Ἀπόστολος: Κυρ. η΄ ἑβδ. ἐπιστ. (Α΄ Κορ. α΄ 10 – 17):
10 Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ. 11 ἐδηλώθη γάρ μοι περὶ ὑμῶν, ἀδελφοί μου, ὑπὸ τῶν Χλόης ὅτι ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσι. 12 λέγω δὲ τοῦτο, ὅτι ἕκαστος ὑμῶν λέγει· ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ δὲ Χριστοῦ. 13 μεμέρισται ὁ Χριστός; μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν; ἢ εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε; 14 εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ ὅτι οὐδένα ὑμῶν ἐβάπτισα εἰ μὴ Κρίσπον καὶ Γάϊον, 15 ἵνα μή τις εἴπῃ ὅτι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα ἐβάπτισα. 16 ἐβάπτισα δὲ καὶ τὸν Στεφανᾶ οἶκον· λοιπὸν οὐκ οἶδα εἴ τινα ἄλλον ἐβάπτισα. 17 οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ᾿ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
10 Σᾶς παρακαλῶ λοιπόν, ἀδελφοί, στό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά ὁμολογεῖτε ὅλοι τήν ἴδια πίστη καί νά μήν ὑπάρχουν μεταξύ σας διαιρέσεις· ἀλλά νά εἶστε ἁρμονικά ἑνωμένοι, μέ τά ἴδια φρονήματα ὅλοι σας καί μέ τίς ἴδιες γνῶμες καί ἀποφάσεις. 11 Καί σᾶς κάνω τήν προτροπή αὐτή, διότι πληροφορήθηκα γιά σᾶς, ἀδελφοί μου, ἀπό τό σπιτικό τῆς Χλόης, ὅτι ὑπάρχουν μεταξύ σας φιλονικίες. 12 Καί μ’ αὐτό πού λέω ἐννοῶ αὐτό, ὅτι καθένας ἀπό σᾶς λέει μέ καύχηση: Ἐγώ εἶμαι τοῦ Παύλου· ἐγώ ὅμως, λέει ὁ ἄλλος, εἶμαι θαυμαστής καί μαθητής τοῦ Ἀπολλώ. Κι ὁ τρίτος λέει: ἐγώ ἀνήκω στόν Κηφᾶ· κι ἄλλος πάλι ἰσχυρίζεται: ἐγώ εἶμαι τοῦ Χριστοῦ. Ἔγιναν ἔτσι ὁμάδες καί μερίδες διάφορες. 13 Κομματιάστηκε λοιπόν ὁ Χριστός; Ἀπευθύνομαι σ’ ὅσους λένε, ἐμεῖς εἴμαστε τοῦ Παύλου, καί τούς ρωτῶ: Μήπως ὁ Παῦλος σταυρώθηκε γιά τή σωτηρία σας; Ἤ μήπως βαπτισθήκατε στό ὄνομα τοῦ Παύλου, ὥστε νά ἀνήκετε πλέον σ’ αὐτόν; 14 Καθώς βλέπω τώρα ποιά κατάχρηση τοῦ ὀνόματός μου κάνετε, εὐχαριστῶ τόν Θεό, διότι προνόησε νά μή βαπτίσω αὐτοπροσώπως κανέναν ἀπό σᾶς, ἐκτός ἀπό τόν Κρίσπο καί τόν Γάιο. 15 Κι ἔτσι τώρα δέν μπορεῖ κανείς νά πεῖ ὅτι στό δικό μου ὄνομα βάπτισα. 16 Βάπτισα ἐπίσης καί τήν οἰκογένεια τοῦ Στεφανᾶ. Ἐκτός ἀπ’ αὐτούς, δέν γνωρίζω ἄν βάπτισα κανέναν ἄλλον. 17 Καί δέν ἔκανα κύριο ἔργο μου τό βάπτισμα, διότι ὁ Χριστός δέν μοῦ ἀνέθεσε τή διακονία τοῦ Ἀποστόλου γιά νά βαπτίζω, πράγμα πού μπορεῖ νά κάνει κι ἕνας ἁπλός λειτουργός· ἀλλά μέ ἀπέστειλε ὁ Θεός νά κηρύττω τό Εὐαγγέλιο. Καί νά τό κηρύττω ὄχι μέ ἀνθρώπινη τέχνη καί ἀπατηλά ἐπιχειρήματα, γιά νά παρουσιάζεται ἡ διδασκαλία μου σοφή καί λαμπρή, ἀλλά νά τό κηρύττω ἔτσι ὥστε νά μή χάσει τή θεία του δύναμη τό κήρυγμα γιά τό σταυρικό θάνατο τοῦ Χριστοῦ.