Ἦταν 13η τοῦ μηνὸς Ἰανουαρίου, ἡμέρα Τρίτη, ὅταν ξαφνικὰ οἱ καμπάνες τῶν ναῶν στὴ μικρὴ ἀκριτικὴ πόλη τῆς Κόνιτσας καὶ σὲ ἄλλες πόλεις τῆς Ἑλλάδος ἄρχισαν νὰ χτυποῦν χαρμόσυνα. Ἦταν ἡ ὥρα ποὺ ἀπὸ τὰ μέσα ἐνημερώσεως μεταδόθηκε ἡ εἴδηση ὅτι ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, συντονιζόμενη μὲ τὴν ἱερὴ προσδοκία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, κατέταξε καὶ ἐπισήμως στὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδοξίας τὸν Ἁγιορείτη γέροντα Παΐσιο.
Ὁ ὅσιος Παΐσιος ἦταν γνωστὸς ἤδη σὲ ὅλο τὸν κόσμο καὶ τιμώμενος ὡς Ἅγιος ἀπὸ τὴν πρὸ εἰκοσαετίας κοίμησή του ἢ καὶ πρὶν ἀκόμη ἀπὸ αὐτήν. Ἡ παρουσία του στὴν Ἑλλάδα ὑπῆρξε γλυκύτατος καρπὸς τῆς μεγάλης καὶ πικρῆς τραγωδίας τοῦ 1922. Γεννήθηκε στὰ Φάρασα τῆς Καππαδοκίας στὶς 25 Ἰουλίου τοῦ 1924.
Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Πρόδρομος Ἐζνεπίδης καὶ ἦταν πρόεδρος τῶν Φαράσων. Τὸ ὄνομα τῆς μητέρας του ἦταν Εὐλαμπία. Εἶχε ἀκόμη 8 ἀδέλφια. Στὶς 7 Αὐγούστου τοῦ 1924 βαπτίσθηκε ἀπὸ τὸν ἱερέα τους, τὸν ἤδη ἅγιο Ἀρσένιο τὸν Καππαδόκη. Στὴ βάπτιση τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομά του λέγοντας: «Θέλω καὶ ἐγὼ νὰ ἀφήσω καλόγερο στὸ πόδι μου».
Τὸ ἔτος ποὺ γεννήθηκε ὁ Γέροντας, ἔγινε ἡ ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν καὶ ξεριζώθηκε ὁ Ἑλληνισμὸς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπὸ τὶς πατρογονικές του ἑστίες. Πέντε ἑβδομάδες μετὰ τὴ βάπτιση τοῦ μικροῦ τότε Ἀρσένιου, στὶς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 1924, ἡ οἰκογένεια Ἐζνεπίδη, πῆρε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους Φαρασιῶτες καὶ τὸν ὅσιο Ἀρσένιο τὸν δρόμο τῆς πικρῆς προσφυγιᾶς. Στὸ καράβι μέσα στὸ συνωστισμὸ κάποιος πάτησε τὸ βρέφος (Ἀρσένιο) καὶ κινδύνευσε νὰ πεθάνει. Ὁ Ὅσιος ἔλεγε ἀργότερα: «Ἂν εἶχα πεθάνει τότε ποὺ εἶχα τὴ χάρη τοῦ Βαπτίσματος, θὰ μὲ ἔριχναν στὴ θάλασσα νὰ μὲ φᾶνε τὰ ψάρια, καὶ τουλάχιστον θὰ μοῦ ἔλεγε “εὐχαριστῶ” κανένα ψαράκι, καὶ θὰ πήγαινα στὸν παράδεισο». Μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους πρόσφυγες ἔφθασε στὸν Πειραιὰ καὶ κατέληξαν στὴν Κόνιτσα.
Ὅταν ἦταν 15 χρονῶν, κάποιος ἄθεος τὸν τάραξε λέγοντάς του ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός. «Παραδέχομαι», τοῦ εἶπε, «ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν ἕνας σπουδαῖος ἄνθρωπος, δίκαιος, ἐνάρετος, τὸν ὁποῖο μίσησαν ἀπὸ φθόνο γιὰ τὴν ἀρετή του καὶ τὸν καταδίκασαν οἱ συμπατριῶτες του· ἀλλὰ δὲν ἦταν Θεός». Κλονίσθηκε τότε καὶ εἶπε: «Θὰ πάω νὰ προσευχηθῶ, καὶ ἂν ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός, θὰ μοῦ παρουσιασθεῖ νὰ πιστέψω. Μιὰ σκιά, μιὰ φωνή, κάτι θὰ μοῦ δείξει». Προσευχήθηκε στὸ ἐξωκκλήσι τῆς ἁγίας Βαρβάρας ἐπὶ ὧρες χωρὶς ἀποτέλεσμα.
Τότε θυμήθηκε τὰ λόγια τοῦ ἄθεου ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν δίκαιος κ.τ.λ. καὶ ἔκανε τὴν ἑξῆς σκέψη: «Ἀφοῦ εἶναι τέτοιος, καὶ ἄνθρωπος νὰ ἦταν, ἀξίζει νὰ τὸν ἀγαπήσω, νὰ τὸν ὑπακούσω καὶ νὰ θυσιασθῶ γι᾿ Αὐτόν. Δὲν θέλω οὔτε παράδεισο οὔτε τίποτε. Γιὰ τὴν ἁγιότητά του καὶ τὴν καλοσύνη του ἀξίζει κάθε θυσία».
Αὐτὸ ἦταν! Τὴν ἴδια στιγμὴ ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ Τέμπλου τοῦ ἐμφανίσθηκε ὁλοζώντανος ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μέσα σὲ ὑπερκόσμιο φῶς καὶ τοῦ εἶπε: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται» (βλ. Ἰω. ια΄ 25-26). Τὸ συγκλονιστικὸ θαῦμα ἔγινε καθοριστικὸ γιὰ τὴν ὑπόλοιπη ζωή του.
Ὁ Ἀρσένιος εἶχε κλίση πρὸς τὸν μοναχισμὸ καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ μονάσει. Ἔτσι, ἀμέσως μετὰ τὴν ἀπόλυσή του ἀπὸ τὸν στρατὸ τὸ 1949, προσῆλθε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἐσφιγμένου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου ἔλαβε ρασοευχὴ καὶ τὸ ὄνομα Ἀβέρκιος.
Τὸ δὲ 1956 στὴ Μονὴ Φιλοθέου πῆρε τὸ «Μικρὸ Σχῆμα» καὶ ὀνομάσθηκε Παΐσιος.
Τὸ 1958 κατὰ προτροπὴ τῆς Παναγίας ἐπανῆλθε στὴν Κόνιτσα καὶ γιὰ 4 χρόνια ἔμεινε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Στομίου Κονίτσης ποὺ τιμᾶται στὸ ὄνομα τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία μὲ πολὺ κόπο ἀνεκαίνισε. Στὸ Μοναστήρι αὐτὸ ὁ διάβολος τὸν πολεμοῦσε μὲ πολλοὺς πειρασμοὺς καὶ μὲ παράδοξα ὁράματα. Ἐκεῖνος ὅμως ἔμενε ἀκλόνητος.
Ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὸ ὄρος Σινᾶ, στὸ κελλὶ τῶν ἁγίων Γαλακτίωνος καὶ Ἐπιστήμης, ὅπου ἡ ἄσκησή του μέσα στὴ φλεγόμενη ἔρημο ἔφθασε σὲ μέτρα ὑπεράνθρωπα.
Τὸ 1964 ἐπέστρεψε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἀφοῦ ἀσκήθηκε μὲ ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ βαριὰ διακονήματα σὲ διάφορα ἀσκητήρια, κατέληξε στὴ λεγόμενη «Παναγούδα» τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουτλουμουσίου. Ἐκεῖ στερούμενος, ἀγωνιζόμενος καὶ προσευχόμενος δέχθηκε καὶ τὴν ἐπίσκεψη τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας, ἡ ὁποία τοῦ ἔλυσε ἕνα σοβαρὸ θεολογικὸ πρόβλημα ποὺ τὸν ἀπασχολοῦσε καὶ ἔπειτα τοῦ διηγήθηκε τὴ ζωὴ καὶ τὸ μαρτύριό της. Ἀναφέρει ὁ ἴδιος: «Μετὰ μοῦ διηγήθηκε τὴ ζωή της. Ἤξερα ὅτι ὑπάρχει μία ἁγία Εὐφημία, ἀλλὰ τὸν βίο της δὲν τὸν ἤξερα. Ὅταν μοῦ διηγεῖτο τὰ μαρτύριά της, ὄχι ἁπλῶς τὰ ἄκουγα, ἀλλὰ σὰν νὰ τὰ ἔβλεπα· τὰ ζοῦσα. Ἔφριξα! Πά, πά, πά!
–Πῶς ἄντεξες τέτοια μαρτύρια; τὴ ρώτησα.
–Ἂν ἤξερα τί δόξα ἔχουν οἱ Ἅγιοι, θὰ ἔκανα ὅ,τι μποροῦσα νὰ περάσω πιὸ μεγάλα μαρτύρια, ἀπάντησε.
Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ τὸ γεγονὸς γιὰ τρεῖς μέρες δὲν μποροῦσα νὰ κάνω τίποτα. Σκιρτοῦσα καὶ συνεχῶς δόξαζα τὸν Θεό. Οὔτε νὰ φάω, οὔτε τίποτα… συνεχῶς δοξολογία… Πῶς αὐτὴ ἡ μικροκαμωμένη καὶ ἀδύνατη ἄντεξε τόσα μαρτύρια; Νὰ πεῖς ἦταν καμία… μιὰ σταλιὰ ἦταν».
Σὲ ἐπιστολή του ἀναφέρει: «Σ’ ὅλη μου τὴ ζωὴ δὲν θὰ μπορέσω νὰ ἐξοφλήσω τὴν μεγάλη μου ὑποχρέωση στὴν ἁγία Εὐφημία, ἡ ὁποία ἐνῶ ἦταν ἄγνωστή μου καὶ χωρὶς νὰ εἶχε καμιὰ ὑποχρέωση, μοῦ ἔκανε αὐτὴ τὴν μεγάλη τιμή… ὄχι γιατὶ τὸ ἀξίζω, ἀλλὰ ἐπειδὴ μὲ ἀπασχολοῦσε ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἕνα θέμα ποὺ εἶχε σχέση μὲ τὴν κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας γενικά, καὶ γιὰ δύο ἄλλους λόγους».
Γι᾿ αὐτὸ καὶ συνέθεσε πρὸς τιμὴν τῆς Ἁγίας ἕνα στιχηρὸ προσόμοιο: «Ποίοις εὐφημιῶν ᾄσμασιν εὐφημήσωμεν τὴν Εὐφημίαν, τὴν καταδεχθεῖσαν ἀπὸ ἄνωθεν καὶ ἐπισκεφθεῖσαν κάτοικον μοναχὸν ἐλεεινὸν ἐν τῇ Καψάλᾳ. Ἐκ τρίτου τὴν θύραν πάλιν τοῦ ἔκρουσε, τετάρτη ἠνοίχθη μόνη ἐκ θαύματος καὶ εἰσελθοῦσα μὲ οὐράνιον δόξαν, τοῦ Χριστοῦ ἡ Μάρτυς, προσκυνοῦντες ὁμοῦ Τριάδα τὴν Ἁγίαν».
Καὶ ἕνα ἐξαποστειλάριο κατὰ τὸ «Τοῖς μαθηταῖς συνέλθωμεν…», ποὺ ἄρχιζε: «Μεγαλομάρτυς ἔνδοξε τοῦ Χριστοῦ Εὐφημία, σ᾿ ἀγαπῶ πολύ-πολὺ μετὰ τὴν Παναγία…».
Στὸ κελλί του ἐκεῖνο, γνωστὸ καὶ ὡς «ὑπαίθριο ἀρχονταρίκι», δέχθηκε ἀναρίθμητα πλήθη προσκυνητῶν, τοὺς ὁποίους στήριζε μὲ τὰ θαύματά του, τὶς προσευχές του καὶ τὰ ἐμπνευσμένα καὶ χαριτωμένα λόγια του.
Ἔλεγε: «Οἱ ἅγιοι Πατέρες θὰ μᾶς ζήλευαν καὶ θὰ ἤθελαν νὰ ζοῦν σὲ μιὰ ἐποχὴ σὰν τὴ δική μας, γιὰ νὰ ἀγωνισθοῦν περισσότερο γιὰ τὸν Χριστό». Ἀναφερόμενος δὲ στὶς μέρες τοῦτες τῆς ἀποστασίας ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀντιχρίστου, τόνιζε πολὺ ἐπιτακτικὰ τὴν ἀνάγκη νὰ μένουν οἱ πιστοὶ ἀσυμβίβαστοι καὶ νὰ μὴ δέχονται τὰ σύμβολα τοῦ Ἀντιχρίστου.
Δίδασκε: «Μετὰ τὴν μπόρα τὴ δαιμονικὴ θὰ ἔλθει ἡ λιακάδα ἡ θεϊκή». «Τώρα μία μπόρα θὰ εἶναι, μία μικρὴ κατοχὴ τοῦ ἀντίχριστου σατανᾶ. Θὰ φάει μετὰ μία σφαλιάρα ἀπὸ τὸν Χριστό, θὰ συγκλονισθοῦν ὅλα τὰ ἔθνη καὶ θὰ ἔρθει ἡ γαλήνη στὸν κόσμο γιὰ πολλὰ χρόνια. Μερικοὶ συνδυάζουν μὲ αὐτὴ τὴν ἐπέμβαση τοῦ Χριστοῦ τὴ Δευτέρα Παρουσία. Ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ τὸ πῶ. Ὁ λογισμός μου μοῦ λέει ὅτι δὲν θὰ εἶναι ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ μία ἐπέμβαση τοῦ Χριστοῦ, γιατὶ εἶναι τόσα γεγονότα ποὺ δὲν ἔχουν γίνει ἀκόμη. Θὰ ἐπέμβει ὁ Χριστός, θὰ δώσει μία σφαλιάρα σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ σύστημα, θὰ πατάξει ὅλο τὸ κακὸ καὶ θὰ τὸ βγάλει σὲ καλὸ τελικά. Θὰ γεμίσουν οἱ δρόμοι προσκυνητάρια».
Ἦταν ἄνθρωπος μεγάλης ἀρετῆς καὶ ἀπίστευτα ταπεινός. Γιὰ τὸν ἑαυτό του ἔλεγε:
«Εἶμαι ἕνας τενεκές. Αἰσθάνομαι σὰν ἕνα κονσερβοκούτι ἄχρηστο, ποὺ εἶναι πεταμένο στὸ σκουπιδότοπο». Καὶ διευκρίνιζε: «Τὸ κονσερβοκούτι, ὅταν πέφτουν πάνω του οἱ ἀκτίνες τοῦ ἥλιου, λάμπει καὶ νομίζουν μερικοὶ ὅτι εἶναι σπουδαῖο κι ἔχει ἀξία».
Ἡ ἁγιότητά του ἔλαμψε καὶ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιμετώπιζε τὶς πολλὲς καὶ βασανιστικὲς ἀσθένειές του. Ὡς μάρτυρας ἀγωνιζόταν μὲ μισὸ πνευμόνι ὅλη του τὴ ζωή. Στὸ τέλος προσβλήθηκε ἀπὸ καρκίνο ποὺ τὸν ἔλιωσε. Ὅμως ὁ Ἅγιος ὑπέμεινε καρτερικὰ καὶ εὐγνωμονοῦσε τὸν Θεό.
Ἀναχώρησε ἀπὸ τὸν μάταιο κόσμο στὶς 12 Ἰουλίου τοῦ 1994. Ἐνταφιάσθηκε στὸ Ἱερὸ Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὴ Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης. Ἀπὸ τότε κάθε χρόνο στὴν ἐπέτειο τῆς κοιμήσεώς του τελεῖται ἀγρυπνία στὸ Ἱερὸ Ἡσυχαστήριο μὲ συμμετοχὴ δεκάδων χιλιάδων προσκυνητῶν.
Συνέγραψε καὶ τὰ ἑξῆς βιβλία, ποὺ ἔχουν ἐκδοθεῖ ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Ἡσυχαστήριο «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος» (Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης) καὶ ἔχουν μεταφρασθεῖ σὲ πολλὲς γλῶσσες:
● Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης (1991).
● Ὁ Γέρων Χατζη-Γεώργης ὁ Ἀθωνίτης, 1809-1886 (1986).
● Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ Ἁγιορείτικα (1993).
● Ἐπιστολές (1994).
Πολὺ περισσότερα βιβλία ἔχουν γραφεῖ γιὰ τὸν ἴδιο ἀπὸ ἄλλους, ἡ δὲ Ἱερὰ Μονὴ τῆς Σουρωτῆς ἔχει ἐκδώσει ἕξι θαυμάσιους τόμους μὲ διδασκαλίες τοῦ Ὁσίου.
Εἴθε οἱ πρεσβεῖες τοῦ μεγάλου συγχρόνου μας Ἁγίου νὰ σκεπάζουν ὅλους μας καὶ ἰδιαιτέρως τὴν πολλαπλῶς ταλαιπωρούμενη Πατρίδα μας, τὴν Ἑλλάδα. Εὐλογητὸς ὁ ἐν Τριάδι Θεός μας, ὁ ἐνδοξαζόμενος διὰ τῶν ἁγίων Του, ἀκόμη καὶ σὲ ἐποχὴ ἀποστασίας σὰν τὴ δική μας. Ὅσιε πάτερ Παΐσιε, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν!