Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης

Α. Οἱ σπου­δές του καί οἱ πό­θοι του.

Δέν ὑ­πάρ­χει καμ­μί­α ἀμ­φι­βο­λί­α ὅ­τι τό Ἁ­γι­ώ­νυ­μο Ὅ­ρος δέν εἶ­ναι μό­νο μου­σεῖ­ο χει­ρο­γρά­φων καί κέν­τρο μο­να­χι­κής πο­λι­τεί­ας μέ πα­νάρ­χαι­ους κα­νο­νι­σμούς. Εἶ­ναι καί ἐρ­γα­στή­ριο, στό ὁ­ποῖ­ο κα­ταρ­τί­σθη­καν ἅ­γιοι, πού κο­σμοῦν τή θρι­αμ­βεύ­ου­σα Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Μί­α τέ­τοι­α μορ­φή εἶ­ναι ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της.

Στό νη­σί τῆς Νά­ξου γεν­νή­θη­κε ὁ Νι­κό­δη­μος τό 1749. Νι­κό­λα­ος ἦ­ταν τό βα­πτι­στι­κό του ὄ­νο­μα. Ἀν­τώ­νιος ὀ­νο­μα­ζό­ταν ὁ πα­τέ­ρας του. Ἀ­να­στα­σί­α ἡ μη­τέ­ρα του. Καλ­λι­βούρ­τσης ἦ­ταν τό ἐ­πώ­νυ­μο τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς του. Φτω­χοί ἦ­ταν οἱ γο­νεῖς του. Ἡ βα­θειά ὅ­μως εὐ­σέ­βεια δι­έ­κρι­νε καί τούς δυ­ό. «Ἐν παι­δεί­ᾳ καί νου­θε­σί­ᾳ Κυ­ρί­ου» (Ἐ­φεσ. στ΄ 4) ἀ­να­τρά­φη­κε ὁ μι­κρός Νι­κό­λα­ος. Ἀ­πό τή μι­κρή του ὅ­μως ἡ­λι­κί­α ἔ­δει­ξε ὅ­τι ἦ­ταν ἐ­φο­δι­α­σμέ­νος μέ πολ­λά προ­σόν­τα καί χα­ρί­σμα­τα. Δι­α­νο­η­τι­κά, ἀλ­λά καί πνευ­μα­τι­κά χα­ρί­σμα­τα. Τά ἐγ­κύ­κλια γράμ­μα­τα τά ἔ­μα­θε ὁ Νι­κό­λα­ος στό νη­σί του, φοι­τών­τας στήν ὀ­νο­μα­στή σχο­λή τῆς Νά­ξου, ἡ ὁ­ποί­α λει­τουρ­γοῦ­σε ἐ­κεῖ μέ­χρι τό 1821, καί εἶ­χε δι­δά­σκα­λό του τόν σο­φό δι­δά­σκα­λο Χρύ­σαν­θο, ἀ­δελ­φό τοῦ ἐ­θνα­πο­στό­λου καί Ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος Κο­σμᾶ τοῦ Αἰ­τω­λοῦ. Συμ­πλη­ρώ­νει τίς γνώ­σεις του στήν πε­ρί­φη­μη Εὐ­αγ­γε­λι­κή Σχο­λή τῆς Σμύρ­νης, στήν ὁ­ποί­α φοί­τη­σε γιά μί­α ὁ­λό­κλη­ρη πεν­τα­ε­τί­α καί στήν ὁ­ποί­α ἔ­δει­ξε ὅ­λο τόν πλοῦ­το τῶν πολ­λῶν του χα­ρι­σμά­των. Γνώ­ρι­ζε ἀ­πέ­ξω ὅ­σα δι­ά­βα­ζε, γρά­φει συμ­μα­θη­τής του στή Σχο­λή, ὄ­χι μό­νο φι­λο­σο­φι­κές, οἰ­κο­νο­μι­κές, ἰ­α­τρι­κές, ἀ­στρο­νο­μι­κές καί στρα­τι­ω­τι­κές πραγ­μα­τεῖ­ες, ἀλ­λά καί ὅ­λους τους ποι­η­τές, τούς ἱ­στο­ρι­κούς, πα­λιούς καί νέ­ους. Ἕλ­λη­νες καί Λα­τί­νους, κα­θώς ἐ­πί­σης καί τά συγ­γράμ­μα­τα τῶν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων. Ἀρ­κοῦ­σε μί­α φο­ρά νά δι­ά­βα­σει ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε βι­βλί­ο, γιά νά τό θυ­μᾶ­ται σέ ὅ­λη του τή ζω­ή.

