ΔΕΥΤΕΡΑ 13 ΙΟΥΝΙΟΥ

Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Δευτ. ζ΄ ἑβδ. Ἰωάννου (Ἰω. ιδ΄ 27 – ιε΄ 7):

27 Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν. μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία μηδὲ δειλιάτω. 28 ἠκούσατε ὅτι ἐγὼ εἶπον ὑμῖν, ὑπάγω καὶ ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς. εἰ ἠγαπᾶτέ με, ἐχάρητε ἂν ὅτι εἶπον, πορεύομαι πρὸς τὸν πατέρα· ὅτι ὁ πατήρ μου μείζων μού ἐστι· 29 καὶ νῦν εἴρηκα ὑμῖν πρὶν γενέσθαι, ἵνα ὅταν γένηται πιστεύσητε. 30 οὐκέτι πολλὰ λαλήσω μεθ’ ὑμῶν· ἔρχεται γὰρ ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων, καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδέν· 31 ἀλλ’ ἵνα γνῷ ὁ κόσμος ὅτι ἀγαπῶ τὸν πατέρα, καὶ καθὼς ἐνετείλατό μοι ὁ πατήρ, οὕτω ποιῶ. ἐγείρεσθε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν. Εγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή, καὶ ὁ πατήρ μου ὁ γεωργός ἐστι. 2 πᾶν κλῆμα ἐν ἐμοὶ μὴ φέρον καρπόν, αἴρει αὐτό, καὶ πᾶν τὸ καρπὸν φέρον, καθαίρει αὐτό, ἵνα πλείονα καρπὸν φέρῃ. 3 ἤδη ὑμεῖς καθαροί ἐστε διὰ τὸν λόγον ὃν λελάληκα ὑμῖν. 4 μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγὼ ἐν ὑμῖν. καθὼς τὸ κλῆμα οὐ δύναται καρπὸν φέρειν ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἐὰν μὴ μείνῃ ἐν τῇ ἀμπέλῳ, οὕτως οὐδὲ ὑμεῖς, ἐὰν μὴ ἐν ἐμοὶ μείνητε. 5 ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα. ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπὸν πολύν, ὅτι χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν. 6 ἐὰν μή τις μείνῃ ἐν ἐμοί, ἐβλήθη ἔξω ὡς τὸ κλῆμα καὶ ἐξηράνθη, καὶ συνάγουσιν αὐτὰ καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλουσι, καὶ καίεται. 7 ἐὰν μείνητε ἐν ἐμοὶ καὶ τὰ ρήματά μου ἐν ὑμῖν μείνῃ, ὃ ἐὰν θέλητε αἰτήσασθε, καὶ γενήσεται ὑμῖν.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

