ΔΕΥΤΕΡΑ 8 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Ἀπόστολος: ἡμέρας, Δευτ. η΄  ἑβδ. ἐπιστ. (Α΄ Κορ. θ΄ 13 – 18):

13 Οὐκ οἴδατε ὅτι οἱ τὰ ἱε­ρὰ ἐργαζόμενοι ἐκ τοῦ ἱεροῦ ἐσθίουσιν, οἱ τῷ θυ­σιαστηρίῳ προσεδρεύοντες τῷ θυσιαστηρίῳ συμμερίζονται; 14 οὕτω καὶ ὁ Κύριος διέταξε τοῖς τὸ εὐαγγέλιον κα­ταγ­­­γέλλουσιν ἐκ τοῦ εὐ­αγγελίου ζῆν. 15 ἐγὼ δὲ οὐδενὶ ἐχρησάμην τούτων. Οὐκ ἔγραψα δὲ ταῦτα ἵνα οὕτω γένηται ἐν ἐμοί· καλὸν γάρ μοι μᾶλλον ἀποθανεῖν ἢ τὸ καύχημά μου ἵνα τις κενώσῃ. 16 ἐὰν γὰρ εὐαγγελίζωμαι, οὐκ ἔστι μοι καύχημα· ἀ­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­νάγ­κη γάρ μοι ἐπίκειται· οὐαὶ δέ μοί ἐστιν ἐὰν μὴ εὐαγγελίζωμαι· 17 εἰ γὰρ ἑκὼν τοῦτο πράσσω, μισθὸν ἔχω· εἰ δὲ ἄκων, οἰκονομίαν πεπίστευμαι. 18 τίς οὖν μοί ἐστιν ὁ μισθός; ἵνα εὐαγγελιζόμενος ἀδάπανον θήσω τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸ μὴ καταχρήσασθαι τῇ ἐξουσίᾳ μου ἐν τῷ εὐαγγελίῳ.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

13 Καί γιά νά σᾶς φέρω κι ἄλλη ἀπόδειξη ἀπό τήν Ἁγία Γραφή γιά τό δικαίωμά μας αὐτό, σᾶς ρωτῶ: Δέν γνωρίζετε ὅτι οἱ Λευΐτες πού ὑπηρετοῦν στή λατρεία τοῦ ἱεροῦ, τρῶνε ἀπ’ αὐτά πού προσφέρονται στό ναό; Καί οἱ ἱερεῖς καί οἱ ἀρχιερεῖς πού παραμένουν κοντά στό θυσιαστήριο, δέν μοιράζονται μαζί μέ τό θυσιαστήριο καί τίς θυσίες πού προσφέρονται σ’ αὐτό; 14 Κι αὐτό γίνεται σύμφωνα μέ ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ὅπως λοιπόν τότε ὁ Θεός, ἔτσι καί ὁ Κύριος τώρα καθόρισε γιά ἐκείνους πού κηρύττουν τό Εὐαγγέλιο, νά ζοῦν ἀπό τίς συνδρομές ὅσων ἀκοῦν τό εὐαγγελικό κήρυγμα. 15 Ἐγώ ὅμως δέν ἔκανα χρήση κανενός ἀπό τά δικαιώματα αὐτά. Κι αὐτά πού σᾶς γράφω δέν τά ἔγραψα γιά νά γίνει τό ἴδιο καί σέ μένα καί νά μοῦ δίνονται ἀπό σᾶς τά ἀναγκαῖα γιά τή συντήρησή μου. Ὄχι. Δέν σᾶς ζητῶ τίποτε. Διότι ἐγώ προτιμῶ καλύτερα νά πεθάνω παρά νά καταστήσει κανείς κενό καί ἀβάσιμο ἐκεῖνο γιά τό ὁποῖο καυχιέμαι. Καί τό καύχημά μου αὐτό εἶναι ὅτι κηρύττω τό Εὐαγγέλιο χωρίς νά ἐπιβαρύνω κανέναν γιά τή συντήρησή μου. 16 Καί αὐτό εἶναι τό πραγματικό καύχημά μου. Διότι, ἐάν κηρύττω τό Εὐαγγέλιο, αὐτό δέν μοῦ δίνει τό δι­καί­ωμα νά καυχιέμαι. Τό κήρυγμα εἶναι ἐπιβεβλημένη ἀνάγκη καί χρέος γιά μένα, ἀφοῦ ὁ Κύριος μέ κάλεσε σ’ αὐτό. Ἀλίμονο ὅμως σέ μένα, ἐάν ἀθετώντας τήν ὑπο­­χρέ­ωσή μου αὐτή δέν κηρύττω τό Εὐαγγέλιο. 17 Διότι, ἐάν ἔκανα τό κήρυγμα ἀπό δική μου θέληση καί πρωτοβουλία, χωρίς νά μοῦ εἶναι ἐπιβεβλημένο ἀπό τή διακονία πού μοῦ ἀνέθεσε ὁ Κύριος, τότε θά εἶ­χα δικαίωμα νά μοῦ δοθεῖ μισθός. Ἐάν ὅμως τό κά­νω ὄχι ἀπό δική μου πρωτοβουλία, ἀλλά ἐπειδή μοῦ ἀνα­τέθηκε ἡ διακονία αὐτή ἀπό τόν Κύριο, τότε μοῦ ἔχει ἐμπιστευθεῖ ὁ Κύριος οἰκονομία καί διαχείριση καί ὑπηρεσία, κι ἀλίμονό μου ἐάν δέν φανῶ πιστός δοῦ­λος καί οἰκονόμος. 18 Ποιό λοιπόν ἔργο μένει σέ μένα, γιά νά μοῦ ἀνήκει γι’ αὐτό μισθός καί δικαίωμα νά καυχιέμαι; Μοῦ μένει αὐτό: Ὅταν κηρύττω τό χαρμόσυνο μήνυμα τῆς σωτηρίας, νά ἐναποθέσω ὡς πολύτιμο θησαυρό στίς καρδιές τῶν ἀκρο­­ατῶν τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ χωρίς νά τούς ὑπο­­­βάλω σέ δαπάνες καί ἔξοδα, ὥστε νά μήν κάνω καθόλου χρήση τῆς ἐξουσίας πού μοῦ παρέχει τό Εὐ­­αγ­γέλιο νά τρέφομαι ἀπό τούς Χριστιανούς.