Καθὼς πληθαίνουν οἱ θλίψεις στοὺς χαλεποὺς καιρούς μας καὶ πυκνώνουν τὰ σύννεφα στὸν ὁρίζοντα τῆς ζωῆς μας, εἶναι πολὺ ἐνισχυτικὸ νὰ προσευχόμαστε μὲ τὸν 39ο Ψαλμό: «Ὑπομένων ὑπέμεινα τὸν Κύριον, καὶ προσέσχε μοι καὶ εἰσήκουσε τῆς δεήσεώς μου» (Ψαλ. λθ΄ [39] 2).
Ὁ ἱερὸς Ψαλμωδός, ὁ ἔνδοξος προφήτης καὶ βασιλιὰς Δαβίδ, δοκιμάστηκε σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωὴ ὅσο ἐλάχιστοι ἄνθρωποι. Δοκιμάστηκε μὲ πολυποίκιλες θλίψεις, κατατρεγμοὺς καὶ ταλαιπωρίες. Ὁ βασιλιὰς Σαοὺλ τὸν κυνηγοῦσε νὰ τὸν σκοτώσει. Ἕνας ἀπὸ τοὺς γιούς του, ὁ Ἀβεσσαλώμ, ἐπαναστάτησε, γιὰ νὰ τοῦ πάρει τὸν θρόνο. Ἄλλος γιός του, ὁ Ἀμνῶν, τὸν καταντρόπιασε μὲ βαριὰ ἠθικὰ παραπτώματα. Ἐπίσης ἔπεσε αἰχμάλωτος στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν. Καὶ ἄλλες πολλὲς δυσκολίες ἀντιμετώπισε.
Ἀλλὰ τὶς θλίψεις του τὶς ἔβλεπε ὡς παιδαγωγικὲς ἐπεμβάσεις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Δὲν γόγγυζε, δὲν δυσανασχετοῦσε, δὲν βιαζόταν νὰ ἀποτινάξει τὸ φορτίο ποὺ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ ἔλθει ἐπάνω του. Ἀλλὰ κατέφευγε στὸ Θεὸ καὶ περίμενε ὑπομονετικὰ νὰ δώσει Ἐκεῖνος διέξοδο στὰ ἀδιέξοδά του, λύση στὰ προβλήματά του, ἐνίσχυση καὶ παρηγοριὰ στὶς θλίψεις του.
Δὲν λέει στὴν προσευχή του «ὑπέμεινα τὸν Κύριον», ἀλλὰ «ὑπομένων ὑπέμεινα τὸν Κύριον», γιὰ νὰ παρουσιάσει ἀκόμη πιὸ ζωηρὴ τὴν ὑπομονὴ καὶ καρτερία του στὴ διάρκεια τῆς δοκιμασίας του. Μὲ πολλὴ ὑπομονὴ καὶ ἐγκαρτέρηση περίμενα τὴν βοήθεια καὶ τὴν προστασία τοῦ Κυρίου, χωρὶς νὰ πάψω νὰ ἐλπίζω σ᾿ Αὐτόν. Κι Αὐτὸς μὲ πρόσεξε καὶ ἄκουσε τὴν ἱκεσία μου. «Καὶ ἀνήγαγέ με ἐκ λάκκου ταλαιπωρίας καὶ ἀπὸ πηλοῦ ἰλύος». Μὲ ἔβγαλε ἀπὸ τὸν λάκκο τῆς ταλαιπωρίας μου, κι ἀπὸ τὴ λάσπη τοῦ βούρκου, ἀπὸ ὅπου δὲν μποροῦσα νὰ βγῶ, διότι δὲν μποροῦσα νὰ βρῶ στερεὸ ἔδαφος νὰ πατήσω.
Μέχρι τότε βούλιαζα. Ἀλλὰ ὁ Κύριος «ἔστησεν ἐπὶ πέτραν τοὺς πόδας μου καὶ κατεύθυνε τὰ διαβήματά μου» (στίχ. 3). Ὄρθωσε τὰ πόδια μου, στερεώνοντάς τα σὲ ἀσάλευτη πέτρα, καὶ μὲ ὁδήγησε νὰ βαδίζω στὸν ἴσιο καὶ ἀπλανὴ δρόμο. Κι ἐνῶ ἤμουν βυθισμένος σὲ ἀφόρητη δυστυχία καὶ κινδύνευα νὰ πνιγῶ, μὲ ἐλευθέρωσε καὶ μὲ ἀσφάλισε. Μὲ ἐνίσχυσε, γιὰ νὰ ἀκολουθήσω μιὰ πορεία λαμπρὴ καὶ ἀκούραστη.
