Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ

Α. Τό θάρ­ρος καί ἡ ἀν­δρεί­α του.

Λί­γοι ἀ­σφα­λῶς ἄν­δρες στήν ἱ­στο­ρί­α ἐρ­γά­σθη­καν ὅ­σο ὁ προ­φή­της Ἠ­λί­ας γιά νά δι­α­τη­ρη­θεῖ ἡ πί­στη στόν ἕ­να Θε­ό. Πύ­ρι­νος ζῆ­λος· ἀν­δρεί­α θαυ­μα­στή· παρ­ρη­σί­α ἀ­κα­τά­βλη­τη· πί­στις στα­θε­ρή, με­ρι­κά ἀ­πό τά γνω­ρί­σμα­τα τῆς με­γά­λης αὐ­τῆς μορ­φῆς τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης.

Ὁ φλο­γε­ρός προ­φή­της ἔ­ζη­σε σέ μί­α ἐ­πο­χή δύ­σκο­λη γιά τήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ Ἰσ­ρα­η­λι­τι­κοῦ λα­οῦ. Εἶ­χαν πε­ρά­σει ἀρ­κε­τά χρό­νια ἀ­πό τό­τε πού ὁ πε­ρι­ού­σιος λα­ός τοῦ Θε­οῦ εἶ­χε ἐγ­κα­τα­στα­θεῖ στή Χα­να­άν. Οἱ με­γά­λοι του βα­σι­λεῖς, ὁ Δα­βίδ καί ὁ Σο­λο­μών, πού κρά­τη­σαν τό­σο στα­θε­ρή τήν πί­στη στόν ἀ­λη­θι­νό Θε­ό, εἶ­χαν πλέ­ον πε­θά­νει. Τό ἑ­νω­μέ­νο βα­σί­λει­ο εἶ­χε δι­αι­ρε­θεῖ σέ δυ­ό· στό βα­σί­λει­ο τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ καί στό βα­σί­λει­ο τοῦ Ἰ­ού­δα. Γε­νι­κή πτώ­ση τῶν ἠ­θι­κῶν καί πνευ­μα­τι­κῶν ἀ­ξι­ῶν ἄρ­χι­σε νά πα­ρα­τη­ρεῖ­ται. Τό σπου­δαι­ό­τε­ρο ὅ­μως ἦ­ταν, ὅ­τι τό πα­ρά­δειγ­μα ἄρ­χι­σε νά δί­δε­ται ἄ­νω­θεν, ἀ­πό τούς κυ­βερ­νῶν­τες. Βα­σι­λεύς τό­τε στό βα­σί­λει­ο τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ ἦ­ταν ὁ Ἀ­χα­άβ. Ἄν­θρω­πος ἀ­σε­βής καί κα­κός, ὄ­χι μό­νο ἀρ­νή­θη­κε νά σε­βα­σθεῖ τόν Θε­ό τῶν Πα­τέ­ρων του, ἀλ­λά καί εἰ­σή­γα­γε ἐ­πί­ση­μα τή λα­τρεί­α τοῦ ψεύ­τι­κου θε­οῦ Βά­αλ καί τῆς Ἀ­στάρ­της. Δέν δί­στα­σε ἀ­κό­μη νά οἰ­κο­δο­μή­σει στή Σα­μά­ρεια καί να­ούς τῶν εἰ­δώ­λων αὐ­τῶν. Ἀ­πο­τέ­λε­σμα ὅ­λων τῶν ἐ­νερ­γει­ῶν αὐ­τῶν ὑ­πῆρ­ξε, ὅ­τι ἡ εἰ­δω­λο­λα­τρί­α καί ἡ ἁ­μαρ­τί­α τό­σο πο­λύ πλε­ό­να­σαν, ὥ­στε ἡ Γρα­φή νά ση­μει­ώ­σει ὅ­τι ὁ Ἀ­χα­άβ «ἔ­πρα­ξε πο­νη­ρά ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ ὑ­πέρ πάν­τας τούς πρό αὐ­τοῦ βα­σι­λεῖς». Στό κα­τα­στρε­πτι­κό καί φθο­ρο­ποι­ό του ἔρ­γο βο­ή­θη­σε πο­λύ καί ἡ Ἰ­ε­ζά­βελ, ἡ σύ­ζυ­γός του. Γυ­ναί­κα στό ἔ­πα­κρο ἐμ­πα­θής καί φι­λό­δο­ξη, ἐ­ξα­σκοῦ­σε πά­νω στόν Ἀ­χα­άβ ἰ­σχυ­ρή ἐ­πί­δρα­ση καί βο­η­θοῦ­σε κα­θο­ρι­στι­κά στήν ἐ­πέ­κτα­ση τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας με­τα­ξύ τῶν Ἰσ­ρα­η­λι­τῶν. Κό­ρη τοῦ εἰ­δω­λο­λά­τρη βα­σι­λιά τῆς Τύ­ρου, ὄ­χι μό­νο συ­νήρ­γη­σε στό νά εἰ­σα­χθεῖ στό βα­σί­λει­ο τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ ἡ λα­τρεί­α τοῦ Βά­αλ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἰ­δι­αι­τέ­ρως λα­τρευ­ό­ταν στήν πα­τρί­δα της, ἀλ­λά καί νά δι­ε­ξά­γον­ται μέ πομ­πή με­γά­λη ἑ­ορ­τές καί πα­νη­γύ­ρεις στήν ἴ­δια τήν πρω­τεύ­ου­σα, τή Σα­μά­ρεια. Ἑ­κα­τον­τά­δες ἱ­ε­ρεῖς τῶν ψεύ­τι­κων αὐ­τῶν θε­ο­τή­των ἐ­κμε­ταλ­λεύ­ον­ται τή φυ­σι­κή θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα τοῦ λα­οῦ καί τόν σπρώ­χνουν ἀ­κό­μη βα­θύ­τε­ρα στήν εἰ­δω­λο­λα­τρί­α. Τό ρεῦ­μα εἶ­ναι ὁρ­μη­τι­κό. Ποί­ος θά τό συγ­κρά­τη­σει; Ἡ πλημ­μύ­ρα τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας κιν­δυ­νεύ­ει νά κα­τα­κλύ­σει τό πᾶν. Ποι­ός θά δη­μι­ουρ­γή­σει τά ἀ­πα­ραί­τη­τα ἀ­να­χώ­μα­τα, γιά νά προ­λη­φθεῖ ὁ κα­τα­κλυ­σμός; Στή δύ­σκο­λη καί ἱ­στο­ρι­κή αὐ­τή ἐ­πο­χή ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὁ φλο­γε­ρός προ­φή­της, ὁ Ἠ­λί­ας.

