ΔΕΥΤΕΡΑ 4 ΙΟΥΛΙΟΥ

Ἀπόστολος: ἡμέρας, Δευτ. γ΄ ἑβδ. ἐπιστ. (Ῥωμ. ζ΄ 1 – 13):

Η ἀγνοεῖτε, ἀδελφοί· γινώσκουσι γὰρ νόμον λαλῶ· ὅτι ὁ νόμος κυριεύει τοῦ ἀνθρώπου ἐφ᾿ ὅσον χρόνον ζῇ; 2 ἡ γὰρ ὕπανδρος γυνὴ τῷ ζῶντι ἀνδρὶ δέδεται νόμῳ· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ, κατήργηται ἀπὸ τοῦ νόμου τοῦ ἀνδρός. 3 ἄρα οὖν ζῶντος τοῦ ἀν­δρὸς μοιχαλὶς χρηματίσει ἐὰν γένηται ἀνδρὶ ἑτέρῳ· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ, ἐλευ­θέρα ἐστὶν ἀπὸ τοῦ νόμου, τοῦ μὴ εἶναι αὐτὴν μοιχαλίδα γενομένην ἀνδρὶ ἑτέρῳ. 4 ὥστε, ἀδελφοί μου, καὶ ὑμεῖς ἐθανατώθητε τῷ νό­μῳ διὰ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸ γενέσθαι ὑ­­μᾶς ἑτέρῳ, τῷ ἐκ νεκρῶν ἐγερ­θέντι, ἵνα καρποφορή­σω­μεν τῷ Θεῷ. 5 ὅτε γὰρ ἦμεν ἐν τῇ σαρκί, τὰ παθήματα τῶν ἁμαρτιῶν τὰ διὰ τοῦ νόμου ἐνηργεῖτο ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν εἰς τὸ καρποφορῆσαι τῷ θανάτῳ· 6 νυνὶ δὲ κατηργήθημεν ἀπὸ τοῦ νόμου, ἀποθανόντες ἐν ᾧ κατειχόμεθα, ὥστε δου­λεύειν ἡμᾶς ἐν καινότητι πνεύ­ματος καὶ οὐ παλαιότητι γράμματος. 7 Τί οὖν ἐροῦμεν; ὁ νόμος ἁμαρτία; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ τὴν ἁμαρτίαν οὐκ ἔγνων εἰ μὴ διὰ νόμου· τήν τε γὰρ ἐπιθυμίαν οὐκ ᾔδειν εἰ μὴ ὁ νόμος ἔλεγεν, οὐκ ἐπιθυμήσεις· 8 ἀφορμὴν δὲ λαβοῦσα ἡ ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς κατειργάσατο ἐν ἐμοὶ πᾶσαν ἐπιθυμίαν· χωρὶς γὰρ νόμου ἁμαρτία νεκρά. 9 ἐγὼ δὲ ἔζων χωρὶς νόμου ποτέ· ἐλθούσης δὲ τῆς ἐντολῆς ἡ ἁμαρτία ἀνέ­ζησεν, 10 ἐγὼ δὲ ἀπέθανον, καὶ εὑρέθη μοι ἡ ἐντολὴ ἡ εἰς ζωήν, αὕτη εἰς θάνατον· 11 ἡ γὰρ ἁμαρτία ἀφορμὴν λαβοῦσα διὰ τῆς ἐντολῆς ἐξηπάτησέ με καὶ δι᾿ αὐτῆς ἀπέκτεινεν. 12 ὥστε ὁ μὲν νόμος ἅγιος, καὶ ἡ ἐντολὴ ἁγία καὶ δικαία καὶ ἀγαθή. 13 τὸ οὖν ἀγαθὸν ἐμοὶ γέγονε θάνατος; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία, ἵνα φανῇ ἁμαρτία, διὰ τοῦ ἀγαθοῦ μοι κατεργαζομένη θάνατον, ἵνα γένηται καθ᾿ ὑπερβολὴν ἁμαρτωλὸς ἡ ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

Τήν αἰώνια αὐτή ζωή δέν μπορεῖ πλέον οὔτε ὁ νό­μος νά μᾶς τήν ἀφαιρέσει, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀ­πό ὅσα θά ποῦμε. Ἐπειδή μιλῶ σέ ἀνθρώπους πού γνω­­­ρί­ζουν τό νόμο, σᾶς ρωτῶ: Δέν γνωρίζετε, ἀδελφοί, ὅτι ὁ νόμος ἔχει ἐξουσία πάνω στόν ἄνθρωπο γιά ὅσο διά­­­στη­μα αὐτός ζεῖ; 2 Διότι, γιά νά φέρω ἀπό τό νόμο ἕνα παράδειγμα πού ἀποδεικνύει τήν ἀλήθεια αὐτή, ἡ παντρεμένη γυναίκα εἶναι δεσμευμένη μέ τόν ἄνδρα της γιά ὅσο αὐτός ζεῖ, σύμφωνα μέ τό νόμο πού ὁρίζει τά θέματα τοῦ γάμου. Ἐάν ὅμως πεθάνει ὁ σύζυγός της, ἀπαλλάσσεται ἀπό τή νομική δέσμευση πού εἶχε μέ τόν ἄνδρα της. 3 Βγαίνει λοιπόν ὡς συμπέρασμα ὅτι, ἐφόσον ζεῖ ὁ σύ­ζυγός της, ἐάν αὐτή συνδεθεῖ μέ ἄλλον ἄνδρα, θά ἀπο­δειχθεῖ μοιχαλίδα. Ἐάν ὅμως πεθάνει ὁ σύζυγός της, εἶ­ναι ἐλεύθερη ἀπό τό νόμο νά παντρευτεῖ πάλι, χωρίς νά εἶναι πλέον μοιχαλίδα ἐάν γίνει σύζυγος ἄλλου ἄνδρα. 4 Ἄρα λοιπόν, ἀδελφοί μου, ὅπως ἡ γυναίκα ἔτσι κι ἐσεῖς εἶστε ἐλεύθεροι ἀπό τό νόμο. Διότι πεθάνατε ὡς πρός τό νόμο μέ τήν ἕνωσή σας μέ τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία θανατώθηκε πάνω στό σταυρό. Καί πεθάνατε, γιά νά συζευχθεῖτε μέ ἄλλον, μέ τόν Χριστό δηλαδή, πού ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς· κι ἔτσι νά παραγάγουμε ὅλοι μας μέ τήν ἕνωσή μας αὐτή καρπούς ἐνάρετης ζωῆς γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ. 5 Μόνο λοιπόν τώρα μέ τόν νέο μας αὐτό πνευματικό γά­μο θά παραγάγουμε καρπούς ἐνάρετης ζωῆς. Διό­τι ὅταν ζούσαμε τό σαρκικό βίο, τότε τά ἁμαρτωλά πά­­θη, τά ὁποῖα ἔπαιρναν ἀφορμή ἀπό τίς διάφορες ἀπα­­γορεύσεις τοῦ νόμου, εἶχαν δύναμη καί δράση στά μέ­λη τοῦ σώματός μας καί ἔκαναν καρπούς πού ἔφερ­­ναν θά­νατο. Ὀλέθριοι λοιπόν ἦταν οἱ καρποί τοῦ πα­­λαιοῦ μας γάμου μέ τό νόμο. 6 Τώρα ὅμως ἐλευθερωθήκαμε τελείως ἀπό τό νόμο, διότι πεθάναμε ὡς πρός τό νόμο, ἀπό τόν ὁποῖο κατα­κρα­τούμασταν ὡς αἰχμάλωτοι. Ἐλευθερωθήκαμε λοιπόν, ὥστε νά εἴμαστε δοῦλοι τοῦ Θεοῦ στή νέα κατάστα­ση πού μᾶς ἔφερε τό Πνεῦμα καί ἡ χάρις του καί νά μή δουλεύουμε στήν παλιά κατάσταση, στήν ὁποία ἐπι­­­κρατοῦσε τό γράμμα τοῦ νόμου πού στεροῦνταν τή χά­ρη καί δέν εἶχε τή δύναμη νά ἐνισχύσει τούς ἀνθρώ­πους στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν. 7 Ἀλλ’ ἀφοῦ σύμφωνα μέ ὅσα εἴπαμε ἐλευθερωθήκαμε ἐξίσου τόσο ἀπό τό νόμο ὅσο καί ἀπό τήν ἁμαρτία, τί λοιπόν θά ποῦμε; Ὁ νόμος εἶναι ἁμαρτία καί κάτι κακό; Μή συμβεῖ ποτέ νά νομίσει κανείς κάτι τέτοιο. Ἀλλά λέ­με μόνο ὅτι τήν ὕπαρξη τῆς ἁμαρτίας μέσα μου δέν τή γνώ­ρισα ἀλ­λιῶς παρά μόνο μέ τό νόμο. Διότι καί τήν φύση καί τήν ἰσχύ τῆς ἁμαρ­τωλῆς ἐπιθυμίας δέν θά τή γνώριζα, ἐάν ὁ νόμος δέν ἔλεγε μέ τή δέκατη ἐντολή: Δέν θά ἐπι­θυ­μή­σεις. 8 Ἀφοῦ λοιπόν ἡ μέχρι τώρα κρυμμένη ἁμαρτωλή κατάστασή μου καί ἡ κλήση μου πρός τήν ἁμαρτία πῆρε ἀφορμή ἀπό τίς ἀπαγορεύσεις τοῦ νόμου, δημιούργησε καί ἄναψε μέσα μου κάθε εἶδος ἐπιθυμίας. Διότι, ἐφόσον δέν ὑπάρχει νόμος ἀπαγορευτικός, ἡ ἁμαρτία εἶναι νεκρή καί ἀδρανής. 9 Κι ἐγώ κάποτε νόμιζα ὅτι εἶχα ζωή πνευματική, διότι δέν εἶχα ἐνοχλήσεις καί πιέσεις ἀπό τήν ἁμαρτία, ἐπειδή δέν γνώριζα τό νόμο. Ὅταν ὅμως ἦλθε ἡ γνώση τῶν ἐντολῶν τοῦ νόμου, τότε ἡ ἁμαρτία ξαναζωντάνεψε μέσα μου. 10 Κι ἐγώ πέθανα πνευματικά μέ τίς καθημερινές παραβάσεις τοῦ νόμου. Καί ἀνέλπιστα ἡ ἐντολή ἡ ὁποία δόθηκε γιά νά μέ ὁδηγήσει σέ ζωή, αὐτή ἀκριβῶς μέ ὁδή­γησε στό θάνατο. 11 Καί μέ ὁδήγησε στό θάνατο, διότι ἡ ἁμαρτία πού ἦταν κρυμμένη μέσα μου, παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τήν ἐντο­λή, μέ ἐξαπάτησε καί μέ τήν παράβαση αὐτή μέ θα­νάτωσε. 12 Συνεπῶς ὁ Μωσαϊκός νόμος εἶναι βέβαια ἅγιος, καί κάθε ἐντολή τοῦ νόμου αὐτοῦ εἶναι ἅγια καί δίκαιη καί εὐεργετική. 13 Ἀλλά τότε λοιπόν ὁ ἅγιος καί καλός νόμος ἔγινε γιά μένα πρόξενος καί αἴτιος θανάτου; Μή συμβεῖ νά πα­­ραδεχθεῖ κανείς ὅτι ὁ νόμος ἔγινε γιά μένα φονιάς. Ἀλ­λά τό θάνατο μοῦ τόν ἔφερε ἡ ἁμαρτία, γιά νά φανεῖ πό­σο κακή καί καταστρεπτική εἶναι, ἀφοῦ προξενεῖ σέ μένα θάνατο διαμέσου τοῦ νόμου, ὁ ὁποῖος εἶναι κάτι κα­λό καί ἅγιο. Γιά νά γίνει ἔτσι ὑπερβολικά ὀλέθρια καί μισητή ἡ ἁμαρτία διαμέσου τῆς ἐντολῆς.