Μαζὶ δὲ μὲ τὴ σωτηρία ἀπὸ τὴ συμφορά μου, συνεχίζει ὁ θεόπνευστος Ψαλμωδός, ἔβαλε στὸ στόμα μου ὁ Θεός, ἀπὸ τὸν Ὁποῖο πηγάζει κάθε ἀγαθό, «ᾆσμα καινόν», νέο ὕμνο, γιὰ νὰ ὑμνήσω τὶς νέες εὐεργεσίες Του πρὸς ἐμένα καὶ νὰ Τοῦ ἐκφράσω τὴν εὐγνωμοσύνη τῆς καρδιᾶς μου. «Καὶ ἐνέβαλεν εἰς τὸ στόμα μου ᾆσμα καινόν, ὕμνον τῷ Θεῷ ἡμῶν». Τὸν ὕμνο αὐτὸ θὰ ψάλω στὸ Θεό μας. Καὶ εἶμαι βέβαιος ὅτι πολλοὶ θὰ δοῦν τὰ ὅσα ἔκανε ὁ Θεὸς γιὰ τὴ σωτηρία μου, θὰ κυριευθοῦν ἀπὸ εὐλαβικὸ δέος καὶ σεβασμὸ γι᾿ Αὐτόν, καὶ θὰ παρακινηθοῦν νὰ στηρίξουν τὴν ἐλπίδα τους στὸν Κύριο. «Ὄψονται πολλοὶ καὶ φοβηθήσονται καὶ ἐλπιοῦσιν ἐπὶ Κύριον» (στίχ. 4).
Τί σπουδαία μηνύματα μᾶς δίνει ὁ θεοφώτιστος Δαβὶδ μὲ τὰ λόγια του καὶ μὲ τὸ παράδειγμά του! Ἦταν ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀφηνόταν ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Κύριο. Προσευχόταν, ζητοῦσε τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ περίμενε. Ἀκολουθοῦσε ἔτσι παλαιότερα λαμπρὰ παραδείγματα ἁγίων μεγάλων ἀνδρῶν, τοῦ πολυάθλου Ἰώβ, ποὺ ἔμεινε ὀνομαστὸς στὴν ἱστορία γιὰ τὴν ὑπομονή του, καὶ τοῦ πατριάρχη Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος περίμενε καρτερικά, ὥσπου τοῦ χάρισε ὁ Θεὸς στὰ ἑκατό του χρόνια τὸν ἀγαπημένο του Ἰσαάκ!
Κι ἐμεῖς στὶς ἡμέρες μας ἀντιμετωπίζουμε «περιστάσεις καὶ θλίψεις καὶ ἀνάγκες» πολλές. Καὶ ὡς πρόσωπα καὶ ὡς Ἔθνος! Ἀπὸ τοὺς κινδύνους αὐτοὺς δὲν θὰ μᾶς γλυτώσουν οὔτε ἡ ἱκανότητά μας, οὔτε ἡ ἐπάρκειά μας, οὔτε ἡ προστασία τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς, παρὰ μόνο ὁ παντοδύναμος Θεός. Ἡ προστασία τοῦ Θεοῦ, τότε ποὺ χρειάζεται, εἶναι ἄμεση καὶ χειροπιαστή.
Ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ περιπτώσεις ποὺ καθυστερεῖ νὰ ἐπέμβει ὁ Θεός. Καὶ πάλι γιὰ τὸ καλό μας τὸ κάνει. Ἀργεῖ, ἀλλὰ δὲν λησμονεῖ. Ἐμεῖς, στὶς περιπτώσεις ποὺ νομίζουμε ὅτι «ἀργεῖ» ὁ Θεὸς νὰ ἐπέμβει, νὰ μακροθυμοῦμε γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε «τῆς ἐπαγγελίας» (Ἑβρ. ς΄ 15). Νὰ θέτουμε στὰ χείλη μας τὸν γλυκύτατο λόγο: «Ὑπομένων ὑπέμεινα τὸν Κύριον».
Γράφεται στὸ Μαρτυρολόγιο τοῦ ἁγίου μάρτυρος Κόνωνος ὅτι τὸν χτυποῦσαν μὲ δύο φραγγέλια, κι αὐτὸς ὑπέμενε καρτερικὰ τὸ μαρτύριο ψάλλοντας: «Ὑπομένων ὑπέμεινα τὸν Κύριον…». Ἔτσι κι ἐμεῖς νὰ ὑπομένουμε καρτερικὰ στὶς θλίψεις καὶ τὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς, μέχρι νὰ δώσει ὁ Θεὸς «σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν» (Α΄ Κορ. ι΄ [10] 13).
Ἀλλὰ καὶ ὅταν τελικῶς ἐπεμβαίνει ὁ Θεὸς καὶ μᾶς λυτρώνει, νὰ ἀναπηδᾶ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας ἡ εὐγνώμων ὁμολογία: «Ὁ Κύριος προσέσχε μοι καὶ εἰσήκουσε τῆς δεήσεώς μου…». Νὰ ψάλλουν τὰ χείλη μας «ᾆσμα καινόν», γιὰ νὰ παρακινηθοῦν καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι νὰ ἐλπίζουν στὸν Κύριο.
Πανευτυχεῖς ὅσοι ἔμαθαν νὰ ἐλπίζουν στὸ Θεὸ καὶ νὰ περιμένουν. Αὐτοὶ θὰ γίνουν ἱκανοὶ νὰ δοξάζουν λυτρωμένοι τὸν Εὐεργέτη τους καὶ ἐδῶ στὴ γῆ, ἀλλὰ καὶ στοὺς οὐρανοὺς αἰωνίως.