Α. Οἱ σπουδές του καί οἱ πόθοι του.
Δέν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία ὅτι τό Ἁγιώνυμο Ὅρος δέν εἶναι μόνο μουσεῖο χειρογράφων καί κέντρο μοναχικής πολιτείας μέ πανάρχαιους κανονισμούς. Εἶναι καί ἐργαστήριο, στό ὁποῖο καταρτίσθηκαν ἅγιοι, πού κοσμοῦν τή θριαμβεύουσα Ἐκκλησία τοῦ οὐρανοῦ. Μία τέτοια μορφή εἶναι ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Στό νησί τῆς Νάξου γεννήθηκε ὁ Νικόδημος τό 1749. Νικόλαος ἦταν τό βαπτιστικό του ὄνομα. Ἀντώνιος ὀνομαζόταν ὁ πατέρας του. Ἀναστασία ἡ μητέρα του. Καλλιβούρτσης ἦταν τό ἐπώνυμο τῆς οἰκογένειάς του. Φτωχοί ἦταν οἱ γονεῖς του. Ἡ βαθειά ὅμως εὐσέβεια διέκρινε καί τούς δυό. «Ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου» (Ἐφεσ. στ΄ 4) ἀνατράφηκε ὁ μικρός Νικόλαος. Ἀπό τή μικρή του ὅμως ἡλικία ἔδειξε ὅτι ἦταν ἐφοδιασμένος μέ πολλά προσόντα καί χαρίσματα. Διανοητικά, ἀλλά καί πνευματικά χαρίσματα. Τά ἐγκύκλια γράμματα τά ἔμαθε ὁ Νικόλαος στό νησί του, φοιτώντας στήν ὀνομαστή σχολή τῆς Νάξου, ἡ ὁποία λειτουργοῦσε ἐκεῖ μέχρι τό 1821, καί εἶχε διδάσκαλό του τόν σοφό διδάσκαλο Χρύσανθο, ἀδελφό τοῦ ἐθναποστόλου καί Ἱερομάρτυρος Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Συμπληρώνει τίς γνώσεις του στήν περίφημη Εὐαγγελική Σχολή τῆς Σμύρνης, στήν ὁποία φοίτησε γιά μία ὁλόκληρη πενταετία καί στήν ὁποία ἔδειξε ὅλο τόν πλοῦτο τῶν πολλῶν του χαρισμάτων. Γνώριζε ἀπέξω ὅσα διάβαζε, γράφει συμμαθητής του στή Σχολή, ὄχι μόνο φιλοσοφικές, οἰκονομικές, ἰατρικές, ἀστρονομικές καί στρατιωτικές πραγματεῖες, ἀλλά καί ὅλους τους ποιητές, τούς ἱστορικούς, παλιούς καί νέους. Ἕλληνες καί Λατίνους, καθώς ἐπίσης καί τά συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων. Ἀρκοῦσε μία φορά νά διάβασει ὁποιοδήποτε βιβλίο, γιά νά τό θυμᾶται σέ ὅλη του τή ζωή.
Ἐάν ἔδειξε σπανία καί μοναδική ἐπίδοση στά γράμματα καί τή διανοητική μόρφωση, ἔδειξε ὅμως ἀκόμη περισσότερο καί τήν ἀγωνιστική διάθεση γιά ψυχική μόρφωση καί παρουσίασε ὡριμότητα μοναδική, ὥστε νά θαυμάζεται ἀπό καθηγητές καί συναδέλφους. Ἀφοῦ ἀποφοίτησε ἀπό τή Σχολή τό 1770, ἐπιστρέφει στήν ἰδιαίτερή του πατρίδα, ὅπου ὁ Μητροπολίτης Ἄνθιμος τόν προσέλαβε γραμματέα του μέ προοπτική νά τόν ἑτοιμάσει γιά κληρικό. Ὅμως τά μάτια τοῦ νεαροῦ Νικολάου ἀλλοῦ ἦταν στραμμένα. Ποθοῦσε τήν ἄσκηση καί τήν ἐσωτερική καλλιέργεια μακριά ἀπό τόν κόσμο. Ὁ πόθος του αὐτός ὁ ὁποῖος γιγαντωνόταν μέ τήν ἐπικοινωνία του μέ εὐσεβεῖς ἁγιορεῖτες μοναχούς, καθώς καί μέ τόν ὀνομαστό καί ἅγιο Μητροπολίτη Κορινθίας Μακάριο Νοταρά καί τόν σοφό Ἀθανάσιο τόν Πάριο δέν θά ἀργήσει νά γίνει πραγματικότητα.
Σέ ἡλικία 26 ἐτῶν τό 1775 φθάνει πράγματι στό Ὅρος. Θεωρητικά γνώριζε πολλά γιά τό κέντρο αὐτό τοῦ Ὀρθοδόξου Ἀνατολικοῦ μοναχισμοῦ, ὅπως τήν ἱστορία του, τίς πολλές ἔριδες οἱ ὁποῖες εἶχαν ἐκεῖνο ἐπίκεντρο, καθώς καί ὅτι ἐκεῖ καλλιεργοῦνταν τό γνήσιο πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας. Τώρα ὅμως θά τό μάθει καί στήν πράξη. Θά θαυμάσει τούς θησαυρούς του καί τίς βιβλιοθῆκες του. Θά θαυμάσει ὅμως καί τήν ἄσκηση καί τήν ἀρετή καί τήν ἁγιότητα τῶν ἐκεῖ ἀσκουμένων πατέρων. Ἤ μᾶλλον θά πρόσθεσει κι αὐτός τόν ἑαυτό του στή χορεία ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἔταξαν τούς ἑαυτούς τους στό νά εὐαρεστήσουν στόν Θεό, καλλιεργώντας τίς ἀρετές τοῦ Πνεύματος.
Ὅταν ἦλθε στό Ἅγιον Ὅρος ὁ Νικόλαος μόνασε στή μονή τοῦ ἁγίου Διονυσίου, παραμένοντας σ’ αὐτήν γιά μία διετία. Προσεύχεται ἐκεῖ, διακονεῖ, νηστεύει, ἀγωνίζεται νά νεκρώσει κάθε τί πού εἶναι ξένο πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, κοινωνεῖ τοῦ Δεσποτικοῦ Σώματος καί Αἵματος. Ἐκεῖ κείρεται καί μοναχός καί παίρνει τό ὄνομα Νικόδημος.
Δέν εἶναι ὅμως ὁ Νικόδημος ἀπό τούς ἀνθρώπους πού, ὅταν ἱκανοποιηθοῦν ἀπό μία καλή τακτοποίηση, παύουν νά ζητοῦν κάτι ἀνώτερο καί ὑψηλότερο. Οὔτε ἀνήκει στήν κατηγορία τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων πού κρύβουν τό τάλαντο καί δέν χρησιμοποιοῦν τίς ἱκανότητες, πού τούς χάρισε ὁ Θεός, γιά γενικότερη ὠφέλεια καί οἰκοδομή. Γι’ αὐτό, ἐνῶ εἶναι πρότυπο καί ὑπόδειγμα μοναχοῦ στή μονή του, γιά κάποιο μεγάλο χρονικό διαστήματα τήν ἀποχωρίζεται, προκειμένου νά γνωρίσει καί ἄλλους εὐσεβεῖς μοναχούς, νά παραδειγματισθεῖ ἀπό τή ζωή τους καί νά μελετήσει στίς πλούσιες βιβλιοθῆκες, γιά νά γράψει ἔργα γεμάτα σοφία καί πνευματικότητα, μέ τά ὁποῖα μορφώθηκαν χιλιάδες ψυχές καί οἰκοδομήθηκαν πνευματικά.
Ἔτσι στήν ἡσυχία τοῦ Ἀθωνος ὁ εὐσεβής καί ἅγιος μοναχός ἐργάζεται νύχτα καί ἡμέρα γιά νά καταρτίζει τόν ἑαυτό του στή χριστιανική τελειότητα, ἀλλά καί νά καλλιεργεῖ τά πλούσια τάλαντα πού τοῦ χάρισε ὁ Θεός. Ὑπῆρχε ἀμφιβολία, ὅτι μία τέτοια ἐργασία θά τόν ὁδηγοῦσε σέ κορυφές δόξας καί θά τόν ἀνεδείκνυε ἐξαίρετο ἐργάτη στόν ἀμπελώνα τοῦ Κυρίου;
Β. Δία πολλῶν θλίψεων.