Ἐάν ἔ­δει­ξε σπα­νί­α καί μο­να­δι­κή ἐ­πί­δο­ση στά γράμ­μα­τα καί τή δι­α­νο­η­τι­κή μόρ­φω­ση, ἔ­δει­ξε ὅ­μως ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο καί τήν ἀ­γω­νι­στι­κή δι­ά­θε­ση γιά ψυ­χι­κή μόρ­φω­ση καί πα­ρου­σί­α­σε ὡ­ρι­μό­τη­τα μο­να­δι­κή, ὥ­στε νά θαυ­μά­ζε­ται ἀ­πό κα­θη­γη­τές καί συ­να­δέλ­φους. Ἀ­φοῦ ἀ­πο­φοί­τη­σε ἀ­πό τή Σχο­λή τό 1770, ἐ­πι­στρέ­φει στήν ἰ­δι­αί­τε­ρή του πα­τρί­δα, ὅ­που ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Ἄν­θι­μος τόν προ­σέ­λα­βε γραμ­μα­τέ­α του μέ προ­ο­πτι­κή νά τόν ἑ­τοι­μά­σει γιά κλη­ρι­κό. Ὅ­μως τά μά­τια τοῦ νε­α­ροῦ Νι­κο­λά­ου ἀλ­λοῦ ἦ­ταν στραμ­μέ­να. Πο­θοῦ­σε τήν ἄ­σκη­ση καί τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή καλ­λι­έρ­γεια μα­κριά ἀ­πό τόν κό­σμο. Ὁ πό­θος του αὐ­τός ὁ ὁ­ποῖ­ος γι­γαν­τω­νό­ταν μέ τήν ἐ­πι­κοι­νω­νί­α του μέ εὐ­σε­βεῖς ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες μο­να­χούς, κα­θώς καί μέ τόν ὀ­νο­μα­στό καί ἅ­γιο Μη­τρο­πο­λί­τη Κο­ριν­θί­ας Μα­κά­ριο Νο­τα­ρά καί τόν σο­φό Ἀ­θα­νά­σιο τόν Πά­ριο δέν θά ἀρ­γή­σει νά γί­νει πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Σέ ἡ­λι­κί­α 26 ἐ­τῶν τό 1775 φθά­νει πράγ­μα­τι στό Ὅ­ρος. Θε­ω­ρη­τι­κά γνώ­ρι­ζε πολ­λά γιά τό κέν­τρο αὐ­τό τοῦ Ὀρ­θο­δό­ξου Ἀ­να­το­λι­κοῦ μο­να­χι­σμοῦ, ὅ­πως τήν ἱσ­το­ρί­α του, τίς πολ­λές ἔ­ρι­δες οἱ ὁ­ποῖ­ες εἶ­χαν ἐ­κεῖ­νο ἐ­πί­κεν­τρο, κα­θώς καί ὅ­τι ἐ­κεῖ καλ­λι­ερ­γοῦν­ταν τό γνή­σιο πνεῦ­μα τῆς Ὀρ­θο­δο­ξίας. Τώ­ρα ὅ­μως θά τό μά­θει καί στήν πρά­ξη. Θά θαυ­μά­σει τούς θη­σαυ­ρούς του καί τίς βι­βλι­ο­θῆ­κες του. Θά θαυ­μά­σει ὅ­μως καί τήν ἄ­σκη­ση καί τήν ἀ­ρε­τή καί τήν ἁ­γι­ό­τη­τα τῶν ἐ­κεῖ ἀ­σκου­μέ­νων πα­τέ­ρων. Ἤ μᾶλ­λον θά πρό­σθε­σει κι αὐ­τός τόν ἑ­αυ­τό του στή χο­ρεί­α ἐ­κεί­νων, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­τα­ξαν τούς ἑ­αυ­τούς τους στό νά εὐ­α­ρε­στή­σουν στόν Θε­ό, καλ­λι­ερ­γών­τας τίς ἀ­ρε­τές τοῦ Πνεύ­μα­τος.

Ὅ­ταν ἦλ­θε στό Ἅ­γιον Ὅ­ρος ὁ Νι­κό­λα­ος μό­να­σε στή μο­νή τοῦ ἁ­γί­ου Δι­ο­νυ­σί­ου, πα­ρα­μέ­νον­τας σ’ αὐ­τήν γιά μί­α δι­ε­τί­α. Προ­σεύ­χε­ται ἐ­κεῖ, δι­α­κο­νεῖ, νη­στεύ­ει, ἀ­γω­νί­ζε­ται νά νε­κρώ­σει κά­θε τί πού εἶ­ναι ξέ­νο πρός τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, κοι­νω­νεῖ τοῦ Δε­σπο­τι­κοῦ Σώ­μα­τος καί Αἵ­μα­τος. Ἐ­κεῖ κεί­ρε­ται καί μο­να­χός καί παίρ­νει τό ὄ­νο­μα Νι­κό­δη­μος.

Δέν εἶ­ναι ὅ­μως ὁ Νι­κό­δη­μος ἀ­πό τούς ἀν­θρώ­πους πού, ὅ­ταν ἱ­κα­νο­ποι­η­θοῦν ἀ­πό μί­α κα­λή τα­κτο­ποί­η­ση, παύ­ουν νά ζη­τοῦν κά­τι ἀ­νώ­τε­ρο καί ὑ­ψη­λό­τε­ρο. Οὔ­τε ἀ­νή­κει στήν κα­τη­γο­ρί­α τῶν ἀν­θρώ­πων ἐ­κεί­νων πού κρύ­βουν τό τά­λα­ν­το καί δέν χρη­σι­μο­ποι­οῦν τίς ἱ­κα­νό­τη­τες, πού τούς χά­ρι­σε ὁ Θε­ός, γιά γε­νι­κό­τε­ρη ὠ­φέ­λεια καί οἰ­κο­δο­μή. Γι’ αὐ­τό, ἐ­νῶ εἶ­ναι πρό­τυ­πο καί ὑ­πό­δειγ­μα μο­να­χοῦ στή μο­νή του, γιά κά­ποι­ο με­γά­λο χρο­νι­κό δι­α­στή­μα­τα τήν ἀ­πο­χω­ρί­ζε­ται, προ­κει­μέ­νου νά γνω­ρί­σει καί ἄλ­λους εὐ­σε­βεῖς μο­να­χούς, νά πα­ρα­δειγ­μα­τι­σθεῖ ἀ­πό τή ζω­ή τους καί νά με­λε­τή­σει στίς πλού­σι­ες βι­βλι­ο­θῆ­κες, γιά νά γρά­ψει ἔρ­γα γε­μά­τα σο­φί­α καί πνευ­μα­τι­κό­τη­τα, μέ τά ὁ­ποῖ­α μορ­φώ­θη­καν χι­λιά­δες ψυ­χές καί οἰ­κο­δο­μή­θη­καν πνευ­μα­τι­κά.

Ἔ­τσι στήν ἡ­συ­χί­α τοῦ Ἀ­θω­νος ὁ εὐ­σε­βής καί ἅ­γιος μο­να­χός ἐρ­γά­ζε­ται νύ­χτα καί ἡ­μέ­ρα γιά νά κα­ταρ­τί­ζει τόν ἑ­αυ­τό του στή χρι­στι­α­νι­κή τε­λει­ό­τη­τα, ἀλ­λά καί νά καλ­λι­ερ­γεῖ τά πλού­σια τά­λαν­τα πού τοῦ χά­ρι­σε ὁ Θε­ός. Ὑ­πῆρ­χε ἀμ­φι­βο­λί­α, ὅ­τι μί­α τέ­τοι­α ἐρ­γα­σί­α θά τόν ὁ­δη­γοῦ­σε σέ κο­ρυ­φές δό­ξας καί θά τόν ἀ­νε­δεί­κνυ­ε ἐ­ξαί­ρε­το ἐρ­γά­τη στόν ἀμ­πε­λώ­να τοῦ Κυ­ρί­ου;

Β. Δί­α πολ­λῶν θλί­ψε­ων.

Πολ­λές μο­νές καί σκῆ­τες ἐ­πι­σκέ­φθη­κε ὁ Νι­κό­δη­μος, ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὅ­μως συν­δέ­θη­κε μέ τήν Ἀ­δελ­φό­τη­τα τῶν Σκουρ­­ταί­ων μο­να­χῶν στίς Κα­ρυ­ές, κον­τά στούς ὁ­ποί­ους πα­ρέ­με­νε γιά με­γά­λα χρο­νι­κά δι­α­στή­μα­τα, με­λε­τών­τας, προ­σευ­χό­με­νος, συγ­γρά­φον­τας καί δε­χό­με­νος τίς ἀ­δελ­φι­κές τους πε­ρι­ποι­ή­σεις. Τό 1779 ὅ­μως ἀ­πο­φα­σί­ζει νά ἀ­να­λά­βει, ἕ­να μα­κρύ τα­ξί­δι στή Μολ­δο­βλα­χί­α, γιά νά συ­νάν­τη­σει ἕ­ναν Ρῶ­σο κοι­νο­βιά­ρχη, τόν Παί­σιο, ὁ ὁ­ποῖ­ος δι­α­κρι­νό­ταν γιά τήν ἁ­γι­ό­τη­τα τῆς ζω­ῆς του καί εἶ­χε ὑ­πό τήν κα­θο­δή­γη­σή του πά­νω ἀ­πό χί­λιους μο­να­χούς. Τό τα­ξί­δι ὅ­μως δέν εὐ­ο­δώ­νε­ται. Τό πλοῖ­ο στό ὁ­ποῖ­ο ἐ­πέ­βαι­νε, κιν­δυ­νεύ­ει νά βυ­θι­σθεῖ. Καί ὁ Νι­κό­δη­μος ἀ­πό τή Θά­σο, στήν ὁ­ποί­α ἀ­πο­βί­βα­σε ὁ πλοί­αρ­χος τούς ἐ­πι­βά­τες οἱ ὁποῖοι κιν­δύ­νευ­αν, ἐ­πι­στρέ­φει πά­λι στό Ὅ­ρος. Δέν πη­γαί­νει ὅ­μως στή μο­νή του, ἀλ­λά προ­τι­μᾶ νά κα­τοί­κη­σει στήν ἔ­ρη­μο τῆς Κα­ψά­λας, ἀ­σκού­με­νος ἐν­το­νότε­ρα σέ προ­σευ­χή, ἐρ­γα­ζό­με­νος καί συγ­γρά­φον­τας. Κα­νέ­να πε­ρι­ου­σια­κό στοι­χεῖ­ο δέν ἔ­χει στή δι­ά­θε­σή του. Ἐ­κτός ἀ­πό τήν κα­λύ­βη στήν ὁ­ποί­α κα­τοι­κεῖ, καί φέ­ρει τό ὄ­νο­μα Ἅ­γιος Ἀ­θα­νά­σιος, τί­πο­τε ἄλ­λο δέν ἔ­χει. Τόν ἄρ­το τόν παίρνει ἀ­πό μᾶς, ση­μει­ώ­νει ὁ βι­ο­γρά­φος του Εὐ­θύ­μιος. Μπο­ροῦ­σε μέ τήν μόρ­φω­ση πού εἶ­χε ἀ­πο­κτή­σει, νά εἶ­ναι πλού­σιος. Εἶ­ναι ὅ­μως πτω­χός θε­λη­μα­τι­κά, πλού­σιος ὅ­μως κα­τά Θε­όν, πλού­σιος σέ ἀ­ρε­τή καί ἁ­γι­ό­τη­τα, πλού­σιος σέ τέ­λεια αὐ­τα­πάρ­νη­ση καί κα­θα­ρό­τη­τα.

Ἀ­πό τήν κα­λύ­βη τοῦ ἐ­κεί­νη τό 1782 ἀ­να­χω­ρεῖ καί ἔρ­χε­ται στό ἐ­ρη­μο­νή­σι τῆς Σκυ­ρο­πού­λας ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πό τήν ἀ­να­το­λι­κή πλευ­ρά τῆς Εὐ­βοί­ας. Γιά ποι­όν ἄ­ρα­γε λό­γο ἔρ­χε­ται ἐ­κεῖ, ἀ­φή­νον­τας τό Ὄ­ρος, τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­γά­πη­σε; Ὅ­σοι ἀ­σχο­λή­θη­καν μέ τή συγ­γρα­φή τῆς ζω­ῆς του πι­στεύ­ουν ὅ­τι τό ἔ­κα­νε αὐ­τό γιά νά ἀ­πο­φύ­γει τίς ἐ­νο­χλή­σεις τῶν ἀ­δελ­φῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι συ­νέρ­ρε­αν ὄ­χι μό­νο ἀ­πό τίς μο­νές καί τίς σκῆ­τες, ἀλ­λά ἔρ­χον­ταν καί ἔ­ξω ἀ­πό τό Ἅ­γιον Ὅ­ρος. Ἐ­κεῖ πα­ρα­μέ­νει προ­σευ­χό­με­νος μό­νος μό­νο μέ τόν Θε­ό καί ἐρ­γα­ζό­με­νος τήν ἄ­γο­νη καί ἄ­νυ­δρη γῆ, γιά νά ἐ­ξοι­κο­νο­μεῖ τά ἀ­πα­ραί­τη­τα γιά τή συν­τή­ρη­σή του. Ὁ ἴ­διος γρά­φει: «τόν ἐρ­γα­τι­κόν καί χει­ρω­να­κτι­κόν βί­ον εἰ­λό­μην (­προ­τί­μη­σα), δι­κελ­λί­της γε­γο­νώς καί σκα­πα­νεύς, σπεί­ρων, θε­ρί­ζων καί κα­θ’ ἑ­κά­στην ἀ­λή­θων καί τἄλ­λα πάν­τα ποι­ῶν, οἷς ἡ πο­λύ­μο­χθος χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται τῶν ἐ­ρη­μο­νή­σων ζω­ή καί πο­λυ­ει­δής πε­ρι­πέ­τεια».

Ἕ­να μό­νο ἔ­τος πα­ρέ­μει­νε ὁ ἅ­γιος στή Σκυ­ρο­πού­λα. Τό 1783 ἐ­πέ­στρε­ψε καί πά­λι στήν κα­λύ­βη του στό Ὅ­ρος, ὅ­που καί ἔ­λα­βε τό μεγάλο μο­να­χι­κό σχῆ­μα. Τά με­τέ­πει­τα ἔ­τη τῆς ζω­ῆς του, τά πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πό τά ὁ­ποῖ­α τά πέ­ρα­σε μα­ζί μέ τούς μο­να­χούς πού ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν τήν ἀ­γα­πη­μένη του Ἀ­δελ­φό­τη­τα τῶν Σκουρ­ταί­ων, χω­ρίς ὅ­μως νά λη­σμο­νεῖ καί τήν ἔ­ρη­μο, τά ἀ­φι­έ­ρω­σε στή συγ­γρα­φή σπου­δαί­ων καί ἐ­ξαιρετικά οἰ­κο­δο­μη­τι­κῶν συγ­γραμ­μά­των. Ἡ ὑ­πό­λοι­πη ζω­ή του δι­ῆλ­θε μέ­σα σέ πο­λύ κό­πο καί στέ­ρη­ση, ἀλ­λά καί ἀ­σθέ­νει­ες πού τόν τα­λαι­πω­ροῦ­σαν γιά με­γά­λο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα· ἀκό­μη καί πολ­λές θλί­ψεις καί ὀ­δύ­νες, τίς ὁ­ποῖ­ες τοῦ προ­ξε­νοῦ­σαν μο­να­χοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι, πα­ρε­ξη­γών­τας τό γνή­σιο χρι­στι­α­νι­κό πνεῦ­μα τῶν συγ­γρα­φῶν του, τόν κα­τη­γο­ροῦν ὡς ἄν­θρω­πο πού δέν πο­ρεύ­ε­ται σύμφωνα μέ τήν πα­ρά­δο­ση, ἀλ­λά ὑ­πο­στη­ρί­ζει καί δι­α­δί­δει ἰ­δέ­ες ξέ­νες πρός τό Ὀρ­θό­δο­ξο πνεῦ­μα. Ἔ­τσι δο­κί­μα­σε πολ­λές θλί­ψεις καί δι­ε­ξή­γα­γε πολ­λούς ἀ­γῶ­νες, ἰ­δι­αι­τέ­ρως με­τά τή δη­μο­σί­ευ­ση τοῦ κα­θα­ρῶς ὀρ­θο­δό­ξου καί πά­ρα πο­λύ σπου­δαί­ου ἔρ­γου του «Πε­ρί συ­νε­χοῦς θεί­ας Με­τα­λή­ψε­ως», στό ὁ­ποῖ­ο μέ βά­ση τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, τούς Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τούς κα­νό­νες τῶν Ἱ­ε­ρῶν Συ­νό­δων ὑ­πο­στή­ρι­ξε τή χρι­στι­α­νι­κή ἀ­λή­θεια γιά τήν ἀ­νάγ­κη τῆς τα­κτι­κῆς θείας Κοι­νω­νί­ας.

Οἱ βα­ρι­ές αὐ­τές θλί­ψεις μα­ζί μέ τούς ὑ­πε­ράν­θρω­πους κό­πους πού κα­τέ­βα­λε γιά τίς σπου­δαῖ­ες του συγ­γρα­φές, οἱ πολ­λές του στε­ρή­σεις καί ἡ αὐ­στη­ρό­τα­τή του ἀ­σκή­ση ἔ­καμ­ψαν τήν πάν­το­τε ἐ­πι­σφα­λή ὑ­γεί­α του. Καί ἀ­νά­με­σα στούς ἀ­γα­πη­τούς του Σκουρ­ταί­ους, μέ τούς ὁ­ποί­ους συμ­πνευ­μα­τι­ζό­ταν, στίς 14 Ἰ­ου­λί­ου, ἀ­φοῦ με­τέ­λα­βε τῶν Ἄ­χραν­των Μυ­στη­ρί­ων καί ἀ­νε­φώ­νη­σε γε­μά­τος πνευ­μα­τι­κή εὐ­φρο­σύ­νη: «τόν Χρι­στόν ἔ­βα­λα μέ­σα μου», ἔ­κλει­σε τά μά­τια του γιά νά με­ταβεῖ στήν ἄλ­λη, τήν μα­κά­ρια καί τρι­σευ­δαί­μο­να ζω­ή. Καί ὅ­πως γρά­φει ὁ βι­ο­γρά­φος τοῦ Εὐ­θύ­μιος, «ἀ­να­τέλ­λον­τος τοῦ αἰ­σθη­τοῦ ἡ­λί­ου εἰς τήν γῆν, ἐ­βα­σί­λευ­σεν ὁ νο­η­τός ἥ­λιος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρί­στου».

«Ἔλ­λει­ψεν ὁ πύ­ρι­νος στύ­λος…, ἐ­κρύ­βη ἡ νε­φέ­λη ἡ δρο­σί­ζου­σα τούς τη­κο­μέ­νους τῷ καύ­σω­νι τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν. Ἐ­πέν­θη­σαν οἱ φί­λοι καί οἱ γνω­στοί καί ὅ­λοι οἱ Χρι­στια­νοί, ἐκ τῶν ὁ­ποί­ων εἷς Χρι­στια­νός, ἄν καί ἀ­γράμ­μα­τος, εἶ­πε τοι­οῦ­τον λό­γον: Πα­τέ­ρες μου, κα­λύ­τε­ρον ἦ­ταν νά ἀ­πέ­θνη­σκον σή­με­ρον χί­λιοι Χρι­στια­νοί καί ὄ­χι ὁ Νι­κό­δη­μος».

Τό σκή­νω­μά του τά­φη­κε σέ κά­ποι­ο τό­πο κον­τά στόν Να­ό τοῦ Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου τῶν Σκουρ­ταί­ων. Ὁ ἀ­πέ­ριτ­τος σταυ­ρός, πού τέ­θη­κε στόν τά­φο του, ἔ­γρα­φε: «Ἔν­θα­δε κεῖ­ται μο­να­χός Νι­κό­δη­μος ἐκ Να­ξί­ας. Ἔ­κοι­μη­θη ἐν Κυ­ρί­ῳ τήν 14ην Ἰ­ου­λί­ου 1809 εἰς ἡ­λι­κί­αν 60 ἐ­τῶν».

Με­τά ἀ­πό ἑ­κα­τόν πε­νήν­τα πε­ρί­που χρό­νια ἡ Ἁ­γί­α καί Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δος τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Θρό­νου ἀ­να­κή­ρυ­ξε τόν ὅ­σιο Νι­κό­δη­μο ἅ­γιο καί πα­ρήγ­γει­λε στίς Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες νά τι­μοῦν τή μνή­μη του τήν ἡ­μέ­ρα τῆς ἐ­ξό­δου του. «Θε­σπί­ζο­μεν Συ­νο­δι­κῶς, ἔ­γρα­φε, καί δι­ο­ρι­ζό­με­θα καί ἐν Ἁ­γί­ῳ δι­α­κε­λευ­ό­με­θα Πνεύ­μα­τι, ὅ­πως ἀ­πό τοῦ νῦν καί εἰς τόν ἑξῆς αἰ­ώ­να τόν ἅ­παν­τα, Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της συ­να­ριθ­μῆ­ται τοίς Ὁ­σί­οις καί Ἁ­γί­οις τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀν­δρά­σι.

Γ. Ὁ πο­λυ­γρα­φό­τα­τος συγ­γρα­φεύς.

Πλῆ­θος συγ­γραμ­μά­των έ­γρα­ψε ὁ σο­φός ἀ­σκη­τής. Βι­βλι­ο­θή­κη ὁ­λό­κλη­ρη ἀ­πο­τε­λοῦν τά ἔρ­γα του. Οἱ συγ­γρα­φές του κα­λύ­πτουν πολ­λούς το­μεῖς τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς γραμ­μα­το­λο­γί­ας. Μπο­ροῦν νά δι­αι­ρε­θοῦν σέ ἑρ­μη­νευ­τι­κά, οἰ­κο­δο­μη­τι­κά, ἱ­στο­ρι­κά, βί­ους ἁ­γί­ων, ὁ­μι­λί­ες καί πα­ραι­νέ­σεις. Σέ ὅ­λα κα­τα­φαί­νε­ται ὁ σο­φός, ὁ ἄν­θρω­πος μέ τίς ἀ­πέ­ραν­τες γνώ­σεις καί τήν κα­τάρ­τι­ση, τήν ὁ­ποί­α ἔ­λα­βε ἀ­πό σπου­δές καί με­λέ­τες, ἀλ­λά καί ὁ πι­στός μα­χη­τής, ὁ ἄν­θρω­πος μέ τήν βα­θειά εὐ­σέ­βεια, τόν ἔν­θε­ο ζῆ­λο, τήν βα­θειά τα­πεί­νω­ση, τόν θεῖ­ο φω­τι­σμό, τήν τέ­λεια προ­σή­λω­ση στήν ἁ­γί­α μας Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Μέ­σα στά συγ­γράμ­μα­τά του δι­α­χύ­νε­ται τό ἄ­ρω­μα τῆς και­νῆς ἐν Χρι­στῷ ζω­ῆς, τῆς ἀ­να­γεν­νη­μέ­νης καρ­δί­ας πού φλε­γό­ταν ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ. Γε­νι­ές ὁ­λό­κλη­ρες τρά­φη­καν πνευ­μα­τι­κά καί ἐν­τρύ­φη­σαν στά βα­θυ­στό­χα­στα καί πά­ρα πο­λύ οἰ­κο­δο­μη­τι­κά συγ­γράμ­μα­τα τοῦ Νι­κό­δη­μου σέ ἐ­πο­χή μά­λι­στα, κα­τά τήν ὁ­ποί­α δέν ὑ­πῆρ­χαν πλού­σια βο­η­θή­μα­τα γιά τήν ἀ­νά­πτυ­ξη πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς.

Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια, ὅ­τι ὅ­λα τό ἔρ­γα, τά ὁ­ποῖ­α φέ­ρουν τό ὄ­νο­μά του, δέν εἶ­ναι τε­λεί­ως δι­κά του, ἀλ­λά ἐ­πε­ξερ­γα­σί­α ἔρ­γων ἄλ­λων φί­λων καί συ­νερ­γα­τῶν του, ὅ­πως τοῦ Ἁ­γί­ου Μα­κα­ρί­ου του Νο­τα­ρᾶ, ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Κο­ρίν­θου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὁ­ρι­σμέ­να τά πα­ρέ­δω­σε σ’ ἐ­κεῖ­νον νά τά τα­κτο­ποι­ή­σει κα­λύ­τε­ρα, νά τά ἀ­πο­κα­θά­ρει, νά τά προ­λο­γί­σει. Ὅ­πως ἐ­πί­σης καί ἀρ­κε­τά εἶ­ναι με­τα­φρά­σεις ἔρ­γων πα­λαι­ό­τε­ρων ἀ­πό αὐ­τόν συγ­γρα­φέ­ων, τό ὁ­ποῖ­α, ἀ­φοῦ τά ἀ­πέ­δω­σε στή ἁ­πλο­ελ­λη­νι­κή δι­ά­λε­κτο, καί εἰ­δι­κό­τε­ρα στήν τό­τε ὀ­μι­λού­με­νη γλώσ­σα, τά πα­ρέ­δω­σε ὡς πο­λύ­τι­μη κλη­ρο­νο­μιά στούς πι­στούς καί τό ἔ­θνος.

Δέν θά δώ­σου­με ἐ­δῶ ὅ­λη τήν εἰ­κό­να τῆς πο­λυ­σχι­δοῦς συγ­γρα­φι­κῆς δρά­σε­ως τοῦ ὁ­σί­ου ἀ­σκη­τοῦ. Θά στα­θοῦ­με ὅ­μως σέ με­ρι­κά ἀ­πό τά πιό γνω­στά ἔρ­γα του, τά ὁ­ποῖα μέ πολ­λή ἐ­πι­μέ­λεια ἔ­φε­ρε σέ πέ­ρας.

