Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος βρισκόταν φυλακισμένος στὴ Ρώμη, κατὰ τὴν πρώτη φυλάκισή του, οἱ Χριστιανοὶ τῶν Φιλίππων τοῦ ἔστειλαν μὲ τὸν Ἐπαφρόδιτο διάφορα χρήσιμα πράγματα, γιὰ νὰ τοῦ συμπαρασταθοῦν. Ὁ Ἅγιος ἀπάντησε μὲ τὴν πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολή του, στὴν ὁποία τοὺς εὐχαριστεῖ γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ τοῦ ἔδειξαν καὶ προσθέτει μεταξὺ ἄλλων τὰ ἑξῆς: Δείξατε ἔμπρακτα τὴν ἀγάπη σας, διότι ἀναλογισθήκατε ὅτι ὑποφέρω. Ἀλλὰ δὲν ὑποφέρω. Διότι ἐγὼ ἔμαθα σὲ ὅποιες περιστάσεις κι ἂν βρίσκομαι, νὰ ἀρκοῦμαι σ̕ ὅσα ἔχω. «Ἐγὼ γὰρ ἔμαθον ἐν οἷς εἰμι αὐτάρκης εἶναι». Γνωρίζω νὰ ὑπομένω καὶ τὶς ταπεινώσεις τῶν στερήσεων, γνωρίζω καὶ νὰ ζῶ χωρὶς πολυτέλεια καὶ ἀλαζονεία, ὅταν τὰ ἔχω περίσσια. Σὲ κάθε περίσταση καὶ σὲ καθετὶ ποὺ μοῦ συμβαίνει, ἔχω μάθει τὸ μυστικό: καὶ νὰ χορταίνω καὶ νὰ πεινῶ, καὶ νὰ κάνω καλὴ χρήση ὅταν τὰ ἔχω ἄφθονα, καὶ νὰ ὑπομένω εὐχάριστα τὴ στέρηση (Φιλιπ. δ΄ 11-12).
Καὶ ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τοὺς στίχους αὐτούς, «ἴσος ἦν ἔν τε ἐνδείᾳ ἔν τε πλησμονῇ, οὔτε ἐκεῖθεν πιεζόμενος, οὔτε ἐντεῦθεν χαυνούμενος» (PG 62, 289). Ἦταν ὁ ἴδιος καὶ στὴ στέρηση καὶ στὴν ἀφθονία τῶν ἀγαθῶν: οὔτε δυσανασχετοῦσε στὴ στέρηση, οὔτε γινόταν μαλθακὸς στὴν ἀφθονία. Συνήθισε νὰ ἀρκεῖται στὰ ἀπαραίτητα. Ἀσκήθηκε νὰ εἶναι εὐχαριστημένος καὶ μὲ τὰ πολλὰ καὶ μὲ τὰ λίγα.
Αὐτὸ τὸ δύσκολο μάθημα τῆς πνευματικῆς ζωῆς τὸ ἔμαθε ὁ Ἀπόστολος στὶς ἱεραποστολικὲς περιοδεῖες του. Πόσες φορὲς βρέθηκε σὲ ἀνάγκη! «Ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν», γράφει στοὺς Κορινθίους (Α΄ Κορ. δ΄ 11). Ἐκεῖ ὅπου πήγαινε, ἄλλοτε προσφέρονταν καλοδιάθετοι ἄνθρωποι νὰ τὸν φιλοξενήσουν κι ἄλλοτε ὄχι. Ἄλλοτε βρισκόταν κατάλυμα γιὰ νὰ ἀναπαυθεῖ κι ἄλλοτε ὄχι. Ἄλλοτε εἶχε ἄφθονα τὰ πρὸς τὸ ζῆν κι ἄλλοτε ὄχι. Σὲ κάποιες πόλεις ποὺ ἔμενε λίγες ἡμέρες, τὸν φρόντιζαν οἱ Χριστιανοί. Σὲ ἄλλες πόλεις ὅπου ἔμενε μεγαλύτερο χρονικὸ διάστημα, ἐργαζόταν ὁ ἴδιος ὡς σκηνοποιὸς γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὰ πρὸς τὸ ζῆν.