27 Φεύγω καί σᾶς ἀφήνω τήν εἰρήνη. Σᾶς δίνω τή δι­κή μου ἀλη­­θι­νή καί βαθιά εἰρήνη, τήν ὁποία ἦλθα νά φέρω στόν κόσμο πού συ­­­ν­­­τα­­­­ράζε­ται ἀπό τήν ἁμαρτία. Δέν σᾶς δίνω ἐγώ μι­ά εἰρή­νη ὑπο­­κρι­τική, ἀπα­­­­­­τηλή καί ἀσταθή, σάν αὐ­τή πού δίνει ὁ κόσμος. Ἄς μήν ταράζεται ἡ καρδιά σας ἀπό ἐσω­­τε­ρι­κούς φόβους κι ἄς μή δειλιάζει ἀπό ἐξω­τε­ρικά φόβητρα καί ἀπει­λές. 28 Ὄχι μόνο δέν πρέπει νά ταράζεστε, ἀλλά μᾶλλον θά πρέπει νά χαίρεστε. Ἀκούσατε αὐτό πού σᾶς εἶπα, ὅτι πη­γαίνω στόν Πατέρα μου, ἀλλά μετά ἀπό λίγο θά ἔλθω καί πάλι κοντά σας. Ἐάν μέ ἀγαπούσατε, θά εἴ­χα­τε πλημμυρίσει ἀπό χαρά πού σᾶς εἶπα «πηγαίνω στόν Πατέρα μου», διότι ὁ Πατέρας μου εἶναι ἀνώτερος ἀπό μέ­­να. Καί εἶναι ἀνώτερος, διότι ἐγώ φέρω τώρα μορ­­­φή δούλου. Ὅταν ὅμως ἐπιστρέψω στόν Πα­τέρα μου, θά ὑψωθῶ καί θά δο­ξασθῶ καί ὡς ἄνθρωπος· κι ἔτσι θά ὑψώσω καί θά δοξάσω ὅλη τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύση, καί συνεπῶς κι ἐσᾶς καί ὅλους γενικότε­­­ρα τούς πιστούς. Γι’ αὐτό ἔπρεπε νά χαρεῖτε. Ἀλλά ἐσεῖς λυ­­­­­­­πηθήκατε. 29 Δέν θά ἤθελα βέβαια νά σᾶς προκαλέσω λύπη. Ἀλλ’ ὅμως θεώρησα ἀναγκαῖο νά σᾶς μιλήσω τώρα γιά τήν ἀνα­χώ­ρηση καί τήν ἐπιστροφή μου, προτοῦ νά γίνουν αὐτά, ὥστε ὅταν γίνουν, νά πιστέψετε σέ μένα βλέ­­πο­-ν­τας νά ἐπαληθεύεται ἡ προφητεία μου. 30 Δέν θά πῶ πλέον πολλά μαζί σας. Δέν μένει ἄλλωστε καιρός γιά νά σᾶς πῶ περισσότερα. Διότι ἔρχεται ὁ σατανάς, πού ἐξουσιάζει τόν κόσμο πού βρίσκεται μακριά ἀπό τόν Θεό· κι ἔρχεται γιά νά πραγματοποιήσει τήν τελευταία καί βιαιότερη ἐπίθεσή του ἐναντίον μου. Ἀλλά δέν θά βρεῖ σέ μένα τίποτε τό δικό του, τό ὁποῖο θά τοῦ δίνει κάποια ἐξουσία ἤ κάποιο δικαίωμα ἐπάνω μου. 31 Θά τοῦ παραχωρηθεῖ ὅμως ἡ ἄδεια νά μέ θανατώσει, γιά νά μάθει ὁ κόσμος ὅτι ἀγαπῶ τόν Πατέρα μου· καί σύμφωνα μέ τήν ἐντολή πού μοῦ ἔδωσε ὁ Πατέρας, ὁ ὁποῖος θέλει μέ τό θάνα­­τό μου νά σωθοῦν οἱ ἄν­­θρωποι, ἔτσι ἀκριβῶς κάνω. Καί τώρα σηκωθεῖτε. Ἄς φύγουμε ἀπό δῶ. Εγώ εἶμαι ἡ κληματαριά ἡ πραγματική καί ἄφθαρτη καί πνευματική. Ἐγώ θά ἀντικαταστήσω καί θά ἀνα­και­­νί­σω τήν παλαιά ἄμπελο τῆς συναγωγῆς, ἱδρύ­­­οντας τήν Ἐκκλησία μου, τῆς ὁποίας θά εἶμαι ἡ κεφαλή. Καί ὁ Πα­τέ­ρας μου εἶναι ὁ ἀμπελουργός. 2 Κάθε ἄνθρωπος πού σάν πνευ­μα­­τικό κλῆμα εἶναι ἑνωμένος μαζί μου μέ τήν πίστη ὅπως ἕνα κλαδί μέ τόν κορμό, δέν πα­­­ράγει ὅμως καρπούς ἀρετῆς, ὁ ἀμπε­­­λουρ­γός Πατέ­ρας μου τόν ἀποκόπτει καί τόν ἀπο­χω­ρί­­ζει ἀπό τήν κλη­­­­­­­μα­ταριά. Καί κάθε πνευματικό κλῆ­μα πού εἶναι καρπο­φό­ρο, τό καθαρίζει καί τό κλαδεύει, γιά νά ἀποδώσει πε­ρισ­­­σότερο καρπό. 3 Ἐσεῖς τώρα εἶστε καθαροί. Καί σᾶς ἔχει καθαρίσει ὁ λόγος τῆς ἀλήθειας πού σᾶς ἔχω πεῖ καί διδάξει. Εἶστε λοιπόν πνευματικά κλήματα, καθαρισμένα καί ἑτοι­μασμένα γιά νά παραγάγετε καρπό. 4 Μείνετε ἑνωμένοι μαζί μου, γιά νά μένω κι ἐγώ ἑνω­μέ­νος μέ σᾶς. Ὅπως τό κλῆμα δέν μπορεῖ νά κάνει ἀπό μόνο του καρπό, ἐάν δέν μείνει προσκολλημένο στήν κληματαριά, ἔτσι οὔτε καί σεῖς δέν θά καρποφορή­­σε­­τε ἔργα ἀρετῆς καί ἁγιότητος, ἐάν δέν μείνετε ἑνω­μέ­νοι μα­­ζί μου. 5 Ἐγώ εἶμαι ἡ κληματαριά κι ἐσεῖς εἶστε τά κλαδιά της. Ἐκεῖνος πού μένει ἑνωμένος μαζί μου κι ἐγώ μένω μέσα του, αὐτός ἀποδίδει ἄφθονο καί ἐκλεκτό καρπό. Διότι χωρίς ἐμένα καί χωρίς νά ἔχετε τή ζωτική δύναμη πού πηγάζει ἀπό μένα, δέν μπορεῖτε νά κάνετε τίποτε γιά τόν ἐξαγιασμό σας καί τή σωτηρία σας. 6 Ὅποιος δέν μείνει ἑνωμένος μαζί μου, ὁπωσδήποτε θά πεταχθεῖ ἔξω ὅπως τό ἄκαρπο καί ἄχρηστο κλῆμα. Καί τότε θά ξεραθεῖ καί δέν θά τοῦ μείνει κα­νέ­να ἴχνος χάριτος καί πνευματικῆς δυνάμεως καί ζω­ῆς. Καί τά πνευματικά κλήματα πού ξεράθηκαν ἔτσι, τά μαζεύουν οἱ ἄγγελοι καί τά ρίχνουν στή φω­τιά τῆς κολάσεως, κι ἐκεῖ καίγονται ἀδιάκοπα καί ἀκατάπαυστα. 7 Ἐάν μείνετε ἑνωμένοι μαζί μου κι ἄν οἱ λόγοι μου μεί­νουν στό βάθος τῆς καρδιᾶς σας γιά νά σᾶς φω­τί­ζουν καί νά σᾶς καθοδηγοῦν παντοτινά, ὁτιδήποτε θέ­­­­λε­­τε μέ­­σα στό φῶς τῶν λόγων μου ζητῆστε το στήν προ­σευ­­χή σας καί θά σᾶς γίνει. Μήν ἀμφιβάλλετε γιʼ αὐτό. Ὅταν ζη­­τήσετε ἀπό τόν Θεό νά σᾶς βοηθήσει νά πα­ρα­γά­­­­­­γε­τε τούς καρπούς τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἁγιότητος, θά εἰσα­­κού­­σει τό αἴτημά σας.