Οἱ ἄνθρωποι στὴν ἐποχή μας ζοῦν τόσο πολὺ ἐγωκεντρικά, ποὺ κοιτάζουν μόνο τὸν ἑαυτό τους. Δὲν φροντίζουν οὔτε γιὰ τοὺς ζωντανοὺς οὔτε γιὰ τοὺς κεκοιμημένους!
Ἡ μητέρα μας Ἐκκλησία κάνει τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο. Σὰν στοργικὴ μάνα δέεται καὶ φροντίζει γιὰ ὅλα τὰ παιδιά της, καὶ γιὰ τοὺς ζωντανοὺς καὶ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους. Ἀπευθύνει στὸ Θεὸ Πατέρα εἰδικὰ αἰτήματα «ὑπὲρ πλεόντων, ὁδοιπορούντων, καμνόντων, αἰχμαλώτων». Γιʼ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται σὲ ἀνάγκη μεγάλη, γιὰ τὶς χῆρες, τὰ ὀρφανά, τοὺς ἀνήμπορους γέροντες… Μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη καὶ στοργὴ ἀγκαλιάζει καὶ τοὺς κεκοιμημένους. Τοὺς μνημονεύει ὅλα τὰ Σάββατα τοῦ χρόνου, ποὺ εἶναι τῶν ψυχῶν, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε θεία Λειτουργία ποὺ τελεῖται ὁποιαδήποτε ἡμέρα τοῦ χρόνου.
Ἐπιπλέον δύο φορὲς τὸν χρόνο, τὸ Σάββατο πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω καὶ τὸ Σάββατο πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς, τελεῖ δύο κοινὰ Μνημόσυνα, τὰ ἐπισημότερα ὅλου τοῦ χρόνου, ὑπὲρ ἀναπαύσεως ὅλων τῶν κεκοιμημένων παιδιῶν της.
Τὸ Ψυχοσάββατο τῆς Πεντηκοστῆς ἔχει μία ἐπιπλέον ἰδιαιτερότητα: Συμπεριλαμβάνει στὰ μνημονεύματα καὶ τοὺς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. «Τὸ Ψυχοσάββατον πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς μνήμην ἐπιτελοῦμεν πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς, ἐπ᾿ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου». Εὔχεται ἡ μητέρα Ἐκκλησία γιὰ ὅλους τοὺς εὐσεβεῖς, εἴτε ἔζησαν πρὸ Χριστοῦ εἴτε μετὰ Χριστόν, νὰ ἔχουν «ἐν ὥρᾳ κρίσεως ἀπολογίαν ἀγαθὴν» καὶ νὰ τύχουν «τῆς δεξιᾶς τοῦ Θεοῦ παραστάσεως ἐν χαρᾷ, ἐν μερίδι δικαίων καὶ ἁγίων καὶ κλήρῳ φωτεινῷ», καὶ νὰ γίνουν τοιουτοτρόπως ἄξιοι τῆς οὐρανίου Βασιλείας. Μνημονεύει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔζησε θεοφιλῶς, «ἅπαντα ἄνθρωπον τὰ τοῦ βίου λειτουργήσαντα καλῶς καὶ πρὸς Θεὸν μεταστάντα».
Καὶ μάλιστα τοὺς μνημονεύει ὄχι μόνο γενικὰ καὶ ἀόριστα, ἀλλὰ καὶ «κατ᾿ ὄνομα». «Τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος σήμερον νεκρῶν, ἁπάντων κατ᾿ ὄνομα, μετὰ πίστεως ζησάντων εὐσεβῶς, μνήμην τελοῦντες οἱ πιστοί…», ψάλλουμε σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ τροπάρια τῶν κεκοιμημένων τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Παρασκευῆς πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς.
Σὲ πολὺ παλαιὰ Λειτουργία τῆς ἀνατολικῆς Συρίας, ποὺ ἀποδίδεται στοὺς Ἀδδαῖο καὶ Μάρη, μνημονεύονται καὶ ὀνόματα πολλῶν δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Μνημονεύονται τὰ ὀνόματα τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Ἄβελ, τοῦ Σήθ, τοῦ Ἐνώχ, τοῦ Νῶε, τοῦ Σήμ, τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Ἰακώβ. Μνημονεύονται δηλαδὴ ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἔζησαν πρὸ Χριστοῦ, μαζὶ μὲ ὅσους εὐαρέστησαν στὸ Θεὸ μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου… (βλ. Π. Ν. Τρεμπέλα, «Ἀπὸ τὴν ὀρθοδόξη λατρεία μας», σελ. 359). Βεβαίως μὲ ἄλλο πνεῦμα καὶ μὲ ἄλλο σκοπὸ μνημονεύονται οἱ Ἅγιοι τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ μὲ ἄλλο πνεῦμα καὶ σκοπὸ οἱ λοιποὶ κεκοιμημένοι. Ἡ μνημόνευση τῶν πρώτων κεκοιμημένων εἶναι τιμητικὴ καὶ τῶν λοιπῶν κεκοιμημένων ἱκετευτική, ἀλλὰ ἡ μνημόνευσή τους εἶναι τὸ καλύτερο ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε γιὰ τοὺς προσφιλεῖς κεκοιμημένους μας, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: «Ἀδελφοί μου… ἂν ἀγαπᾶτε τοὺς ἀποθαμένους, κάμνετε ὅ,τι ἠμπορεῖτε διὰ τὴν ψυχήν των: συλλείτουργα, μνημόσυνα, νηστείας, προσευχάς, ἐλεημοσύνας» («Δ΄ Διδαχή»).
Στὴν ἀπορία μας πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μνημονεύονται ὀνόματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ δὲν ἦταν ἀκόμη μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀπαντοῦμε ὅτι καὶ οἱ πρὸ Χριστοῦ δίκαιοι, λόγῳ τῆς ὁσιότητάς τους, ἔχουν μερίδα στὴ σωτηρία ποὺ προσέφερε ὁ Κύριος στὸν κόσμο μὲ τὴ σταυρικὴ θυσία Του. Ὁ Κύριος μὲ τὴν κάθοδό Του στὸν Ἅδη κήρυξε καὶ σ᾿ ὅλους ὅσοι ἔζησαν πρὸ Χριστοῦ, χαρίζοντας ἀφθαρσία καὶ αἰώνια ζωὴ σὲ ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων. Σίγουρα ὑπῆρχαν στὸν Ἅδη καλοπροαίρετες ψυχὲς τῆς πρὸ Χριστοῦ ἐποχῆς, ποὺ δικαιοῦνταν κι αὐτὲς ν᾿ ἀκούσουν τὸ εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας, νὰ πιστέψουν καὶ νὰ σωθοῦν, γιὰ νὰ πληρωθοῦν τὰ πάντα μὲ δόξα Θεοῦ, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (PG 36, 348).
Ἐφόσον δὲν φθάσαμε ἀκόμη στὴν τελικὴ Κρίση, τότε ποὺ ὁ δίκαιος Κριτὴς θὰ κρίνει «ζῶντας καὶ νεκρούς», ἡ μητέρα μας Ἐκκλησία τελεῖ γιὰ ὅλα τὰ κεκοιμημένα παιδιά της ἱερὰ Μνημόσυνα μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι τοὺς προσφέρει πολὺ μεγάλη βοήθεια. Ὁτιδήποτε καλὸ κάνουμε γιὰ τοὺς κεκοιμημένους μας, δὲν πηγαίνει χαμένο, ἀλλὰ «φέρει πολλὴν τὴν ὄνησιν (=ὠφέλεια)», «μέγα τὸ κέρδος καὶ τὴν ὠφέλειαν», ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (PG 295, 253), παραθέτoντας σὲ ἐλεύθερη ἀπόδοση μαρτυρία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἀπὸ ὁμιλία του στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή (PG 62, 204).
Ἄρα πρακτικῶς τὸ θέμα δὲν τίθεται στὴ βάση ἂν μποροῦμε ἢ δὲν μποροῦμε νὰ τοὺς μνημονεύουμε, ἀλλὰ στὴ βάση ἂν τοὺς θυμόμαστε ἢ δὲν τοὺς θυμόμαστε. Ἆραγε ἐμεῖς θυμόμαστε τοὺς κεκοιμημένους μας ἢ κοιτάζουμε μόνο τὸν ἑαυτό μας, ἐπαναλαμβάνοντας τὸ ἴδιο λάθος ποὺ ἔκαναν κάποιοι χωρικοὶ στὸ ἐξαίρετο διήγημα τοῦ Φώτη Κόντογλου «Γιάννης ὁ βλογημένος», οἱ ὁποῖοι δὲν ἔδιναν βοήθεια οὔτε σὲ ζωντανὸ οὔτε σὲ πεθαμένο;