Ἀπὸ τὶς δύσκολες ἐξωτερικὲς συνθῆκες ποὺ καθημερινῶς συναντοῦσε, διδάχθηκε νὰ μένει εὐχαριστημένος μὲ ὅσα εἶχε, ὅσα κι ἂν ἦταν. Δὲν γόγγυζε ποτὲ γιὰ τὴν τροφή, ποὺ ἄλλοτε εἶχε ἄφθονη, ἄλλοτε λίγη κι ἄλλοτε καθόλου! Ἀλλὰ ἔμαθε νὰ εἶναι εὐχαριστημένος καὶ μὲ τὰ πολλὰ καὶ μὲ τὰ λίγα. Ἔμαθε νὰ λέει «Δόξα σοι, ὁ Θεός», ὅπως κι ἂν ἔρχονταν τὰ πράγματα.
Αὐτὸς ὁ ἀσκητικὸς τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ζοῦσε ὁ θεῖος Ἀπόστολος, πόσα ὡραῖα μηνύματα μᾶς δίνει! Μᾶς μαθαίνει νὰ ἀρκούμαστε στὰ λίγα. Νὰ μὴν ἔχουμε τὴν τάση νὰ μαζεύουμε πολλά. Ἀλλὰ καὶ ὅταν μᾶς περισσεύουν, νὰ μὴν ἐκτρεπόμαστε στὴν τρυφὴ καὶ στὰ ξεφαντώματα.
Ἐμεῖς συνήθως δὲν μένουμε εὐχαριστημένοι οὔτε μὲ τὰ πολλὰ οὔτε μὲ τὰ λίγα. Ἀποτελοῦν δυστυχῶς ἐξαίρεση οἱ ἄνθρωποι ποὺ μένουν εὐχαριστημένοι μ̕ αὐτὰ ποὺ ἔχουν. Μετριοῦνται στὰ δάκτυλα αὐτοὶ ποὺ λένε: Δόξα σοι, ὁ Θεός, περάσαμε καὶ σήμερα! Κι ἂς ἦταν λιτὸ τὸ τραπέζι τους. Οἱ πολλοὶ διαρκῶς γκρινιάζουμε καὶ παραπονούμεθα. Ἰδίως τώρα μὲ τὴν κρίση ὅλο γκρίνιες ἀκούει κανείς. Πόσα παράπονα βγαίνουν καθημερινῶς ἀπὸ τὰ χείλη μας!
Ἀλλὰ καὶ ὅταν εἴχαμε περισσότερα, πάλι δὲν μέναμε πλήρως εὐχαριστημένοι. Καὶ τότε ἀκούγονταν γκρίνιες καὶ παράπονα. Καὶ τότε γίνονταν ἀπεργίες καὶ πορεῖες διαμαρτυρίας μὲ παραπλήσια αἰτήματα. Γενικῶς οἱ ἄνθρωποι δὲν μένουμε ποτὲ εὐχαριστημένοι μ̕ αὐτὰ ποὺ ἔχουμε. Ἂν ἔχουμε λίγα, θέλουμε νὰ ἀποκτήσουμε πιὸ πολλά. Ἂν ἔχουμε πολλά, θέλουμε νὰ ἀποκτήσουμε ἀκόμη περισσότερα!
Ἀλλὰ γιατί νὰ εἴμαστε πάντοτε ἀνικανοποίητοι; Γιατί νὰ παρασυρόμαστε ἀπὸ τὸ κοσμικὸ φρόνημα; Γιατί θέλουμε ὅλα νὰ εἶναι δικά μας; Δὲν μᾶς χρειάζονται τόσο πολλά. Ὅταν γεννηθήκαμε, δὲν φέραμε τίποτε στὸν κόσμο. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ ὅταν θὰ φύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό, δὲν θὰ πάρουμε τίποτε ὑλικὸ μαζί μας. Ὅλα ἐδῶ θὰ μείνουν.
Ἂς μένουμε λοιπὸν εὐχαριστημένοι μ᾿ αὐτὰ ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Μεγαλοδύναμος, ὅσα κι ἂν εἶναι. «Ἔχοντες διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα» (Α΄ Τιμ. ς΄ 8). Ἐφόσον ἔχουμε τροφὲς καὶ ἐνδύματα καὶ κατοικία γιὰ νὰ μᾶς σκεπάζει, σ᾿ αὐτὰ νὰ ἀρκούμαστε. Νὰ μένουμε εὐχαριστημένοι καὶ μὲ τὰ πολλὰ καὶ μὲ τὰ λίγα, καὶ νὰ δίνουμε αἶνο καὶ δόξα στὸν εὐλογητὸ Τριαδικὸ Θεό μας.