Τό πρῶ­το πε­ρι­σπού­δα­στο βι­βλί­ο του: «Πε­ρί συ­νε­χοῦς θεί­ας Με­τα­λή­ψε­ως». Δη­μι­ούρ­γη­σε πο­λύ κρό­το, ἀλ­λά καί προ­κά­λε­σε με­γά­λες ἀν­τι­δρά­σεις, ὅ­ταν δη­μο­σι­εύ­θη­κε. Σέ μί­α ἐ­πο­χή, κα­τά τήν ὁ­ποί­α ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε ἡ βα­θεί­α ἄ­γνοι­α ὄ­χι μό­νο με­τα­ξύ τῶν λαϊ­κῶν, ἀλ­λά καί πολ­λῶν κλη­ρι­κῶν ὡς πρός τό με­γά­λο καί ζω­ο­πά­ρο­χο αὐ­τό Μυ­στή­ριο καί οἱ πολ­λοί κοι­νω­νοῦ­σαν δυ­ό ἡ τρεῖς φο­ρές τό χρό­νο, φρο­νών­τας μά­λι­στα, ὅ­τι αὐ­τή εἶ­ναι ἡ ἐ­πί­ση­μη δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ Νι­κό­δη­μος ὑ­ψώ­νει τό ἀ­νά­στη­μά του καί λέ­ει: Ἡ συ­νή­θεια τῆς τό­σο ἀ­ραι­ῆς θεί­ας Κοι­νω­νί­ας εἶ­ναι συ­νή­θεια νε­ό­τε­ρη, ἡ ὁ­ποί­α εἰ­σῆλ­θε στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ψυ­χο­φθό­ρος και­νο­το­μί­α καί ἐν­τε­λῶς ξέ­νη πρός τήν ἀ­λη­θι­νή καί ὀρ­θή πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Πα­ρά τίς ἀν­τι­δρά­σεις πού δη­μι­ούρ­γη­σε τό βι­βλί­ο αὐ­τό, εἶ­ναι πλέ­ον βέ­βαι­ο, ὅ­τι συνέβαλε κα­θο­ρι­στι­κά στήν ἐ­πι­κρά­τη­ση τῆς τα­κτι­κῆς θεί­ας Κοι­νω­νί­ας, ἡ ὁ­ποί­α τό­σο πο­λύ συν­τέ­λε­σε στήν ἐ­ξύ­ψω­ση τῆς θρη­σκευ­τι­κό­τη­τος.

Ποί­ος ἀ­γνο­εῖ ἔ­πει­τα τό «Πη­δά­λιον τῆς νο­η­τῆς νη­ός», τό πο­λύ­τι­μο αὐ­τό κτῆ­μα καί ἀ­πό­κτη­μα τῶν Χρι­στια­νῶν; Πε­ρι­έ­χει τούς θεί­ους καί ἱ­ε­ρούς Κα­νό­νες τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων καί τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν καί το­πι­κῶν Συ­νό­δων καί τῶν Ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων, μέ ἑρ­μη­νεί­α τῶν δι­α­ση­μό­τε­ρων κα­νο­νο­λό­γων καί πλῆ­θος μέ πλού­σι­ες καί πά­ρα πο­λύ δι­α­φω­τι­στι­κές ὑ­πο­ση­μει­ώ­σεις.

Ἄν­θρω­πος βα­θύ­τα­τα πνευ­μα­τι­κός ὁ Νι­κό­δη­μος καί μέ με­γά­λη ἁ­γι­ό­τη­τα βί­ου θέ­λη­σε νά βο­η­θή­σει τούς πι­στούς, ἀλ­λά καί τούς δι­α­κό­νους τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἐξο­μο­λο­γή­σε­ως κλη­ρι­κούς ὡς πρός τό ὕ­ψος τοῦ Μυ­στη­ρί­ου. Καί μᾶς πα­ρέ­δω­σε τό θαυ­μά­σιο Ἐ­ξο­μο­λο­γη­τά­ριό του, στό ὁ­ποῖ­ο ὄ­χι μό­νο ἑρ­μη­νεύ­ει τούς 38 κα­νό­νες τοῦ Ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Νη­στευ­τοῦ, ἀλ­λά πα­ρέ­χει πά­ρα πολ­λά βο­η­θη­τι­κά στοι­χεῖ­α, ψυ­χο­λο­γι­κά, πνευ­μα­τι­κά κλπ., γιά νά βο­η­θοῦν­ται οἱ πι­στοί σέ μί­α πραγ­μα­τι­κή με­τά­νοι­α καί εἰ­λι­κρι­νή ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, ἀλ­λά καί οἱ κλη­ρι­κοί στό νά ἐμ­βα­θύ­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρο στήν ἄ­βυσ­σο τῆς ἀν­θρω­πί­νης καρ­δί­ας καί νά τήν θε­ρα­πεύ­ουν.

