τους μάλιστα τήν εἶχε προΐδει ὁ Θεός καί τήν προφήτευσε ὁ Ἡσαΐας. Καί τώρα εἶχε ἔλθει ἡ ὥρα νά ἐκπληρωθεῖ ἡ προφητεία αὐτή. Γι’ αὐτό εἶπε πάλι ὁ Ἡσαΐας: 40 Ἐξαιτίας τῆς κακῆς τους διαθέσεως παραχώρησε ὁ Θεός νά τυφλωθοῦν τά μάτια τῆς διανοίας τους καί νά σκοτισθεῖ ἡ καρδιά τους, ἀφοῦ ἀρνοῦνται νά δοῦν μέ τά πνευματικά τους μάτια καί νά κατανοήσουν μέ τήν καρδιά τους καί νά ἐπιστρέψουν σέ μένα μετανοημένοι, ὁπότε καί θά θεραπεύσω τίς ψυχές τους. 41 Αὐτά εἶπε ὁ Ἡσαΐας, ὅταν μέ ἀποκαλυπτική ὀπτασία εἶδε τή δόξα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού καθόταν πρίν ἀπό τήν ἐνανθρώπησή του σέ θρόνο ὑψηλό, καί μίλησε στή συνέχεια γι’ αὐτά πού εἶδε. 42 Παρόλα αὐτά, καί ἀπό τούς ἄρχοντες πολλοί πίστεψαν σ’ αὐτόν. Ἐξαιτίας ὅμως τῶν Φαρισαίων δέν ὁμολογοῦσαν φανερά τήν πίστη τους, γιά νά μήν ἀφορισθοῦν καί διωχθοῦν ἀπό τή συναγωγή. 43 Ὁ ἀφορισμός αὐτός τούς φόβιζε· διότι ἀγάπησαν τήν τιμή καί τήν ἐπιδοκιμασία τῶν ἀνθρώπων πολύ περισσότερο ἀπό τή δόξα καί τήν ἐπιδοκιμασία τοῦ Θεοῦ. 44 Ὁ Ἰησοῦς λοιπόν φώναξε δυνατά, γιά νά ἀκούσουν ὅλοι, καί εἶπε: Γιατί φοβάστε νά ὁμολογήσετε ὅτι πιστεύ-ετε σέ μένα; Μάθετε ὅτι ἐκεῖνος πού πιστεύει σέ μένα, δέν πιστεύει σέ μένα ἀλλά στό Θεό πού μέ ἔστειλε. 45 Κι ἐκεῖνος πού μέ τά πνευματικά του μάτια, τά ὁποῖα ἀνοίγει καί φωτίζει ἡ πίστη, βλέπει ἐμένα, βλέπει τόν Πατέρα μου πού μέ ἀπέστειλε στόν κόσμο. 46 Ἐγώ ἦλθα στόν κόσμο ὡς φῶς πνευματικό γιά νά τόν φωτίζω, ἔτσι ὥστε νά μή μείνει στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καί τῆς πλάνης κανείς ἀπό ἐκείνους πού πιστεύουν σέ μένα. 47 Κι ἄν κανείς ἀκούσει τά λόγια μου καί δέν τά πιστέψει ὥστε νά τά ἐγκολπωθεῖ καί νά τά ἐφαρμόσει στή ζωή του, ἐγώ δέν τόν καταδικάζω ἀπό τώρα, οὔτε θά εἶμαι ἐγώ ὁ κύριος αἴτιος τῆς καταδίκης του. Διότι δέν ἦλθα γιά νά κατακρίνω τόν κόσμο, ἀλλά γιά νά σώσω τόν κόσμο.