Θλί­βε­ται. Πο­νᾶ ἡ ψυ­χή του. Καί­γε­ται, ὅ­ταν βλέ­πει ἕ­ναν ὁ­λό­κλη­ρο λα­ό νά ἀρ­νεῖ­ται τόν Θε­ό καί νά γο­να­τί­ζει μπρο­στά στά ἄ­ψυ­χα ἀ­γάλ­μα­τα. Πρέ­πει νά ἀν­τι­δρά­σει· νά ἐρ­γα­σθεῖ· νά κι­νη­θεῖ μέ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα καί ψυ­χι­κή ἀν­δρεί­α. Κα­τα­στρώ­νει τό σχέ­διό του. Σχέ­διο τολ­μη­ρό καί ἐ­πι­κίν­δυ­νο. Θά πα­ρου­σια­σθεῖ στόν ἴ­διο τόν βα­σι­λιά. Θά τόν ἐ­λέγ­ξει γιά τή δι­α­γω­γή του. Θά τόν κα­λέ­σει σέ με­τά­νοι­α. Ἄν τό κα­τορ­θώ­σει, τό κέρ­δος θά εἶ­ναι ἀ­νυ­πο­λό­γι­στο. Ὁ λα­ός εὔ­κο­λα θά με­τα­στρα­φεῖ. Ἡ ὥ­ρα εἶ­ναι κρί­σι­μη. Ἡ συ­νάν­τη­ση δρα­μα­τι­κή. Μέ πί­στη βα­θειά ὁ προ­φή­της ἐμ­φα­νί­ζε­ται στόν βα­σι­λιά. Λί­γα λό­για τοῦ λέ­ει, ἀλ­λά λό­για συν­τα­ρα­κτι­κά. «Ζῇ Κύ­ριος ὁ Θε­ός τῶν δυ­νά­με­ων, ὁ Θε­ός τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ». Ἄς τόν ἔ­χεις ἐγ­κα­τα­λεί­ψει καί σύ, καί ἡ οἰ­κο­γέ­νειά σου καί ὁ λα­ός. Καί ἀ­πό­δει­ξη ὅ­τι ζεῖ, εἶ­ναι αὐ­τή. Δέν θά πέ­σει βρο­χή στή γῆ στά χρό­νια πού θά ἀ­κο­λου­θή­σουν πα­ρά μό­νο ὅ­ταν θά τό πῶ ἐ­γώ.

Καί ἡ τρο­με­ρή προ­φη­τεί­α ἐκ­πλη­ρώ­νε­ται. Ἀ­νομ­βρί­α φο­βε­ρή ἐ­πι­κρα­τεῖ σ’ ὅ­λη τήν χώ­ρα. Σα­ράν­τα δυ­ό μῆ­νες οὔ­τε στα­λαγ­μα­τιά βρο­χῆς, οὔ­τε δρο­σιά καμ­μί­α ἐ­πά­νω στήν κα­τά­ξε­ρη γῆ. Ὁ λα­ός πά­σχει, ἀλ­λά καί κά­τω ἀ­πό τήν πί­ε­ση τῆς δυ­στυ­χί­ας καλ­λι­ερ­γεῖ τή με­τά­νοι­α καί τήν ἐ­πι­στρο­φή του στόν Θε­ό.