Πολλές μονές καί σκῆτες ἐπισκέφθηκε ὁ Νικόδημος, ἰδιαιτέρως ὅμως συνδέθηκε μέ τήν Ἀδελφότητα τῶν Σκουρταίων μοναχῶν στίς Καρυές, κοντά στούς ὁποίους παρέμενε γιά μεγάλα χρονικά διαστήματα, μελετώντας, προσευχόμενος, συγγράφοντας καί δεχόμενος τίς ἀδελφικές τους περιποιήσεις. Τό 1779 ὅμως ἀποφασίζει νά ἀναλάβει, ἕνα μακρύ ταξίδι στή Μολδοβλαχία, γιά νά συνάντησει ἕναν Ρῶσο κοινοβιάρχη, τόν Παίσιο, ὁ ὁποῖος διακρινόταν γιά τήν ἁγιότητα τῆς ζωῆς του καί εἶχε ὑπό τήν καθοδήγησή του πάνω ἀπό χίλιους μοναχούς. Τό ταξίδι ὅμως δέν εὐοδώνεται. Τό πλοῖο στό ὁποῖο ἐπέβαινε, κινδυνεύει νά βυθισθεῖ. Καί ὁ Νικόδημος ἀπό τή Θάσο, στήν ὁποία ἀποβίβασε ὁ πλοίαρχος τούς ἐπιβάτες οἱ ὁποῖοι κινδύνευαν, ἐπιστρέφει πάλι στό Ὅρος. Δέν πηγαίνει ὅμως στή μονή του, ἀλλά προτιμᾶ νά κατοίκησει στήν ἔρημο τῆς Καψάλας, ἀσκούμενος ἐντονότερα σέ προσευχή, ἐργαζόμενος καί συγγράφοντας. Κανένα περιουσιακό στοιχεῖο δέν ἔχει στή διάθεσή του. Ἐκτός ἀπό τήν καλύβη στήν ὁποία κατοικεῖ, καί φέρει τό ὄνομα Ἅγιος Ἀθανάσιος, τίποτε ἄλλο δέν ἔχει. Τόν ἄρτο τόν παίρνει ἀπό μᾶς, σημειώνει ὁ βιογράφος του Εὐθύμιος. Μποροῦσε μέ τήν μόρφωση πού εἶχε ἀποκτήσει, νά εἶναι πλούσιος. Εἶναι ὅμως πτωχός θεληματικά, πλούσιος ὅμως κατά Θεόν, πλούσιος σέ ἀρετή καί ἁγιότητα, πλούσιος σέ τέλεια αὐταπάρνηση καί καθαρότητα.
Ἀπό τήν καλύβη τοῦ ἐκείνη τό 1782 ἀναχωρεῖ καί ἔρχεται στό ἐρημονήσι τῆς Σκυροπούλας ἀπέναντι ἀπό τήν ἀνατολική πλευρά τῆς Εὐβοίας. Γιά ποιόν ἄραγε λόγο ἔρχεται ἐκεῖ, ἀφήνοντας τό Ὄρος, τό ὁποῖο ἀγάπησε; Ὅσοι ἀσχολήθηκαν μέ τή συγγραφή τῆς ζωῆς του πιστεύουν ὅτι τό ἔκανε αὐτό γιά νά ἀποφύγει τίς ἐνοχλήσεις τῶν ἀδελφῶν, οἱ ὁποῖοι συνέρρεαν ὄχι μόνο ἀπό τίς μονές καί τίς σκῆτες, ἀλλά ἔρχονταν καί ἔξω ἀπό τό Ἅγιον Ὅρος. Ἐκεῖ παραμένει προσευχόμενος μόνος μόνο μέ τόν Θεό καί ἐργαζόμενος τήν ἄγονη καί ἄνυδρη γῆ, γιά νά ἐξοικονομεῖ τά ἀπαραίτητα γιά τή συντήρησή του. Ὁ ἴδιος γράφει: «τόν ἐργατικόν καί χειρωνακτικόν βίον εἰλόμην (προτίμησα), δικελλίτης γεγονώς καί σκαπανεύς, σπείρων, θερίζων καί καθ’ ἑκάστην ἀλήθων καί τἄλλα πάντα ποιῶν, οἷς ἡ πολύμοχθος χαρακτηρίζεται τῶν ἐρημονήσων ζωή καί πολυειδής περιπέτεια».