Τί νά ποῦ­με τώ­ρα γιά τό «Συμ­βου­λευ­τι­κόν ἐγ­χει­ρί­δι­ον», τό ὁ­ποῖ­ο ­γρά­φτηκε γιά τόν ξά­δελ­φό του Ἱ­ε­ρό­θε­ο, ἐ­πί­σκο­πο Εὐ­ρί­που, καί στό ὁ­ποῖ­ο δί­νον­ται ὁ­δη­γί­ες πρός Ἱ­ε­ράρ­χες, ἀλ­λά καί πρός τόν εὐ­σε­βῆ λα­ό;

Ἤ γιά τά ἀ­σκη­τι­κά καί οἰ­κο­δο­μη­τι­κά του συγ­γράμ­μα­τα, γιά τή «Φιλοκαλία», γιά τόν «Εὐ­ερ­γε­τι­νό», γιά τόν «Ἀ­ό­ρα­το πό­λε­μο» καί τά «Πνευ­μα­τι­κά γυ­μνά­σμα­τα», γιά τήν «Χρη­στο­ή­θεια» καί τόν «Συ­να­ξα­ρι­στή» καί τό­σα ἀλ­λά ἔρ­γα του πα­ρό­μοι­ου πε­ρι­ε­χο­μέ­νου; Πνεῦ­μα κα­θα­ρό, πά­ρα πο­λύ βο­η­θη­τι­κό στήν κα­τα­πο­λέ­μη­ση τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, τή μύ­η­ση στήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή, καί γνώ­ση ἀ­πέ­ραν­τη τῆς Νη­πτι­κῆς καί ἀ­σκη­τι­κῆς γραμ­μα­το­λο­γί­ας μέ μί­α σα­φή­νεια πού κα­τα­πλήτ­τει, εἶ­ναι τά γνω­ρί­σμα­τα τῶν ἔρ­γων του αὐ­τῶν, τά ὁ­ποῖα κα­τα­λαμ­βά­νουν χι­λιά­δες σε­λί­δων.

Μή­πως ὅ­μως καί τό ἑρ­μη­νευ­τι­κά του ἔρ­γα εἶ­ναι μι­κρό­τε­ρης ση­μα­σί­ας; Οἱ δε­κα­τέσ­σα­ρις ἐ­πι­στο­λές τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου καί οἱ ἑ­πτά Κα­θο­λι­κές Ἐ­πι­στο­λές, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἑρ­μη­νεύ­θη­καν μέ βά­ση τίς ἑρ­μη­νεῖ­ες τῶν Πα­τέ­ρων, εἶ­ναι σπου­δαῖ­α ἔρ­γα γιά τήν κα­τα­νό­η­ση τοῦ λό­γου τοῦ Θε­οῦ. Ἀλ­λά καί «ὁ κῆ­πος τῶν χα­ρί­των» μέ τήν ἑρ­μη­νεί­α τῶν ἐν­νέ­α ὠ­δῶν τοῦ Ψαλ­τη­ρί­ου, «ἡ νέ­α Κλί­μαξ» μέ τήν ἑρ­μη­νεί­α τῶν Ἀ­να­βαθ­μῶν καί τό «Ψαλ­τή­ριον Εὐ­θυ­μί­ου τοῦ Ζυ­γα­βι­νοῦ» τόν πα­ρου­σιά­ζουν σπου­δαῖ­ο καί ἀ­ξι­ό­λο­γο ἑρ­μη­νευ­τή, πού συν­δυά­ζει τήν ἀ­κρί­βεια τῆς ἀ­πο­δό­σε­ως τοῦ νο­ή­μα­τος μέ πλου­σί­α οἰ­κο­δο­μη­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α.

Τέ­λος τά ἅ­παν­τα τοῦ Συ­με­ών τοῦ νέ­ου Θε­ο­λό­γου καί τά ἅ­παν­τα τοῦ Ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Πα­λα­μᾶ φέρ­νουν τόν ἀ­να­γνώ­στη σέ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μέ τούς δυ­ό αὐ­τούς μυ­στι­κούς της Ἀ­να­το­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­πως τό «Νέ­ον ἐ­κλό­γιον» καί τό «Νέ­ον μαρ­τυ­ρο­λό­γιον» προ­βάλ­λουν γιά μί­μη­ση τούς ἁ­γί­ους καί μάρ­τυ­ρες τῶν χρι­στι­α­νι­κῶν γε­νε­ῶν μέ­χρι τά νε­ό­τε­ρα χρό­νια.

Θαυ­μα­στή ὁ­μο­λο­γου­μέ­νως ἡ συγ­γρα­φι­κή του πα­ρα­γω­γή. Καί μά­λι­στα μέ­σα σέ τό­σες οἰ­κο­νο­μι­κές δυ­σκο­λί­ες πού ἀν­τι­με­τώ­πι­ζε, τό­σες στε­ρή­σεις τῶν ἀ­πα­ραί­τη­των ὑ­λι­κῶν γιά τήν συγ­γρα­φή καί τήν ἐ­κτύ­πω­ση, καί μέ τό­σο ἀ­σθε­νι­κό ὀρ­γα­νι­σμό. Ὑ­πάρ­χει ἀμ­φι­βο­λί­α, ὅ­τι ὁ σύγ­χρο­νος ἅ­γιος χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε ὡς «δε­ξιόν ὄρ­γα­νον τοῦ Θε­οῦ» γιά τήν οἰ­κο­δο­μή τῶν πι­στῶν;

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου