Ἡ προσευχή μου σὰν ἱερὸ καὶ εὐωδιαστὸ θυμίαμα ἂς ἀνεβεῖ κατʼ εὐθεῖαν ἐνώπιόν Σου. Λόγια τοῦ ἱεροῦ Ψαλμωδοῦ ποὺ ἀκοῦμε κάθε φορὰ στὴν ἀρχὴ τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ἑσπερινοῦ, ὅταν ψάλλουμε: «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου» (Ψαλ. ρμ΄ [140] 2).
Ὅπως τὸ θυμίαμα ἀνεβαίνει ψηλά, ἔτσι καὶ ἡ προσευχή μας νὰ φθάσει ψηλὰ στὸν οὐρανό. Γιατί ἄραγε μιὰ τέτοια παρομοίωση νὰ γίνεται ἀπὸ τὸν Ψαλμωδό;
Στὴν εἰκόνα αὐτὴ τοῦ θυμιάματος φαίνονται δύο στοιχεῖα τῆς προσευχῆς: ἡ θερμότητα καὶ ἡ εὐωδία.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σχολιάζει: «Τὸ θυμίαμα καὶ ἀπὸ μόνο του εἶναι καλὸ καὶ εὐωδιαστό, τότε ὅμως ἰδιαίτερα φαίνεται ἡ εὐωδία του, ὅταν ἔλθει σʼ ἐπαφὴ μὲ τὴ φωτιά. Ἔτσι εἶναι καὶ ἡ προσευχή. Εἶναι καλὴ μὲν καὶ ἀπὸ μόνη της, γίνεται ὅμως καλύτερη καὶ πιὸ εὐωδιαστή, ὅταν προσφέρεται ἀπὸ ψυχὴ θερμὴ καὶ φλογερή, ὅταν ἡ ψυχὴ γίνει θυσιαστήριο καὶ ἀνάψει δυνατὴ φωτιά».
Θερμὴ εἶναι ἡ προσευχή μας, ὅταν τὴ διακρίνει ὁ ζῆλος, ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη. Ζῆλος ποὺ νικᾶ τὰ ἐμπόδια, ξεπερνᾶ τὶς δικαιολογίες καὶ δίνει χρόνο στὴν προσευχὴ μέσα στὸ δύσκολο, κουραστικὸ πρόγραμμα τῆς καθημερινότητάς μας. Πίστη ζωντανή, χωρὶς τὸν παραμικρὸ δισταγμό, χωρὶς τὴν ἐλάχιστη ἀμφιβολία ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἀκούει. Ὅτι εἶναι παρὼν μπροστά μας, δίπλα μας. Πίστη πὼς ἡ φωνή μας ἀνεβαίνει στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐλπίδα μας εἶναι Ἐκεῖνος καὶ μόνο. Καὶ ὅ,τι γιὰ μᾶς εἶναι δύσκολο καὶ ἀκατόρθωτο, γιὰ τὸν παντοδύναμο Θεὸ εἶναι εὔκολο, κατορθωτό.
Ἀλλὰ ἡ θερμότητα προϋποθέτει καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριο καὶ Θεό μας. Ἀγάπη «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς μας, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας μας, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος μας» (βλ. Μάρκ. ιβ΄ [12] 30). Στεκόμαστε στὴν προσευχὴ μπροστὰ σʼ Αὐτὸν ποὺ μᾶς ἀγάπησε καὶ γιὰ χάρη μας ὑπέμεινε θάνατο μέχρι Σταυροῦ.
Ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ σημαίνει συγχρόνως καὶ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας. Καμία σκέψη μίσους, ἀντιπάθειας πρὸς τοὺς ἄλλους. Καμία ψυχρότητα. Ἡ ἀγάπη ὅλα τὰ νικάει, καὶ ἡ προσευχὴ διὰ τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς ἀνεβαίνει στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Ἂν δὲν ὑπάρχει αὐτὸ τὸ πύρωμα τῆς καρδιᾶς, ἡ θέρμη τῆς ψυχῆς, ἡ προσευχή μας εἶναι μόνο λόγια καὶ συναισθήματα ἐπιπόλαια, δὲν μᾶς ἀναπαύει καὶ φεύγουμε κουρασμένοι καὶ ἀνειρήνευτοι.
