Ποιὲς πλάνες; Δὲν εἴμαστε πλανεμένοι. Εἴμαστε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Ἔχουμε τὴν ἀλήθεια. Μᾶς ἐλέησε ὁ Θεὸς καὶ μᾶς χάρισε τὸ ἀνεκτίμητο δῶρο τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Τὸ πιστεύουμε καὶ τὸ ζοῦμε ὅτι βρισκόμαστε στὴν ἀλήθεια.
Καὶ ὅμως, τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐπανειλημμένως μέσα στὴν Ἁγία Γραφὴ ἀπευθύνεται ὄχι σὲ αἱρετικοὺς ἀλλὰ στοὺς πιστοὺς τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας καὶ τοὺς λέει: «Μὴ πλανᾶσθε». Ἀπαλλαγεῖτε ἀπὸ τὶς πλάνες σας· πλάνες ὄχι στὸ δόγμα ἀλλὰ στὸ ἦθος.
«Μὴ πλανᾶσθε», γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου. «Φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί» (Α´ Κορ. ιε´ [15] 33). Μὴν πλανᾶτε τὸν ἑαυτό σας μὲ ψέματα. Μὴ συναναστρέφεσθε μὲ τοὺς παλιούς σας φίλους ποὺ εἴχατε ὅταν ἤσασταν εἰδωλολάτρες, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι δὲν ἐπηρεάζεσθε. Ἂς μὴ σᾶς ἐξαπατᾶ ἡ αὐτοπεποίθησή σας ὅτι μπορεῖτε νὰ ἔχετε ἰδιαίτερες ἀναστροφὲς μὲ κοσμικοὺς ἀνθρώπους χωρὶς νὰ ζημιώνεται ἡ ψυχή σας. Εἶναι πνευματικὸς νόμος ὅτι οἱ κακὲς συναναστροφὲς διαφθείρουν τὰ καλὰ ἤθη.
Ἀλλὰ καὶ μερικὰ κεφάλαια πρωτύτερα στὴν ἴδια ἐπιστολὴ πάλι θὰ τοὺς ἐλέγξει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος: Ἀδικεῖτε τοὺς ἄλλους, καὶ μάλιστα ἀδελφούς; Ἢ δὲν γνωρίζετε ὅτι οἱ ἄδικοι δὲν θὰ κληρονομήσουν τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ; «Μὴ πλανᾶσθε… οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι… οὔτε κλέπται οὔτε πλεονέκται… βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι» (Α´ Κορ. Ϛ´ 8-10). Δηλαδὴ τοὺς ἐξηγεῖ ὅτι ἡ ἄδικη συμπεριφορά τους στηρίζεται σὲ πλάνη σχετικὰ μὲ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ: ὅτι δῆθεν θὰ συγχωρήσει καὶ θὰ περιλάβει στὴ βασιλεία Του τοὺς ἀμετανόητους ἁμαρτωλούς.
Μήπως ὅμως ὑπάρχουν μόνο αὐτὲς οἱ πλάνες; Ἂν ἐξετάσουμε τὸν ἑαυτό μας, θὰ βροῦμε καὶ ἄλλες. Τὸ ἄγχος ποὺ ταλαιπωρεῖ πολλοὺς ἀπὸ ἐμᾶς ὀφείλεται σὲ πλάνη, σὲ σκοτισμὸ τῆς καρδιᾶς μας. Θεωρητικὰ γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη καὶ ὅτι προνοεῖ γιὰ τὰ πάντα μὲ πρόνοια θαυμαστὴ καὶ τέλεια. Πολλοὶ ὅμως, λόγῳ τῆς ἀδύνατης πίστεώς μας, δὲν ζοῦμε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας. Ἔτσι μᾶς ταλαιπωρεῖ ἡ πλάνη ὅτι μόνοι μας πρέπει νὰ ἀντιμετωπίσουμε ὅλα τὰ προβλήματά μας.
Ἀκόμη ἡ μεμψιμοιρία μας, ἡ γκρίνια γιὰ ὅ,τι δυσάρεστο μᾶς συμβαίνει, δὲν ὀφείλεται σὲ πλάνη; Ἂν εἴχαμε καθαρὰ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας, θὰ βλέπαμε τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ Τὸν εὐχαριστούσαμε ἀδιαλείπτως. Κάθε δευτερόλεπτο τῆς ζωῆς μας εἶναι φορτωμένο ἀπὸ πλῆθος εὐεργεσιῶν: ὑγεία, ἐργασία, οἰκογένεια, εἰρήνη, ἐγκόσμια καὶ ὑπερκόσμια ἀγαθά… Ἀλλὰ κι ἂν δὲν ἀπολαμβάνουμε κάτι ἀπὸ αὐτά· κι ἂν δὲν ἀπολαμβάνουμε τίποτε ἀπὸ αὐτὰ καὶ εἴμαστε οἱ πιὸ δυστυχισμένοι ἄνθρωποι τοῦ κόσμου, μόνο καὶ μόνο τὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ σταυρώθηκε γιὰ τὸν καθένα μας προσωπικὰ καὶ μᾶς χάρισε ἄφεση ἁμαρτιῶν καὶ οὐράνια βασιλεία καὶ καταδέχεται νὰ ἑνώνεται μαζί μας διὰ τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, αὐτὰ εἶναι ὑπεραρκετὰ ὥστε νὰ μᾶς κινοῦν σὲ ἀέναη θερμὴ δοξολογία – γιὰ νὰ μὴν ποῦμε ὅτι καὶ οἱ ἴδιες οἱ θλίψεις εἶναι μεγάλες εὐεργεσίες, καμίνι βέβαια, ἀλλὰ καμίνι ἐξαγιασμοῦ, ποὺ ἂν τὶς ὑπομείνουμε, μᾶς ἀνοίγουν τὸν παράδεισο.
Ἐπίσης τὸ ὅτι ἡ ἁμαρτία μᾶς φαίνεται ἑλκυστική, καὶ ἡ ἀρετὴ σχεδὸν ἀνεπιθύμητη στὴν πράξη, εἶναι ἄλλη σοβαρὴ πλάνη. Μᾶς γοητεύει ἡ ἀπατηλὴ ἁμαρτία, ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν κόλαση, ἡ ἁμαρτία ποὺ τόσες φορὲς ἐπιλέξαμε καὶ τόσο πολὺ μᾶς ταλαιπώρησε· καὶ μᾶς ἀπωθεῖ ὁ ἀγώνας, ὁ σκληρὸς ἀλλὰ σωτήριος, γιὰ νὰ καλλιεργήσουμε τὶς ἀρετές, οἱ ὁποῖες μᾶς ἑνώνουν μὲ τὸν Θεὸ καὶ τελικὰ μᾶς εἰσάγουν στὴ βασιλεία Του. Τί ἄθλια πλάνη!
Ἐπιπλέον τὸ ὅτι μᾶς ἀπορροφοῦν τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ γήινα καὶ δὲν μᾶς συγκινοῦν τὰ αἰώνια καὶ τὰ οὐράνια, αὐτὸ δὲν εἶναι ἄλλη μιὰ πλάνη; Τὸ νὰ ἐλπίζουμε ὅτι θὰ σωθοῦμε μὲ τὶς δικές μας προσπάθειες καὶ νὰ μὴν ἐλπίζουμε στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι ἐπίσης πλάνη; Ἢ νὰ ὑποτιμοῦμε τὴ βαρύτητα τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ νὰ ὑπερτονίζουμε τὴν ἀξία τῶν καλῶν μας ἔργων· νὰ κόβουμε καὶ νὰ ράβουμε τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ στὰ δικά μας μέτρα… Πλάνες, πολλὲς πλάνες, ποὺ δημιουργοῦν μέσα μας τὰ πάθη καὶ ἡ ἀπροθυμία μας νὰ τὰ πολεμήσουμε· πλάνες ποὺ σπείρει ὁ ἐχθρὸς τῆς ἀληθείας διάβολος, «ὁ πλανῶν τὴν οἰκουμένην ὅλην» (Ἀποκ. ιβ´ [12] 9)· πλάνες μὲ τὶς ὁποῖες μᾶς ἐμποτίζει ὁ μακρὰν τοῦ Θεοῦ κόσμος, ὁ ὁποῖος ἀσκεῖ πολὺ ἔντονη ἐπίδραση πάνω μας χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουμε πολλὲς φορές.
Ἔχουμε πλάνες στὸ βαθμὸ ποὺ εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Ἂς μὴ μᾶς ἀπελπίζει ὅμως αὐτὴ ἡ πραγματικότητα. Ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἔχουμε τὸν λόγο Του, ποὺ εἶναι ὅλος ἀλήθεια. Ἂς τὸν μελετοῦμε μὲ περισσότερη προσοχὴ κλείνοντάς τον μέσα στὴν καρδιά μας. Ἂς καλλιεργοῦμε τὴν αὐτοκριτικὴ χωρὶς νὰ δικαιολογοῦμε τὸν ἑαυτό μας. Καὶ ἂς πολεμοῦμε τὰ πάθη μας, ἂς φροντίζουμε τὴ μετάνοιά μας, μετάνοια σὲ βάθος. Ἂς καταφεύγουμε στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἂς παρακαλοῦμε ἐπίμονα τὸν Κύριο: Κύριε, ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὶς πλάνες μου. «Κύριε, φώτισον τὸ ἐν ἐμοὶ σκότος». Κι Ἐκεῖνος θὰ μᾶς ἐλεεῖ. Θὰ ἔρχεται καὶ θὰ μᾶς πλουτίζει ὅλο καὶ περισσότερο μὲ τὴν παρουσία Του, Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ τὸ φῶς (Ἰω. η´ 12, ιδ´ [14] 6).