Ἕνα μόνο ἔτος παρέμεινε ὁ ἅγιος στή Σκυροπούλα. Τό 1783 ἐπέστρεψε καί πάλι στήν καλύβη του στό Ὅρος, ὅπου καί ἔλαβε τό μεγάλο μοναχικό σχῆμα. Τά μετέπειτα ἔτη τῆς ζωῆς του, τά περισσότερα ἀπό τά ὁποῖα τά πέρασε μαζί μέ τούς μοναχούς πού ἀποτελοῦσαν τήν ἀγαπημένη του Ἀδελφότητα τῶν Σκουρταίων, χωρίς ὅμως νά λησμονεῖ καί τήν ἔρημο, τά ἀφιέρωσε στή συγγραφή σπουδαίων καί ἐξαιρετικά οἰκοδομητικῶν συγγραμμάτων. Ἡ ὑπόλοιπη ζωή του διῆλθε μέσα σέ πολύ κόπο καί στέρηση, ἀλλά καί ἀσθένειες πού τόν ταλαιπωροῦσαν γιά μεγάλο χρονικό διάστημα· ἀκόμη καί πολλές θλίψεις καί ὀδύνες, τίς ὁποῖες τοῦ προξενοῦσαν μοναχοί, οἱ ὁποῖοι, παρεξηγώντας τό γνήσιο χριστιανικό πνεῦμα τῶν συγγραφῶν του, τόν κατηγοροῦν ὡς ἄνθρωπο πού δέν πορεύεται σύμφωνα μέ τήν παράδοση, ἀλλά ὑποστηρίζει καί διαδίδει ἰδέες ξένες πρός τό Ὀρθόδοξο πνεῦμα. Ἔτσι δοκίμασε πολλές θλίψεις καί διεξήγαγε πολλούς ἀγῶνες, ἰδιαιτέρως μετά τή δημοσίευση τοῦ καθαρῶς ὀρθοδόξου καί πάρα πολύ σπουδαίου ἔργου του «Περί συνεχοῦς θείας Μεταλήψεως», στό ὁποῖο μέ βάση τήν Ἁγία Γραφή, τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί τούς κανόνες τῶν Ἱερῶν Συνόδων ὑποστήριξε τή χριστιανική ἀλήθεια γιά τήν ἀνάγκη τῆς τακτικῆς θείας Κοινωνίας.
Οἱ βαριές αὐτές θλίψεις μαζί μέ τούς ὑπεράνθρωπους κόπους πού κατέβαλε γιά τίς σπουδαῖες του συγγραφές, οἱ πολλές του στερήσεις καί ἡ αὐστηρότατή του ἀσκήση ἔκαμψαν τήν πάντοτε ἐπισφαλή ὑγεία του. Καί ἀνάμεσα στούς ἀγαπητούς του Σκουρταίους, μέ τούς ὁποίους συμπνευματιζόταν, στίς 14 Ἰουλίου, ἀφοῦ μετέλαβε τῶν Ἄχραντων Μυστηρίων καί ἀνεφώνησε γεμάτος πνευματική εὐφροσύνη: «τόν Χριστόν ἔβαλα μέσα μου», ἔκλεισε τά μάτια του γιά νά μεταβεῖ στήν ἄλλη, τήν μακάρια καί τρισευδαίμονα ζωή. Καί ὅπως γράφει ὁ βιογράφος τοῦ Εὐθύμιος, «ἀνατέλλοντος τοῦ αἰσθητοῦ ἡλίου εἰς τήν γῆν, ἐβασίλευσεν ὁ νοητός ἥλιος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χρίστου».
«Ἔλλειψεν ὁ πύρινος στύλος…, ἐκρύβη ἡ νεφέλη ἡ δροσίζουσα τούς τηκομένους τῷ καύσωνι τῶν ἁμαρτιῶν. Ἐπένθησαν οἱ φίλοι καί οἱ γνωστοί καί ὅλοι οἱ Χριστιανοί, ἐκ τῶν ὁποίων εἷς Χριστιανός, ἄν καί ἀγράμματος, εἶπε τοιοῦτον λόγον: Πατέρες μου, καλύτερον ἦταν νά ἀπέθνησκον σήμερον χίλιοι Χριστιανοί καί ὄχι ὁ Νικόδημος».
Τό σκήνωμά του τάφηκε σέ κάποιο τόπο κοντά στόν Ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Σκουρταίων. Ὁ ἀπέριττος σταυρός, πού τέθηκε στόν τάφο του, ἔγραφε: «Ἔνθαδε κεῖται μοναχός Νικόδημος ἐκ Ναξίας. Ἔκοιμηθη ἐν Κυρίῳ τήν 14ην Ἰουλίου 1809 εἰς ἡλικίαν 60 ἐτῶν».
Μετά ἀπό ἑκατόν πενήντα περίπου χρόνια ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἀνακήρυξε τόν ὅσιο Νικόδημο ἅγιο καί παρήγγειλε στίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νά τιμοῦν τή μνήμη του τήν ἡμέρα τῆς ἐξόδου του. «Θεσπίζομεν Συνοδικῶς, ἔγραφε, καί διοριζόμεθα καί ἐν Ἁγίῳ διακελευόμεθα Πνεύματι, ὅπως ἀπό τοῦ νῦν καί εἰς τόν ἑξῆς αἰώνα τόν ἅπαντα, Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης συναριθμῆται τοίς Ὁσίοις καί Ἁγίοις τῆς Ἐκκλησίας ἀνδράσι.
Γ. Ὁ πολυγραφότατος συγγραφεύς.
Πλῆθος συγγραμμάτων έγραψε ὁ σοφός ἀσκητής. Βιβλιοθήκη ὁλόκληρη ἀποτελοῦν τά ἔργα του. Οἱ συγγραφές του καλύπτουν πολλούς τομεῖς τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματολογίας. Μποροῦν νά διαιρεθοῦν σέ ἑρμηνευτικά, οἰκοδομητικά, ἱστορικά, βίους ἁγίων, ὁμιλίες καί παραινέσεις. Σέ ὅλα καταφαίνεται ὁ σοφός, ὁ ἄνθρωπος μέ τίς ἀπέραντες γνώσεις καί τήν κατάρτιση, τήν ὁποία ἔλαβε ἀπό σπουδές καί μελέτες, ἀλλά καί ὁ πιστός μαχητής, ὁ ἄνθρωπος μέ τήν βαθειά εὐσέβεια, τόν ἔνθεο ζῆλο, τήν βαθειά ταπείνωση, τόν θεῖο φωτισμό, τήν τέλεια προσήλωση στήν ἁγία μας Ὀρθοδοξία. Μέσα στά συγγράμματά του διαχύνεται τό ἄρωμα τῆς καινῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, τῆς ἀναγεννημένης καρδίας πού φλεγόταν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Γενιές ὁλόκληρες τράφηκαν πνευματικά καί ἐντρύφησαν στά βαθυστόχαστα καί πάρα πολύ οἰκοδομητικά συγγράμματα τοῦ Νικόδημου σέ ἐποχή μάλιστα, κατά τήν ὁποία δέν ὑπῆρχαν πλούσια βοηθήματα γιά τήν ἀνάπτυξη πνευματικῆς ζωῆς.
Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ὅλα τό ἔργα, τά ὁποῖα φέρουν τό ὄνομά του, δέν εἶναι τελείως δικά του, ἀλλά ἐπεξεργασία ἔργων ἄλλων φίλων καί συνεργατῶν του, ὅπως τοῦ Ἁγίου Μακαρίου του Νοταρᾶ, ἀρχιεπισκόπου Κορίνθου, ὁ ὁποῖος ὁρισμένα τά παρέδωσε σ’ ἐκεῖνον νά τά τακτοποιήσει καλύτερα, νά τά ἀποκαθάρει, νά τά προλογίσει. Ὅπως ἐπίσης καί ἀρκετά εἶναι μεταφράσεις ἔργων παλαιότερων ἀπό αὐτόν συγγραφέων, τό ὁποῖα, ἀφοῦ τά ἀπέδωσε στή ἁπλοελληνική διάλεκτο, καί εἰδικότερα στήν τότε ὀμιλούμενη γλώσσα, τά παρέδωσε ὡς πολύτιμη κληρονομιά στούς πιστούς καί τό ἔθνος.
Δέν θά δώσουμε ἐδῶ ὅλη τήν εἰκόνα τῆς πολυσχιδοῦς συγγραφικῆς δράσεως τοῦ ὁσίου ἀσκητοῦ. Θά σταθοῦμε ὅμως σέ μερικά ἀπό τά πιό γνωστά ἔργα του, τά ὁποῖα μέ πολλή ἐπιμέλεια ἔφερε σέ πέρας.
Τό πρῶτο περισπούδαστο βιβλίο του: «Περί συνεχοῦς θείας Μεταλήψεως». Δημιούργησε πολύ κρότο, ἀλλά καί προκάλεσε μεγάλες ἀντιδράσεις, ὅταν δημοσιεύθηκε. Σέ μία ἐποχή, κατά τήν ὁποία ἐπικρατοῦσε ἡ βαθεία ἄγνοια ὄχι μόνο μεταξύ τῶν λαϊκῶν, ἀλλά καί πολλῶν κληρικῶν ὡς πρός τό μεγάλο καί ζωοπάροχο αὐτό Μυστήριο καί οἱ πολλοί κοινωνοῦσαν δυό ἡ τρεῖς φορές τό χρόνο, φρονώντας μάλιστα, ὅτι αὐτή εἶναι ἡ ἐπίσημη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Νικόδημος ὑψώνει τό ἀνάστημά του καί λέει: Ἡ συνήθεια τῆς τόσο ἀραιῆς θείας Κοινωνίας εἶναι συνήθεια νεότερη, ἡ ὁποία εἰσῆλθε στήν Ἐκκλησία καί ἡ ὁποία εἶναι ψυχοφθόρος καινοτομία καί ἐντελῶς ξένη πρός τήν ἀληθινή καί ὀρθή παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Παρά τίς ἀντιδράσεις πού δημιούργησε τό βιβλίο αὐτό, εἶναι πλέον βέβαιο, ὅτι συνέβαλε καθοριστικά στήν ἐπικράτηση τῆς τακτικῆς θείας Κοινωνίας, ἡ ὁποία τόσο πολύ συντέλεσε στήν ἐξύψωση τῆς θρησκευτικότητος.
Ποίος ἀγνοεῖ ἔπειτα τό «Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηός», τό πολύτιμο αὐτό κτῆμα καί ἀπόκτημα τῶν Χριστιανῶν; Περιέχει τούς θείους καί ἱερούς Κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Οἰκουμενικῶν καί τοπικῶν Συνόδων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, μέ ἑρμηνεία τῶν διασημότερων κανονολόγων καί πλῆθος μέ πλούσιες καί πάρα πολύ διαφωτιστικές ὑποσημειώσεις.
Ἄνθρωπος βαθύτατα πνευματικός ὁ Νικόδημος καί μέ μεγάλη ἁγιότητα βίου θέλησε νά βοηθήσει τούς πιστούς, ἀλλά καί τούς διακόνους τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως κληρικούς ὡς πρός τό ὕψος τοῦ Μυστηρίου. Καί μᾶς παρέδωσε τό θαυμάσιο Ἐξομολογητάριό του, στό ὁποῖο ὄχι μόνο ἑρμηνεύει τούς 38 κανόνες τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ, ἀλλά παρέχει πάρα πολλά βοηθητικά στοιχεῖα, ψυχολογικά, πνευματικά κλπ., γιά νά βοηθοῦνται οἱ πιστοί σέ μία πραγματική μετάνοια καί εἰλικρινή ἐξομολόγηση, ἀλλά καί οἱ κληρικοί στό νά ἐμβαθύνουν περισσότερο στήν ἄβυσσο τῆς ἀνθρωπίνης καρδίας καί νά τήν θεραπεύουν.
Τί νά ποῦμε τώρα γιά τό «Συμβουλευτικόν ἐγχειρίδιον», τό ὁποῖο γράφτηκε γιά τόν ξάδελφό του Ἱερόθεο, ἐπίσκοπο Εὐρίπου, καί στό ὁποῖο δίνονται ὁδηγίες πρός Ἱεράρχες, ἀλλά καί πρός τόν εὐσεβῆ λαό;
Ἤ γιά τά ἀσκητικά καί οἰκοδομητικά του συγγράμματα, γιά τή «Φιλοκαλία», γιά τόν «Εὐεργετινό», γιά τόν «Ἀόρατο πόλεμο» καί τά «Πνευματικά γυμνάσματα», γιά τήν «Χρηστοήθεια» καί τόν «Συναξαριστή» καί τόσα ἀλλά ἔργα του παρόμοιου περιεχομένου; Πνεῦμα καθαρό, πάρα πολύ βοηθητικό στήν καταπολέμηση τῆς ἁμαρτίας, τή μύηση στήν πνευματική ζωή, καί γνώση ἀπέραντη τῆς Νηπτικῆς καί ἀσκητικῆς γραμματολογίας μέ μία σαφήνεια πού καταπλήττει, εἶναι τά γνωρίσματα τῶν ἔργων του αὐτῶν, τά ὁποῖα καταλαμβάνουν χιλιάδες σελίδων.
Μήπως ὅμως καί τό ἑρμηνευτικά του ἔργα εἶναι μικρότερης σημασίας; Οἱ δεκατέσσαρις ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί οἱ ἑπτά Καθολικές Ἐπιστολές, οἱ ὁποῖες ἑρμηνεύθηκαν μέ βάση τίς ἑρμηνεῖες τῶν Πατέρων, εἶναι σπουδαῖα ἔργα γιά τήν κατανόηση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά καί «ὁ κῆπος τῶν χαρίτων» μέ τήν ἑρμηνεία τῶν ἐννέα ὠδῶν τοῦ Ψαλτηρίου, «ἡ νέα Κλίμαξ» μέ τήν ἑρμηνεία τῶν Ἀναβαθμῶν καί τό «Ψαλτήριον Εὐθυμίου τοῦ Ζυγαβινοῦ» τόν παρουσιάζουν σπουδαῖο καί ἀξιόλογο ἑρμηνευτή, πού συνδυάζει τήν ἀκρίβεια τῆς ἀποδόσεως τοῦ νοήματος μέ πλουσία οἰκοδομητική διδασκαλία.
Τέλος τά ἅπαντα τοῦ Συμεών τοῦ νέου Θεολόγου καί τά ἅπαντα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ φέρνουν τόν ἀναγνώστη σέ ἐπικοινωνία μέ τούς δυό αὐτούς μυστικούς της Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τό «Νέον ἐκλόγιον» καί τό «Νέον μαρτυρολόγιον» προβάλλουν γιά μίμηση τούς ἁγίους καί μάρτυρες τῶν χριστιανικῶν γενεῶν μέχρι τά νεότερα χρόνια.
Θαυμαστή ὁμολογουμένως ἡ συγγραφική του παραγωγή. Καί μάλιστα μέσα σέ τόσες οἰκονομικές δυσκολίες πού ἀντιμετώπιζε, τόσες στερήσεις τῶν ἀπαραίτητων ὑλικῶν γιά τήν συγγραφή καί τήν ἐκτύπωση, καί μέ τόσο ἀσθενικό ὀργανισμό. Ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι ὁ σύγχρονος ἅγιος χρησιμοποιήθηκε ὡς «δεξιόν ὄργανον τοῦ Θεοῦ» γιά τήν οἰκοδομή τῶν πιστῶν;
Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»
Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου