Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Τρ. δ΄ ἑβδ. Ματθ. (Μτθ. ια΄ 16 – 20):
16 Τίνι δὲ ὁμοιώσω τὴν γενεὰν ταύτην; ὁμοία ἐστὶ παιδίοις καθημένοις ἐν ἀγοραῖς, ἃ προσφωνοῦντα τοῖς ἑταίροις αὐτῶν λέγουσιν· 17 ηὐλήσαμεν ὑμῖν, καὶ οὐκ ὠρχήσασθε, ἐθρηνήσαμεν ὑμῖν, καὶ οὐκ ἐκόψασθε. 18 ἦλθε γὰρ Ἰωάννης μήτε ἐσθίων μήτε πίνων, καὶ λέγουσι· δαιμόνιον ἔχει. 19 ἦλθεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐσθίων καὶ πίνων, καὶ λέγουσιν· ἰδοὺ ἄνθρωπος φάγος καὶ οἰνοπότης, τελωνῶν φίλος καὶ ἁμαρτωλῶν. καὶ ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπὸ τῶν τέκνων αὐτῆς! 20 Τότε ἤρξατο ὀνειδίζειν τὰς πόλεις ἐν αἷς ἐγένοντο αἱ πλεῖσται δυνάμεις αὐτοῦ, ὅτι οὐ μετενόησαν·
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
16 Ἀλλά μέ ποιόν νά παρομοιάσω τή διεστραμμένη αὐτή γενιά, ἡ ὁποία δέν ἔχει αὐτιά γιά ν’ ἀκούει; Μοιά-ζει μέ παιδιά ἀνόητα καί ὀκνηρά, πού κάθονται στίς ἀγορές καί φωνάζουν δυνατά στούς φίλους τους καί λένε: 17 Σᾶς παίξαμε χαρούμενα τραγούδια μέ τόν αὐλό, καί δέν χορέψατε· σᾶς μοιρολογήσαμε καί σᾶς εἴπαμε τραγούδια θλιβερά, καί δέν χτυπήσατε τά στήθη σας καί τό κεφάλι σας κλαίγοντας ἀπαρηγόρητα. 18 Οἱ ἄνθρωποι τῆς γενιᾶς αὐτῆς εἶναι δύστροποι καί δέν μπορεῖ κανείς νά τούς βρεῖ πουθενά. Διότι ἦλθε ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος οὔτε ἔτρωγε οὔτε ἔπινε ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἀλλά ζοῦσε ἀσκητικά, καί εἶπαν γι’ αὐτόν: Εἶναι ἀκοινώνητος καί μελαγχολικός καί ἔχει μέσα του δαιμόνιο. 19 Ἦλθε ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου, πού τρώει καί πίνει ὡς ἐγκρατής ἀλλά κοινωνικός ἄνθρωπος, καί λένε: Νά ἕνας ἄνθρωπος φαγάς καί οἰνοπότης, φίλος τῶν τελωνῶν καί τῶν ἁμαρτωλῶν. Κι ἔτσι θαυμάσθηκε ἡ θεία σοφία ἐπειδή εἶναι δίκαιη καί ἐργάσθηκε σοφά γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ὄχι ἀπό ὅλους, ὅπως θά ἔπρεπε, ἀλλά μόνο ἀπ’ τούς ἀνθρώπους πού εἶναι πραγματικά συνετοί κι ἔχουν πνεῦμα σοφίας. 20 Τότε ἄρχισε ὁ Ἰησοῦς νά μέμφεται καί νά κατηγορεῖ τίς πόλεις στίς ὁποῖες εἶχαν γίνει τά περισσότερα θαύματά του, διότι δέν μετανόησαν.