Ἀλ­λά στή πρώτη αὐ­τή ἐκ­δή­λω­ση τῆς τόλ­μης καί τῆς ἀν­δρεί­ας τοῦ προ­φή­τη θά προ­στε­θεῖ τώ­ρα καί ἄλ­λη. Ἡ ἐν­το­λή τοῦ Θε­οῦ σα­φής καί κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κή, κα­λεῖ τόν προ­φή­τη νά ἐμ­φα­νι­σθεῖ καί πά­λι ἐ­νώ­πιον τοῦ πα­νί­σχυ­ρου ἄρ­χον­τα. Δέν δει­λιά­ζει. Ἴ­σως δι­α­τρέ­χει ἄ­με­σο κίν­δυ­νο ἡ ζω­ή του. Ἀλ­λά κι αὐ­τήν δέν τή λο­γα­ριά­ζει. Ἕ­να μό­νο θέ­λει· νά εὐ­α­ρε­στή­σει στόν Θε­ό. Δρα­μα­τι­κός εἶ­ναι ὁ δι­ά­λο­γος, πού ἀ­κο­λού­θη­σε στήν συ­νάν­τη­ση.

— Ἐ­συ εἶ­σαι πού δι­α­στρέ­φεις τόν λα­ό μου τόν Ἰσ­ρα­ήλ; ρω­τᾶ μέ ὀρ­γή ὁ βα­σι­λεύς.

— Ὄ­χι. Δέν δι­α­στρέ­φω ἐ­γώ τόν λα­ό. Ἐ­σύ τόν δι­α­στρέ­φεις. Ἐ­σύ καί ὁ βα­σι­λι­κός σου οἶ­κος. Δι­ό­τι ἐ­σύ ἐγ­κα­τέ­λει­ψες τόν Θε­ό τῶν πα­τέ­ρων σου καί ἔ­τρε­ξες πί­σω ἀ­πό τά εἴ­δω­λα τοῦ Βα­άλ.

Πό­σοψυ­χι­κό σθέ­νος, ἀ­λή­θεια,  χρει­α­ζό­ταν γιά νά προ­φερ­θοῦν οἱ λέ­ξεις αὐ­τές! Ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν ἕ­να κα­τη­γο­ρῶ, τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­πευ­θυ­νό­ταν πρός τόν πα­νί­σχυ­ρο καί σκλη­ρό Ἀ­χα­άβ. Καί μέ­σα στούς δυ­ό αὐ­τούς στί­χους μᾶς πε­ρι­έ­σω­σε ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή τόν ἰ­δε­ο­λο­γι­κό πό­λε­μο, πού δι­ε­ξή­γα­γε ἕ­νας ἀ­λη­θι­νός λά­τρης τοῦ Θε­οῦ πρός ἕ­ναν ἄ­πι­στο καί δι­α­στραμ­μέ­νο ἡ­γε­μό­να. Καί ἀ­π’ αὐ­τόν βγῆ­κε νι­κη­τής ὁ φλο­γε­ρός προ­φή­της, ἤ μᾶλ­λον ἡ πί­στη πού ἐκ­προ­σω­ποῦ­σε. Κύ­ριος τώ­ρα τῆς κα­τα­στά­σε­ως ὁ προ­φή­της, ἀ­φοῦ νί­κη­σε τόν βα­σι­λιά, θέ­λει νά δεί­ξει καί στό λα­ό τήν ἀ­λή­θεια, ὅ­τι μό­νος ὁ Θε­ός, τόν ὁ­ποῖ­ο ἐ­κεῖ­νος πί­στευ­ε, ἦ­ταν ὁ μό­νος ἀ­λη­θι­νός Θε­ός. Εἶ­ναι γνω­στή ἡ πρό­τα­ση, τήν ὁ­ποί­α ἔ­κα­νε στόν Ἀ­χα­άβ. Τήν ἐκ­θέ­τει ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή στό 18ο κε­φά­λαι­ο τοῦ τρί­του βι­βλί­ου τῶν Βα­σι­λει­ῶν. Νά συγ­κεν­τρω­θεῖ ὅ­λος ὁ λα­ός μα­ζί μέ τούς βα­σι­λεῖς στό Καρ­μή­λιο ὅ­ρος. Νά σφά­ξουν δυ­ό βό­δια. Ἕ­να οἱ ἱ­ε­ρεῖς τῶν εἰ­δώ­λων καί ἕ­να ὁ ἴ­διος ὁ προ­φή­της. Νά τά κομ­μα­τιά­σουν καί νά τά ἐ­πι­θέ­σουν στό θυ­σι­α­στή­ριο. Ἀλ­λά φω­τιά νά μήν ἀ­νά­ψουν. Νά ζη­τή­σουν νά τήν ρί­ξει ὁ Θε­ός πού πι­στεύ­ουν. Ὅ­ποι­ος τή ρί­ξει, αὐ­τός εἶ­ναι ὁ ἀ­λη­θι­νός Θε­ός.

Προ­σεύ­χον­ται πρῶ­τα οἱ ψευ­δο­ϊ­ε­ρεῖς τῶν εἰ­δώ­λων. Γο­να­τι­στοί προ­σεύ­χον­ται. Πα­ρα­κα­λοῦν· καί πά­λι πα­ρα­κα­λοῦν· καί ἱ­κε­τεύ­ουν. Ἄρ­χι­σαν πρω­ί καί τώ­ρα πλη­σιά­ζει με­­ση­μέ­ρι. Τούς εἰ­ρω­νεύ­ε­ται ὁ προ­φή­της. Πα­ρα­κα­λέ­στε ἀ­κό­μη. Ἴ­σως κοι­μᾶ­ται ὁ θε­ός σας. Τί­πο­τε ὅ­μως. «Οὐκ ἦν φω­νή, οὐκ ἦν ἀ­κρό­α­σις». Ἀ­πελ­πι­σμέ­νοι στα­μα­τοῦν.

Ἔρ­χε­ται τώ­ρα ἡ σει­ρά τοῦ φλο­γε­ροῦ προ­φή­τη. Προ­σεύ­χε­ται στόν παν­το­δύ­να­μο Θε­ό, πού κά­νει θα­ά­μα­τα ἐκ­πλη­κτι­κά. Λί­γα λό­για λέ­ει, ἀλ­λά λό­για θερ­μά, πύ­ρι­να. «Κύ­ρι­ε ὁ Θε­ός Ἀ­βρα­άμ καί Ἰ­σα­άκ καί Ἰσ­ρα­ήλ, ἐ­πά­κου­σόν μου σή­με­ρον ἐν πυ­ρί, καί γνώ­τω­σαν πᾶς ὁ λα­ός οὗ­τος, ὅ­τι σύ εἶ Κύ­ριος καί ἐ­γώ δοῦ­λος σου καί διά σέ πε­ποί­η­κα πάν­τα ταῦ­τα». Καί τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἔρ­χε­ται ἄ­με­σο. Φω­τιά ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό με­γά­λη κα­τέ­κα­ψε καί τό κρέ­ας καί τά ξύ­λα καί τό χῶ­μα ἀ­κό­μη. Νί­κη με­γά­λη. Ἡ πί­στη τοῦ προ­φή­τη θρι­άμ­βευ­σε.

Πό­σα μπο­ρεῖ νά κα­τορ­θώ­σει ὁ ἄν­θρω­πος, ὅ­ταν καί­ει μέ­σα στά στή­θη του ἡ ζων­τα­νή πί­στη! «Πάν­τα δυ­να­τά τῷ πι­στεύ­ον­τι» βε­βαί­ω­σε ὁ Κύ­ριος.

Κα­τορ­θώ­μα­τα με­γά­λα πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν ἀ­πό ἀν­θρώ­πους ζων­τα­νῆς καί φλο­γε­ρῆς πί­στε­ως. Πό­σοι πρώ­ην ἄ­σω­τοι καί ἁ­μαρ­τω­λοί ὀ­φεί­λουν τή με­τά­νοι­α καί ἐ­πι­στρο­φή τους στήν πί­στη ἐ­κεί­νων πού ἐρ­γά­σθη­καν νά τούς ὁ­δη­γή­σουν κον­τά στόν Θε­ό! Πό­σα τέ­τοι­α γε­γο­νό­τα ἔ­χει νά μᾶς πα­ρου­σιά­σει ἡ κα­θη­με­ρι­νή ζω­ή!

Τί νά ποῦ­με γιά τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα πού ἔ­χει ἡ πί­στη τῶν ἀν­θρώ­πων, πού ἔ­χουν κλη­θεῖ ἀ­πό τόν Θε­ό νά εἶ­ναι οἱ δι­α­χει­ρι­στές τῶν μυ­στη­ρί­ων καί οἱ κή­ρυ­κες τῶν θεί­ων ἀ­λη­θει­ῶν; Ἀ­λη­θι­νά θαύ­μα­τα μπο­ροῦν νά κα­τορ­θώ­σουν μέ τή δύ­να­μή της. Σάν φω­τει­νά με­τέ­ω­ρα στέ­κουν στόν ὁ­ρί­ζον­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, γιά νά φω­τί­ζουν καί νά δι­α­κη­ρύτ­τουν τή με­γά­λη ἀ­λή­θεια, ὅ­τι ἡ πί­στη μπο­ρεῖ καί ὄ­ρη νά με­τα­κι­νεῖ.

Ἄς μή λη­σμο­νοῦ­με νά ζη­τοῦ­με ἀ­πό τόν Θε­ό στίς προ­σευ­χές μας νά χα­ρί­ζει στήν Ἐκ­κλη­σί­α του ἱ­ε­ρεῖς καί δι­δα­σκά­λους μέ ζων­τα­νή πί­στη, γιά νά ἐρ­γά­ζον­ται πρός δό­ξαν Θε­οῦ. Σάν τόν προ­φή­τη Ἠ­λί­α.

Β. Σέ ὕ­ψος δό­ξης.

Πε­ρι­πε­τει­ώ­δης καί γε­μά­τη κιν­δύ­νους ὑ­πῆρ­ξε ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ζω­ή τοῦ θερ­μουρ­γοῦ προ­φή­του Ἥ­λιου. Τήν δι­έ­θε­σε ὅ­μως ὁ­λό­κλη­ρη γιά τή δό­ξα τοῦ Θε­οῦ. Ἦ­ταν ἀρ­κε­τό νά ἀ­κού­σ­ει τήν ἐν­το­λή τοῦ Κυ­ρί­ου, καί ἔ­σπευ­δε ἀ­μέ­σως νά τήν ἐ­φαρ­μό­σει, ἔ­στω κι ἄν δι­έ­τρε­χε σο­βα­ρό­τα­το κίν­δυ­νο ἡ ζω­ή του. Κα­τά τά δε­κα­πέν­τε χρό­νια, πού ὑ­πο­λο­γί­ζουν ὅ­τι κρά­τη­σε ἡ προ­φη­τι­κή του δρά­ση, δέν ἄ­φη­σε εὐ­και­ρί­α πού νά μή τήν ἐ­κμε­ταλ­λευ­θεῖ γιά νά δι­δά­ξει τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, νά ἐ­νι­σχύ­σει καί νά πα­ρη­γο­ρή­σει, νά ἐ­λέγ­ξει καί νά θαυ­μα­τουρ­γή­σει. Ἀλ­λά καί γι’ αὐ­τό ὁ Θε­ός τόν δό­ξα­σε πο­λύ. Δέν θά ἦ­ταν ὑ­περ­βο­λή, ἄν χα­ρα­κτη­ρί­ζα­με τόν Ἠ­λί­α ὡς τόν δο­ξα­σμέ­νο προ­φή­τη.

Πύ­ρι­νος κή­ρυ­κας τοῦ λό­γου τοῦ Θε­οῦ ὁ­που­δή­πο­τε κι ἄν βρι­σκό­ταν, κή­ρυτ­τε μέ θάρ­ρος καί παρ­ρη­σί­α καί κα­λοῦ­σε τό λα­ό σέ με­τά­νοι­α καί ἐ­πι­στρο­φή. Ὁ λα­ός αἰ­σθα­νό­ταν τόν φλο­γε­ρό κή­ρυ­κα. Ἡ ἀ­σκη­τι­κή του ζω­ή καί ἡ ἰ­σχυ­ρή του προ­σω­πι­κό­τη­τα ἐ­πι­δροῦ­σαν πο­λύ στίς μά­ζες τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ. Τό κή­ρυγ­μά του συγ­κλό­νι­ζε τούς ἀ­κρο­α­τές του καί τούς κι­νοῦ­σε σέ σκέ­ψεις καί ἀ­πο­φά­σεις ἀ­νώ­τε­ρες. Ὁ­που­δή­πο­τε κι ἄν ἐμ­φα­νι­ζό­ταν ὁ ἄν­θρω­πος τοῦ Θε­οῦ, γι­νό­ταν δε­κτός μέ βα­θειά αἰ­σθή­μα­τα ἐ­κτι­μή­σε­ως καί θαυ­μα­σμοῦ. Καί δέν συγ­κι­νοῦ­σε ἁ­πλῶς ὁ λό­γος του, ἀλ­λά καί προ­κα­λοῦ­σε φό­βο. Πό­ση συγ­γέ­νεια ὑ­πάρ­χει με­τα­ξύ αὐ­τοῦ καί τοῦ ἄλ­λου ἐ­κεί­νου κή­ρυ­κα τῆς ἐ­ρή­μου, τοῦ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Προ­δρό­μου! Καί πό­σο ται­ρια­στός εἶ­ναι ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμός πού ἔ­δω­σαν στόν Ἠ­λί­α: «δεύ­τε­ρος πρό­δρο­μος τῆς πα­ρου­σί­ας Χρι­στοῦ»! Δέν εἶ­ναι μά­λι­στα χω­ρίς ση­μα­σί­α τά λό­για, μέ τά ὁ­ποῖ­α ὁ ἄγ­γε­λος εὐ­αγ­γε­λί­σθη­κε στόν Ζα­χα­ρί­α τή γέν­νη­ση τοῦ γιοῦ του, ὅ­ταν τοῦ ἔ­λε­γε ὅ­τι «υἱ­ός τοῦ προ­ε­λεύ­σε­ται ἐ­νώ­πιον αὐ­τοῦ ἐν πνεύ­μα­τι καί δυ­νά­μει Ἡ­λιοῦ» (Λούκ. α΄ 17). Δη­λα­δή θά προ­πο­ρευ­θεῖ ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­αν­θρώ­που Κυ­ρί­ου μέ τό ἴ­διο προ­φη­τι­κό χά­ρι­σμα καί τήν ἴ­δια ἄ­φο­βη δρα­στη­ρι­ό­τη­τα καί παρ­ρη­σί­α, πού εἶ­χε καί ὁ Ἠ­λί­ας.

Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια ὅ­τι τό κή­ρυγ­μα τοῦ προ­φή­του δέν ἔ­φε­ρε πάν­το­τε τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα, πού πε­ρί­με­νε κα­νείς. Δη­λη­τη­ρι­α­σμέ­νος ὁ λα­ός ἀ­πό τίς ἐ­πι­δρά­σεις τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας καί τῆς ἀ­πι­στί­ας δι­στά­ζει νά κά­νει τό ἀ­πο­φα­σι­στι­κό βῆ­μα τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς. Καί τί μ’ αὐ­τό; Τά λό­για του προ­φή­τη δέν πη­γαί­νουν χα­μέ­να. Συγ­κρα­τοῦν τούς κα­λο­προ­αί­ρε­τους, καλ­λι­ερ­γοῦν τούς εὐ­σε­βεῖς. Ἄς πα­ρα­πο­νι­έ­ται ὁ προ­φή­της, καί σέ μί­α ὥ­ρα ψυ­χι­κῆς κο­πώ­σε­ως ἀ­πό τούς συ­νε­χεῖς δι­ωγ­μούς ἄς λέ­ει στόν Θε­ό: «Κύ­ρι­ε, τά θυ­σι­α­στή­ρια σου κα­τέ­σκα­ψαν καί τούς προ­φή­τας σου ἀ­πέ­κτει­ναν. Καί ὑ­πε­λεί­φθην ἐ­γώ μό­νος, μο­νώ­τα­τος, καί ζη­τοῦ­σι τήν ψυ­χήν μου ἀπ’ ἐ­μοῦ». Ὁ Θε­ός τοῦ ἀ­παν­τᾶ: Εἶ­ναι μα­ζί μου ἑ­πτά χι­λιά­δες ἄν­δρες, οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν προ­σκύ­νη­σαν τούς ψεύ­τι­κους θε­ούς. Πα­ρη­γο­ρή­σου, λοι­πόν. Καί συ­νέ­χι­σε τό ἔρ­γο σου. Δέν γί­νε­ται μά­ται­α. Ἄς μή βλέ­πεις ἐ­σύ τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τοῦ ἔρ­γου σου. Τά βλέ­πω ὅ­μως ἐ­γώ, καί ἐ­πι­φυ­λάσ­σω πλού­σια καρ­πο­φο­ρί­α στήν προ­σπά­θειά σου.

Καί δέν δι­δά­σκει μό­νο, ἀλ­λά καί ἐ­λέγ­χει, καί καυ­τη­ριά­ζει τήν κα­κί­α καί τήν ἀ­δι­κί­α, ὁ­που­δή­πο­τε κι ἄν τήν βρεῖ. Ζω­η­ρό­τα­τα πε­ρι­γρά­φε­ται στό 20ο κε­φά­λαι­ο τῆς Γ΄ Βα­σι­λει­ῶν τό ἐ­πει­σό­διο τοῦ Ἀ­χα­άβ καί τοῦ Να­βου­θαί. Ὁ Να­βου­θαί, πτω­χός Ἰσ­ρα­η­λί­της, ἔ­χει στήν κα­το­χή του ἕνα μι­κρό ἀμ­πέ­λι. Τό ἀ­χόρ­τα­ο­το μά­τι τοῦ Ἀ­χα­άβ τό βλέ­πει, τό ἐ­πι­θυ­μεῖ. Ὁ Ἀ­χα­άβ ζη­τᾶ νά τοῦ τό πά­ρει. Θέ­λει νά τό κά­νει λα­χα­νό­κη­πο. Ἀ­παι­τεῖ λοι­πόν νά τοῦ τό δώ­σει. Ὁ Να­βου­θαί πα­ρα­κα­λεῖ νά μήν ἐ­πι­μεί­νει ὁ βα­σι­λεύς. Ἐ­κεῖ­νος σκυ­θρω­πά­ζει ἀ­πό τήν ἄρ­νη­ση. Ἐ­πεμ­βαί­νει ὅ­μως ἡ ἐμ­πα­θής Ἰ­ε­ζά­βελ. Βρί­σκει εὔ­κο­λα τή λύ­ση. Βά­λε δυ­ό ἀν­θρώ­πους νά ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σουν, ὅ­τι ὁ Να­βου­θαί ἔ­βρι­σε τόν Θε­ό καί τόν βα­σι­λιά, λέ­ει στόν Ἀ­χα­άβ. Οἱ δύ­στυ­χοι ψευ­δο­μάρ­τυ­ρες βρί­σκον­ται. Ἡ ψευ­δορ­κί­α θρι­αμ­βεύ­ει. Τό ἁ­μάρ­τη­μα τῆς βλα­σφη­μί­ας, γιά τό ὁ­ποῖ­ο ψευ­δο­μαρ­τύ­ρη­σαν, κα­τα­δι­κα­ζό­ταν μέ θά­να­το. Κι ἔ­τσι ἔ­πει­τα ἀ­πό λί­γο ὁ Να­βου­θαί, πα­ρά τήν ἀ­θω­ό­τη­τά του, θα­να­τώ­νε­ται. Ὁ Ἠ­λί­ας ἀ­τρό­μη­τος πα­ρου­σι­ά­ζε­ται στόν βα­σι­λιά. Καυ­τη­ριά­ζει τήν ἀ­νό­σια καί ἄ­δι­κη πρά­ξη του καί προ­λέ­γει τό οἰ­κτρό τέ­λος τό­σο τό δι­κό του, ὅ­σο καί τῆς πο­νη­ρῆς βα­σί­λισ­σας. Τά σκυ­λιά θά γλεί­ψουν τό αἷ­μα καί τῶν δυ­ό σας, προ­λέ­γει. Τρο­με­ρή προ­φη­τεί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἐκ­πλη­ρώ­θη­κε τε­λεί­ως, ἐ­νῶ συγ­χρό­νως ἡ ἐκ­πλή­ρω­σή της ὕ­ψω­σε τόν προ­φή­τη σέ δυ­σθε­ώ­ρη­τα ὕ­ψη δό­ξας.

