ΔΕΥΤΕΡΑ 15 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Εὐαγγέλιον: τῆς ἑορτῆς (Λκ. ι΄ 38 – 42,  ια΄ 27 – 28):

38 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτοὺς καὶ αὐτὸς εἰσῆλθεν εἰς κώμην τινά. γυ­νὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς. 39 καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία, ἣ καὶ παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πό­­-δας τοῦ Ἰησοῦ ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ. 40 ἡ δὲ Μάρθα περιεσπᾶ­το περὶ πολλὴν διακονίαν· ἐπιστᾶσα δὲ εἶπε· Κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μουμόνην με κατέλιπε διακο­νεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται. 41 ἀποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· 42 ἑνὸς δέ ἐστι χρεία· Μα­ρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐ­­­ξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀ­φαι­ρε­θήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς. 27 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ· μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μα­στοὶ οὓς ἐθήλασας. 28 αὐτὸς δὲ εἶπε· μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

 38 Κι ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς μαζί μέ τούς μαθητές του κι ὅσους τόν ἀκολουθοῦσαν προχωροῦσαν μέ κατεύθυνση τήν Ἱερουσαλήμ, μπῆκε αὐτός σ’ ἕνα χωριό. Καί κάποια γυναίκα πού ὀνομαζόταν Μάρθα τόν ὑποδέχθηκε στό σπίτι της. 39 Αὐτή εἶχε μία ἀδελφή πού λεγόταν Μαρία, ἡ ὁποία ὄχι μόνο ὑποδέχθηκε τόν Ἰησοῦ ὅπως ἡ Μάρθα, ἀλλά καί κάθισε κοντά στά πόδια του ὡς ταπεινή μαθήτρια κι ἄκουγε μέ ἀπερίσπαστη προσοχή τή διδασκαλία του. 40 Ἡ Μάρθα ὅμως ἦταν ἀπασχολημένη καί πνιγμένη σέ πολλές ἐργασίες, φροντίζοντας νά ἑτοι­μά­σει τό φαγητό καί νά περιποιηθεῖ τόν Διδάσκαλο. Κά­ποια στιγμή λοιπόν στάθηκε κοντά στόν Χριστό καί τοῦ εἶπε: Κύ­ριε, δέν σέ νοιάζει πού ἡ ἀδελφή μου μέ ἄφησε μόνη μου νά ὑπηρετῶ καί νά ἑτοιμάζω τό τραπέζι; Πές της λοιπόν νά μέ βοηθήσει. 41 Τότε τῆς ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς: Μάρθα, Μάρθα, βα­σα­νίζεις καί ταλαιπωρεῖς τό νοῦ σου μέ πολλές ἀγω­νιώ­δεις φρο­ντίδες, καί κου­ρά­­ζεις τό σῶμα σου γιά νά προετοιμάσεις πολλά πράγματα. 42 Ἐνῶ ἕνα εἶναι χρήσιμο καί ἀναγκαῖο, ἡ ἀκρόαση τῆς διδασκαλίας μου. Αὐτή εἶναι ἡ ἀ­ναγκαία πνευματι­κή τρο­­φή γιά τήν ψυχή. Αὐτήν τήν τροφή διάλεξε ἡ Μαρία, τήν καλή καί ὠφέλιμη μερίδα, πού δέν θά τῆς ἀφαιρεθεῖ πο­τέ. Δι­ότι οἱ ὠφέλειες τῆς πνευ­μα­τι­κῆς αὐτῆς τροφῆς δέν εἶναι προσωρινές καί φθαρτές, ἀλλά πνευ­ματικές καί αἰώνιες. 27 Κι ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς τά ἔλεγε αὐτά, κάποια γυναίκα ἀπ’ τό πλῆθος, ἐπειδή ἐνθουσιάστηκε ἀπό τή διδασκαλία του, ἔβγαλε μιά δυνατή φωνή καί εἶπε: Εὐτυχισμένη ἡ κοιλιά πού σέ βάστασε καί οἱ μαστοί πού θήλασες. Εὐτυχισμένη δηλαδή ἡ μητέρα πού σέ γέννησε καί σέ ἀνέθρεψε. 28 Κι αὐτός εἶπε: Ἀληθινά, εὐτυχισμένη εἶναι ἡ μητέ­ρα μου· ἀλλά μήν ξεχνᾶτε ὅτι μακάριοι εἶναι ὅσοι ἀκοῦνε τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί τόν ἐφαρμόζουν. Μ’ αὐτή τήν ἔν­­νοια, αὐτή πού μέ γέννησε καί μέ θήλασε, γι’ αὐ­τό ἀκρι­βῶς δέχθηκε τή μεγαλύτερη τιμή καί ἀξιώθηκε νά γίνει μητέρα μου, διότι φύλαξε πάντοτε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ.