Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Δευτ. ε΄ ἑβδ. Ματθ. (Μτθ. ιβ΄ 9 – 13):
9 Καὶ μεταβὰς ἐκεῖθεν ἦλθεν εἰς τὴν συναγωγὴν αὐτῶν. 10 καὶ ἰδοὺ ἄνθρωπος ἦν ἐκεῖ τὴν χεῖρα ἔχων ξηράν· καὶ ἐπηρώτησαν αὐτὸν λέγοντες· εἰ ἔξεστι τοῖς σάββασι θεραπεύειν; ἵνα κατηγορήσωσιν αὐτοῦ. 11 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τίς ἔσται ἐξ ὑμῶν ἄνθρωπος ὃς ἕξει πρόβατον ἕν, καὶ ἐὰν ἐμπέσῃ τοῦτο τοῖς σάββασιν εἰς βόθυνον, οὐχὶ κρατήσει αὐτὸ καὶ ἐγερεῖ; 12 πόσῳ οὖν διαφέρει ἄνθρωπος προβάτου; ὥστε ἔξεστι τοῖς σάββασι καλῶς ποιεῖν. 13 τότε λέγει τῷ ἀνθρώπῳ· ἔκτεινόν σου τὴν χεῖρα· καὶ ἐξέτεινε, καὶ ἀποκατεστάθη ὑγιὴς ὡς ἡ ἄλλη.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
9 Κι ἀφοῦ ἔφυγε ἀπό ἐκεῖ ὅπου ἔγινε ἡ συζήτηση αὐτή, ἦλθε στή συναγωγή τους. 10 Καί ἰδού, ἦταν ἐκεῖ κάποιος ἄνθρωπος πού εἶχε ξερό καί ἀκίνητο τό χέρι του. Καί τόν ρώτησαν: Ἐπιτρέπεται ἀπό τό νόμο νά ἐνεργεῖ κανείς θεραπεῖες τό Σάββατο; Καί τόν ρώτησαν ὄχι γιά νά διδαχθοῦν, ἀλλά γιά νά τόν κατηγορήσουν γιά τήν ἀπάντηση πού θά ἔδινε. 11 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τούς εἶπε: Ποιός ἄνθρωπος ἀπό σᾶς θά βρεθεῖ πού θά ἔχει ἕνα πρόβατο, καί ἄν τοῦ πέσει αὐτό μέσα σέ λάκκο τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου δέν θά τό πιάσει καί δέν θά τό σηκώσει; 12 Πόσο λοιπόν διαφέρει ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό πρόβατο; Ἀναμφίβολα ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτερος ἀπό τό πρόβατο. Συνεπῶς τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου ἐπιτρέπεται νά κάνει κανείς τό καλό καί σέ ζῶα, ἀλλά πολύ περισσότερο σέ ἀνθρώπους. 13 Τότε λέει στόν ἄνθρωπο: Ἅπλωσε τό χέρι σου. Κι ἐκεῖνος, ἐνῶ ἀπό τήν ἀσθένειά του δυσκολευόταν νά τό κάνει αὐτό, ὅμως φανερώνοντας τήν πίστη του κατέβαλε προσπάθεια καί τό ἅπλωσε· καί ἐπανῆλθε τό χέρι του στήν προηγούμενη κατάσταση, ὑγιές σάν τό ἄλλο.