Τὸ ἄλλο χαρακτηριστικὸ τοῦ θυμιάματος εἶναι ἡ εὐωδία. Ὅπως τὸ θυμίαμα καίγεται καὶ ἀφήνει γύρω του ἕνα λεπτὸ ἄρωμα εὐωδίας, τέτοια πρέπει νὰ εἶναι καὶ ἡ προσευχὴ ποὺ γίνεται ἀπὸ ψυχὴ ποὺ ἀγωνίζεται γιὰ καθαρὴ ζωή.
Μπροστὰ στὸ Θεὸ ὀφείλουμε νὰ στεκόμαστε χωρὶς νὰ μᾶς ἐλέγχει ἡ συνείδησή μας. Τότε ἔχουμε θάρρος, παρρησία καὶ μποροῦμε νὰ ἀτενίζουμε τὸ βλέμμα τοῦ Κυρίου στὴν εἰκόνα Του καὶ νὰ μιλᾶμε μαζί Του. Τί ὡραῖο νὰ αἰσθανόμαστε ζωντανὴ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας! Νὰ ζοῦμε μὲ τὴ συνείδηση καθαρὴ καὶ μὲ τὴ σκέψη πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ἕτοιμος νὰ ἱκανοποιήσει κάθε δίκαιο καὶ λογικὸ αἴτημά μας, διότι βλέπει τὸν καθημερινὸ ἀγώνα στὴ ζωή μας!
Πόσο, ἀντίθετα, διαφορετικὰ εἶναι τὰ πράγματα, ὅταν ἡ ζωή μας δὲν συμφωνεῖ μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ! Πῶς ὁ Θεὸς νὰ μᾶς προσέξει; Ἡ προσευχὴ γιὰ νὰ ἔχει δύναμη, χρειάζεται καθαρὴ ζωή.
Ὅποιος ἀγωνίζεται νὰ νεκρώνει τὰ ἁμαρτωλὰ θελήματά του, ὅποιος πρόθυμα ὑπακούει στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς εἰσακούεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεό. «Ἐκέκραξαν οἱ δίκαιοι, καὶ ὁ Κύριος εἰσήκουσεν αὐτῶν», λέει ὁ ἱερὸς Ψαλμωδός (Ψαλ. λγ΄ [33] 18).
Τὸ καταλαβαίνουμε ὅλοι αὐτό, γιʼ αὐτὸ καὶ καταφεύγουμε σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν μαρτυρημένη ἁγιότητα βίου, καὶ ζητοῦμε τὴν προσευχή τους. Διότι, ὅπως λέει ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος: «Πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη» (Ἰακ. ε΄ 16).
Ἡ προσφορὰ τοῦ θυμιάματος εἶναι πράξη θυσίας, ποὺ καὶ αὐτὴ συμβολίζει τὴν προσφορὰ τῆς ὑπάρξεώς μας στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὅπως τὸ θυμίαμα εἶναι προσφορά, θυσία στὸν Κύριο, ἔτσι καὶ τὸ καθετὶ στὸν ἀγώνα μας νὰ εἶναι θυσία γιὰ τὸν Χριστό.
Θυμιατήρια προσευχῆς ζωντανά! Τὸ ζητᾶ ἡ ψυχή μας, τὸ περιμένουν οἱ ἀδελφοί μας, ἔτσι δοξάζεται ὁ Θεός. Ἂς προσπαθοῦμε μιὰ τέτοια ζωντανὴ κοινωνία καὶ ἕνωση νὰ ἔχουμε μὲ τὸν ζωντανὸ Κύριο καὶ Θεό μας, καὶ αὐτὴ νὰ εἶναι ἡ δική μας ἐπιδίωξη σʼ ὅλη μας τὴ ζωή.