Ὅ­σο ὅ­μως αὐ­στη­ρός εἶ­ναι, ὅ­ταν ἐ­λέγ­χει τήν κα­κί­α καί τήν κα­τα­πά­τη­ση τοῦ νό­μου τοῦ Θε­οῦ, τό­σο γλυ­κύς καί πα­τρι­κός εἶ­ναι στή θλί­ψη καί τόν πό­νο τῶν ἀν­θρώ­πων. Δι­ε­ξο­δι­κά ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή πε­ρι­γρά­φει τή συμ­πα­ρά­στα­ση τοῦ προ­φή­τη στήν πτω­χή χή­ρα τῶν Σα­ρε­πτῶν. Στέλ­νε­ται ἐ­κεῖ μέ ἐν­το­λή τοῦ Θε­οῦ. Ἡ πεί­να, λό­γω τῆς συ­νε­χι­ζό­με­νης ἀ­νομ­βρί­ας, εἶ­ναι φο­βε­ρή. Στό δά­σος, ἔ­ξω ἀ­πό τά Σα­ρε­πτά, βρί­σκε­ται ὁ προ­φή­της. Μιά γυ­ναί­κα χή­ρα μα­ζεύ­ει ξύ­λα γιά νά ψή­σει λί­γο ψω­μί μέ τό τε­λευ­ταῖ­ο λί­γο ἀ­λεύ­ρι πού τῆς εἶ­χε μεί­νει. Ὁ Ἠ­λί­ας τήν πα­ρα­κα­λεῖ. Φέ­ρε μου λί­γο νε­ρό νά πι­ῶ. Ἡ γυ­ναί­κα ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται πρό­θυ­μα στήν πα­ρά­κλη­σή του. Ἀλ­λά ὁ Ἠ­λί­ας τῆς ζη­τᾶ τώ­ρα καί ψω­μί γιά νά φά­ει. Ἡ γυ­ναί­κα ἀ­φή­νει νά βγοῦν ἀ­πό τό στό­μα της λό­για πό­νου. Κύ­ρι­ε, ὁ Θε­ός τό γνω­ρί­ζει, ἄν σοῦ λέ­ω ψέ­μα­τα. Λί­γο ἀ­λεύ­ρι μοῦ ἔ­χει μεί­νει καί λί­γο λά­δι. Πη­γαί­νω νά ζυ­μώ­σω λί­γο ψω­μί, νά φάω μέ τά παι­διά μου, κι ἔ­πει­τα νά πε­θά­νου­με. Ἀλ­λά ὁ Ἠ­λί­ας τήν πα­ρη­γο­ρεῖ καί τῆς προ­λέ­γει, ὅ­τι οὔ­τε τό ἀ­λεύ­ρι οὔ­τε τό λά­δι θά τε­λει­ώ­σουν, ὥ­σπου νά λή­ξει ἡ πεί­να. Καί ἡ προ­φη­τεί­α αὐ­τή ἐκ­πλη­ρώ­νε­ται κα­τά τρό­πο θαυ­μα­στό. Τό πράγ­μα γί­νε­ται γνω­στό. Στό λα­ό ἐμ­πε­δώ­νε­ται ἡ πε­ποί­θη­ση ὅ­τι ὁ Ἠ­λί­ας εἶ­ναι ὁ πα­νί­σχυ­ρος προ­φή­της. Καί ὅ­ταν ἀρ­γό­τε­ρα θά ἀ­να­στή­σει καί τό νε­κρό παι­δί τῆς χή­ρας, ἡ φή­μη του θά φθά­σει πο­λύ ἔ­ξω ἀ­πό τά ὅ­ρια τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ.

Ἔ­τσι ὁ προ­φή­της συ­νε­χί­ζει τό προ­φη­τι­κό του ἔρ­γο. Τά χρό­νια ὅ­μως περ­νοῦν. Καί εἶ­ναι πλέ­ον και­ρός νά ξε­κου­ρα­σθεῖ ἀ­πό τούς πολ­λούς καί συ­νε­χεῖς κό­πους του. Τοῦ δί­νει λοι­πόν ὁ Θε­ός τήν ἐν­το­λή νά χρί­σει ἄλ­λον προ­φή­τη καί νά τόν ἀ­φή­σει δι­ά­δο­χό του. Ὁ προ­φή­της Ἠ­λί­ας, λοι­πόν, χρί­ει τόν Ἐ­λισ­σαῖ­ο. Τόν κα­τευ­θύ­νει. Τόν κα­θο­δη­γεῖ. Τοῦ λύ­νει τίς ἀ­πο­ρί­ες του. Κι ὅ­ταν πλέ­ον ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι ἱ­κα­νός μό­νος του νά συ­νέ­χι­σει τό ἔρ­γο τοῦ Ἠ­λί­α, ὁ Θε­ός ἑ­τοι­μά­ζει τήν ἀ­να­χώ­ρη­ση τοῦ ἐ­κλε­κτοῦ του δού­λου. Δέν πρό­κει­ται νά γνω­ρί­σει θά­να­το. Θά τόν πα­ρα­λά­βει ἔ­τσι ζων­τα­νό στόν οὐ­ρα­νό. Σάν ἄγ­γε­λος ἔ­ζη­σε στή γῆ. Σάν ἄγ­γε­λος πη­γαί­νει στόν οὐ­ρα­νό. Ἐ­κεῖ πού συ­ζη­τοῦ­σε μέ τόν Ἐ­λισ­σαῖ­ο, ἕ­να πύ­ρι­νο ἅρ­μα, συ­ρό­με­νο ἀ­πό πύ­ρι­να ἄ­λο­γα τόν παίρ­νει καί τόν ση­κώ­νει ἀ­π’ τή γῆ. Μέ με­γα­λο­πρέ­πεια ἀ­νέρ­χε­ται μέ­χρι τόν οὐ­ρα­νό. Κι ἐ­νῶ ἔκ­πλη­κτος, ἀλ­λά πε­ρί­λυ­πος ὁ Ἐ­λισ­σαῖ­ος πα­ρα­κο­λου­θεῖ τήν ἀ­νά­βα­σή του, ὁ Ἠ­λί­ας τοῦ ρί­χνει τή μη­λω­τή του (τή γού­να του), μέ τήν ὁ­ποί­α καί θαυ­μα­τουρ­γεῖ. Ἀ­πό τά μά­τια τοῦ Ἐ­λισ­σαίου χά­νε­ται. Σέ ἄλ­λους κό­σμους πνευ­μα­τι­κούς, στά βα­σί­λεια τοῦ φω­τός καί τῆς εἰ­ρή­νης κα­τα­σκη­νώ­νει ἔ­πει­τα ἀ­πό μί­α ζω­ή τέλειας ἀ­φι­ε­ρώ­σε­ως στόν Θε­ό καί ἐρ­γα­σί­ας τοῦ ἁ­γί­ου του θε­λή­μα­τος. Ὁ Θε­ός, τόν ὁ­ποῖ­ο μέ τό­σο ζῆ­λο ὑ­πη­ρέ­τη­σε, τόν ἀ­μεί­βει πλου­σι­ο­πά­ρο­χα καί τόν ἀ­ξι­ώ­νει, χω­ρίς νά πε­ρά­σει ἀ­πό τό δρό­μο τοῦ θα­νά­του, νά γί­νει μέ­το­χός της θεί­ας δό­ξας καί μα­κα­ρι­ό­τη­τος.

Πέ­ρα­σαν ἀ­πό τό­τε ἐν­νέ­α αἰ­ῶ­νες. Ὁ προ­αι­ώ­νιος Λό­γος τοῦ Θε­οῦ γί­νε­ται ἄν­θρω­πος, καί πά­νω στό ὅ­ρος τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως ἀ­φή­νει νά ἐ­κλάμ­ψει μί­α ἀ­κτί­να τῆς Θε­ό­τη­τος του. Οἱ τρεῖς μα­θη­τές του εἶ­ναι μάρ­τυ­ρες τῆς θεί­ας ἐ­κεί­νης σκη­νῆς. Ἀλ­λά κα­λεῖ καί δυ­ό μάρ­τυ­ρες ἀ­πό τήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Ὁ ἕ­νας ἀ­πό αὐ­τούς εἶ­ναι ὁ Ἠ­λί­ας. Τί τι­μή γιά τόν με­γά­λο καί πύ­ρι­νο προ­φή­τη νά συμ­πα­ρα­στα­θεῖ στόν με­τα­μορ­φω­μέ­νο Κύ­ριο καί νά γί­νει, μέ­το­χος τῆς θεί­ας του δό­ξας καί με­γα­λει­ό­τη­τος! Ἔ­τσι ἀ­μεί­βει ὁ Θε­ός τούς δι­κούς του. Δέν τό εἶ­πε ὁ ἴ­διος; «Οἱ δί­και­οι ἐ­κλάμ­ψου­σιν ὡς ὁ ἥ­λιος ἐν τῇ βα­σι­λείᾳ τοῦ πα­τρός αὐ­τῶν» (Ματθ. ιγ΄ 43).

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου