Η ΔΙΚΑΙΟΚΡΙΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ  3 ΙΟΥΛΙΟΥ 2016

Β΄ Ματθαίου: Ρωμ. β΄ 10-16

Ἀδελφοί, δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀ­­γα­­θόν, ᾿Ιου­δαίῳ τε πρῶτον καὶ Ἕλληνι· οὐ γὰρ ἔστι προσ­ωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ. ὅσοι γὰρ ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως καὶ ἀπολοῦνται· καὶ ὅσοι ἐν νόμῳ ἥ­­­μαρτον, διὰ νόμου κριθήσονται. οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι πα­ρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ᾿ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσον­ται. ὅταν γὰρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύ­σει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑ­αυ­τοῖς εἰσι νόμος, οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συν­ειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλ­λήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων — ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ Θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ εὐ­αγγέλιόν μου διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.

Η ΔΙΚΑΙΟΚΡΙΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

1. Ὁ Θεὸς δὲν κάνει διακρίσεις

   Στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ ἀποτελεῖ τμῆμα ἀπὸ τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή, ὁ ἀπόστολος Παῦλος δίνει ἀ­πάντηση στὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται ἀρκετὰ συχνά: Πῶς θὰ κρίνει ὁ Θεὸς τοὺς λαοὺς ποὺ δὲν γνώρισαν τὸ Εὐαγγέλιο; Δὲν εἶναι ἄδικο νὰ καταδικαστοῦν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί; Ἂς δοῦμε λοιπὸν τί λέγει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος γιὰ τὸ θέμα αὐτό:
   Ἀδελφοί μου Χριστιανοί, δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰ­ρήνη ἀνήκει σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἐργάζεται τὸ καλό, στὸν Ἰουδαῖο πρῶτα, ἀλλὰ καὶ στὸν εἰ­δωλολάτρη.
   Διότι ὁ Θεὸς δὲν χαρίζεται σὲ πρόσωπα: «οὐ γὰρ ἔστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ». Ἂν εἶ­ναι κάποιος Ἰουδαῖος, δὲν σημαίνει ὅτι ὁπωσδήποτε θὰ σωθεῖ, ἢ ἂν εἶναι εἰδωλολάτρης, ὁ­πωσ­δήποτε θὰ καταδικαστεῖ. Ὁ καθένας θὰ κριθεῖ ἀ­νάλογα μὲ τὶς εὐκαιρίες ποὺ τοῦ δόθηκαν καὶ τὰ ἔργα του.
   Γι’ αὐτὸ ὅσοι ἁμάρτησαν χωρὶς νὰ ἔχουν λάβει τὸν γραπτὸ νόμο τοῦ Μωυσῆ, αὐτοὶ θὰ καταδικαστοῦν σὲ ἀπώλεια χωρὶς νὰ ἔχουν κατήγορο τὸ νόμο αὐτό. Καὶ ὅσοι ἁμάρτησαν, ἐνῶ εἶχαν λάβει τὸν Μωσαϊκὸ νόμο, αὐτοὶ θὰ κατακριθοῦν μὲ βάση τὸ νόμο αὐτό.
   «Οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ᾿ οἱ ποιηταὶ τοῦ νό­μου δικαιωθή­σονται», δηλαδή· δίκαιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶ­ναι ὄχι ὅσοι ἀκοῦν ἁπλῶς τὴν ἀνάγνωση τοῦ θείου νόμου, ἀλλὰ ὅσοι τη­ροῦν τὸ νόμο· αὐτοὶ θὰ δικαιωθοῦν.
   Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ ἀπόστολος Παῦλος θέλει νὰ ὑπογραμμίσει τὴν ἀμερόληπτη δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι ἄδικος ὁ Θεός, οὔτε κάνει διακρίσεις μεταξὺ τῶν λα­ῶν. Τὸ ἂν ἔδειξε εἰδικὴ εὔνοια στὸ λα­ὸ τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τοῦ ἔδωσε γραπτὸ νό­μο γιὰ νὰ τὸν παιδαγωγήσει, αὐτὸ δὲν ση­μαίνει ἀδικία σὲ βάρος ἄλλων λαῶν. Διότι ἀπὸ αὐτοὺς στοὺς ὁποίους ἔδωσε περισσότερα, θὰ ζητήσει καὶ περισσότερα. Εἶναι βαρύτερη ἡ ἐνοχὴ αὐτοῦ ποὺ ἁ­μαρτάνει ἐνῶ γνωρίζει τὸν θεῖο νόμο, σὲ σχέση μὲ αὐτὸν ποὺ ἔχει παντελὴ ἄ­­γ­νοια.
   Τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ δὲν κηρύ­χθηκε μόνο στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐ­­πο­χῆς Του. Συνεχίζει καὶ σήμερα νὰ κηρύσσεται γιὰ νὰ φτάσει τὸ σωτήριο μήνυμά του «ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πράξ. α΄ 8).
   Κι ἂν κάποιοι ἄνθρωποι ἢ λαοὶ ὁλόκληροι δὲν ἄκουσαν ποτὲ γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν τοὺς φα­νέρωσε τὸ πῶς θὰ πορευθοῦν σωστὰ στὴ ζωή. Διότι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν δεχθεῖ τὴ φυσικὴ ἀποκάλυψη, ποὺ σημαίνει ὅτι ὅλοι ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ ἀ­νακαλύψουν τὸν παντοκράτορα Θεὸ μέ­σα ἀπὸ τὴ φύση καὶ τὰ θαυμάσια τῆς Δημιουργίας (βλ. Ρωμ. α΄ 19-20). Ἐπιπλέον ὁ πάνσοφος Θεὸς ἔχει δώσει σὲ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους ἕνα ἀκόμη καθοδηγητικὸ μέσο: τὴ συνείδηση. Γι’ αὐτὴν ἀκριβῶς ὁμιλεῖ στὴ συνέχεια ὁ ἅγιος Ἀπόστολος:

2. Ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως

   Ὑπάρχουν εἰδωλολάτρες οἱ ὁποῖοι ἂν καὶ δὲν ἔλαβαν γραπτὸ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι, κάνουν ὅ,τι προστάζει ὁ θεῖος νόμος, διότι ἔχουν ὡς νόμο τὴν ἴδια τους τὴ συνείδηση.
   Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ ἐθνικοὶ δείχνουν ὅτι τὸ ἔργο τοῦ νόμου εἶναι γραμ­­­­μένο στὶς καρδιές τους. Κι αὐτὸ συμβαίνει, καθὼς ἡ συνείδησή τους τοὺς πληροφορεῖ γιὰ κάθε πρά­­ξη ἂν εἶναι σωστή. Μέσα τους ἐγείρον­ται λογισμοὶ ποὺ κατηγοροῦν ἢ καὶ ἀπολογοῦνται γιὰ τὸ ἂν ἦταν σωστὴ ἡ κάθε τους ἐνέργεια.
   Ἔτσι, τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ κρίνει ὁ Θεὸς τὶς κρυφὲς πράξεις τῶν ἀνθρώπων σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ σᾶς κηρύττω, θὰ ἀνακηρυχθοῦν δίκαιοι οἱ τηρητὲς τοῦ νόμου. Καὶ θὰ κρίνει ὁ Θεὸς τοὺς ἀν­θρώπους διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖο ἔχει δοθεῖ ἡ ἐξουσία τοῦ ὑπερτάτου Κριτοῦ.
   Βλέπουμε λοιπὸν ὅτι ἡ συνείδηση εἶ­ναι κοινὸ χαρακτηριστικὸ ὅλων τῶν ἀν­θρώπων. Εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ μέσα μας, ὁ ἔμφυτος διδάσκαλος τῆς ἀρετῆς. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴν ἄ­­κουσε ποτὲ στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως νὰ τὸν ἐπιδοκιμάζει ἢ νὰ τὸν ἀποδοκιμάζει γιὰ τὶς ἐπιλογές του.
   Ὡστόσο δὲν μποροῦμε νὰ ἐπα­να­παυ­όμαστε στὴ συνείδηση ποὺ ἔχουμε προσωπικὰ διαμορφώσει. Ὀφείλουμε νὰ καλλιεργοῦμε τὴ συνείδησή μας. Ἡ με­λέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν καὶ ἡ τακτι­κὴ συμμετοχή μας στὸ Μυστήριο τῆς ἱε­ρᾶς Ἐξομολογήσεως ἑλκύουν τὴ Χάρη τοῦ Θε­οῦ καὶ συντελοῦν στὸ φωτισμὸ καὶ τὸν ἐξαγιασμὸ τῆς συνειδήσεως.
   Κι ὅσο περισσότερο φωτίζεται ἡ συνεί­δησή μας ἀπὸ τὸ ἀληθινὸ Φῶς, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τόσο καλύτερα θὰ λειτουργεῖ καὶ θὰ μᾶς ὁδηγεῖ στὴ μετάνοια. Γιὰ νὰ καθαρίζουμε τὴν ψυχή μας ἀπὸ τὰ ἄδηλα καὶ κρύφια ἁμαρτήματά μας καὶ νὰ βροῦμε ἔλεος κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρί­σεως.