Ἀντιμέτωποι μὲ τὴν ἄγνοιά μας

   Εἴμαστε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Μᾶς ἐλέησε ὁ Θεὸς καὶ μᾶς ἀξίωσε νὰ γνωρίσουμε τὴν ἀλήθεια ποὺ σώζει. Ὡστόσο ἡ πίστη μας καὶ ἡ πνευματικὴ ζωὴ ἔχουν βάθος ἀπροσμέτρητο. Αὐτὰ ποὺ ἀγνοοῦμε, καὶ στὰ πνευματικὰ ἀλλὰ καὶ γενικότερα, εἶναι πολὺ περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ γνωρίζουμε. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος θεόπνευστα διαβεβαιώνει: «Εἴ τις δοκεῖ εἰδέναι τι, οὐδέπω οὐδὲν ἔγνωκε καθὼς δεῖ γνῶναι» (Α´ Κορ. η´ 2). Ἂν καν­εὶς φαντάζεται ὅτι ξέρει κάτι, αὐτὸς δὲν ἔχει γνωρίσει τίποτε ἀκόμη ὅπως πρέπει νὰ τὸ γνωρίζει.
   Βέβαια ὁ Θεὸς γνωρίζει τὴν ἀδυναμία μας καὶ δὲν ἀπαιτεῖ ἀπὸ ἐμᾶς τὴν παγγνωσία, τὴν ὁποία μόνο Ἐκεῖνος ἔχει. Ἡ Ἐκκλησία ἐπίσης εὔχεται σὲ κάθε θεία Λειτουργία ὑπὲρ ἀφέσεως «τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων»· νὰ συγχωρηθοῦν δηλαδὴ τὰ ἁμαρτήματα ποὺ διαπράττουμε ἐμεῖς οἱ ἁπλοὶ πιστοί (ποὺ δὲν ἔχουμε τέλεια γνώση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ) χωρὶς νὰ γνωρίζουμε ὅτι εἶναι ἁμαρτήματα.
   Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ Κύριος προειδοποίησε ὅτι «ὁ γνοὺς τὸ θέλημα τοῦ κυρίου ἑαυτοῦ καὶ μὴ ἑτοιμάσας μηδὲ ποιήσας πρὸς τὸ θέλημα αὐτοῦ, δαρήσεται πολλάς· ὁ δὲ μὴ γνούς, ποιήσας δὲ ἄξια πλη­γῶν, δαρήσεται ὀλίγας» (Λουκ. ιβ´ [12] 47-48). Δηλαδὴ τὰ ἐν γνώσει ἁμαρτήματα εἶναι σαφῶς βαρύτερα ἀπὸ τὰ ἐν ἀγνοίᾳ, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ τελευταῖα ἔ­χουν συνέπειες. Καὶ μὲ τὰ ἀγνοήματά μας μολυνόμαστε, γινόμαστε ἔνοχοι ἐ­νώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ παιδαγωγούμαστε ἀπὸ τὸν Θεό.
   Ἑπομένως δὲν πρέπει νὰ ἐφησυχάζουμε οὔτε ἀπὸ τὸ ἔλεος καὶ τὴ συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ οὔτε ἀπὸ τὶς Εὐχὲς τῆς Ἐκκλησίας. Ναί, ὁ Θεὸς συγκαταβαίνει καὶ ἡ δέηση τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν τέ­λεση τῆς ἀναίμακτης θυσίας ἑλκύει πο­λὺ ἔλεος ἐπάνω μας· ὑπὸ ἕναν ὅρο ὅ­μως: ὅτι ἀγωνιζόμαστε μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις ἐναντίον τῆς ἄγνοιάς μας· ὅτι φροντίζουμε νὰ γνωρίζουμε ὅλο καὶ περισσότερο τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἄγνοια ποὺ ὀφείλεται σὲ ἀμέλεια καὶ ἀδιαφορία εἶναι σοβαρὴ ἁμαρτία. Εἶναι οὐσιαστικὰ περιφρόνηση τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς κάλεσε στὴ Βασιλεία Του. Δὲν τιμοῦμε τὴν κλήση Του, δὲν φιλοτιμούμαστε νὰ ἀνταποκριθοῦμε. «Μὴ προφασίζου ἄγνοιαν· ὁ γὰρ μὴ εἰδὼς καὶ ποιήσας ἄξια πληγῶν δαρήσεται, ὅτι οὐ μεμάθηκε» (Κλῖμαξ, Εἰς τὸν Ποιμένα ξϚ´). Μὴν προφασίζεσαι ἄγνοια (γιὰ τὶς ἁμαρτίες ποὺ διέπραξες). Διότι ὅποιος δὲν γνώριζε καὶ ἔπραξε ἄξια τιμωριῶν, θὰ τιμωρηθεῖ, ἐπειδὴ δὲν φρόντισε νὰ μάθει.
   Προβάλλεται ὅμως ἀπὸ πολλοὺς ἡ ἔν­σταση: «δὲν ἔχω χρόνο». Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ ρυθμοὶ τῆς ζωῆς σήμερα εἶναι ἔντονοι, καὶ τὸ καθημερινὸ πρόγραμμα γιὰ πολλοὺς ἀπὸ ἐμᾶς πιεστικό. Βρίσκουμε ὅμως χρόνο γιὰ τὰ θέματα ὑγείας ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν – καὶ πρέπει νὰ βρίσκουμε –, γιὰ τὴν ξεκούρασή μας, γιὰ διάφορες ἐπισκέψεις καὶ ἀσχολίες ὄ­χι πάντοτε ἀπόλυτα ἀναγκαῖες, καὶ δὲν θὰ βροῦμε χρόνο γιὰ τὴν ψυχή μας, γιὰ τὴν αἰωνιότητα;
   Καὶ τί μποροῦμε νὰ κάνουμε; Νὰ ἀφιε­ρώνουμε λίγα λεπτὰ κάθε μέρα στὴν πνευματικὴ μελέτη. Τί νὰ μελετοῦμε; Ἡ τό­σο σύντομη ζωή μας δὲν φθάνει νὰ δια­­­βάσουμε ὅλα τὰ Ὀρθόδοξα πνευματι­κὰ βιβλία ποὺ κυκλοφοροῦν σήμερα. Γι᾿ αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ εἴμαστε προσεκτικοὶ στὶς ἐπιλογές μας· ἢ καλύτερα νὰ ζητοῦμε τὴν ὑπεύθυνη καθοδήγηση τοῦ Πνευματικοῦ μας. Νὰ διαβάζουμε, καὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ διαβάζουμε, ἀλλὰ νὰ μελετοῦμε προσ­εκτικὰ καὶ μὲ προσευχὴ τὴν Ἁγία Γραφή, ὅπως τὴν ἑρμηνεύει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία· ἐπίσης πατερικὰ βιβλία, Βίους Ἁγίων καὶ ἄλλα ἐκλεκτὰ πνευματικὰ βιβλία, ποὺ θὰ μᾶς προσφέρουν δυνατὴ πνευματικὴ τροφή, θὰ μᾶς διδάξουν τὴν οὐσία τῆς πνευματικῆς ζω­ῆς. Ἐπίσης νὰ παρακολουθοῦμε κηρύγματα, ὁμιλίες – ὅσο μᾶς ἐπιτρέπουν οἱ ὑποχρεώσεις μας. Νὰ ἐπιδιώκουμε συ­ζητήσεις μὲ πνευματικοὺς ἀν­θρώπους. Νὰ ἔχουμε ζῆλο νὰ ἀκοῦμε λόγο Θεοῦ.
   Ἀλλὰ καὶ πάλι δὲν ἀρκεῖ ἡ πνευματικὴ μελέτη καὶ ἀκρόαση ἀπὸ μόνη της, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν ἄγνοιά μας. Πρέπει νὰ πολεμήσουμε καὶ τὴν ἄγνοια τῆς καρδιᾶς. Ποιὰ εἶναι αὐτή; Παραδείγματος χάριν μελετῶ καὶ μαθαίνω ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη καὶ προνοεῖ γιὰ ὅλα. Στὴν καθημερινή μου ζωὴ ὅμως ἀγχώνομαι μὲ τὰ προβλήματά μου. Ἄρα κατὰ βάθος ἀκόμη ἀγνοῶ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀ­γάπη. Μελετῶ καὶ μαθαίνω ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι «πανταχοῦ παρών», γνωρίζει ὅ­λες τὶς πράξεις μου καὶ θὰ μὲ κρίνει γι᾿ αὐτές· ἀλλὰ ἐξακολουθῶ νὰ ἁμαρτάνω ἄ­φοβα. Ἄρα κατὰ βάθος ἀγνοῶ αὐτὴ τὴν ἀλήθεια.
   Πῶς μποροῦμε νὰ πολεμήσουμε αὐτὸ ποὺ ὀνομάσαμε «ἄγνοια τῆς καρδιᾶς»; Νὰ μὴν ἀρκούμαστε ἁπλῶς νὰ μαθαίνουμε ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις νὰ τὸ ἐφαρμόζουμε. Νὰ ἔ­χουμε ἐπίσης τακτικὴ μυστηριακὴ ζωή. Νὰ ἐπιμελούμαστε τὴν προσευχὴ καὶ τὴ λατρεία – ἡ κατ᾿ ἰδίαν καὶ κοινὴ προσευχὴ εἶναι φῶς. Νὰ χρησιμοποιοῦμε ὅ­λα τὰ ὅπλα, ὅσο μποροῦμε, ποὺ μᾶς παρέχει ἡ Ἐκκλησία μας. Ἔτσι, μέρα μὲ τὴν ἡμέρα θὰ περιορίζεται τὸ σκοτάδι τῆς ἄγνοιάς μας, καὶ θὰ ζοῦμε ὅλο καὶ πε­ρισσότερο μέσα στὸ φῶς τῆς ἀληθι­νῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ θελήματός Του· μιᾶς γνώσεως ποὺ θὰ μᾶς ἐ­λευθερώνει, θὰ μᾶς χαροποιεῖ καὶ θὰ μᾶς ἐξαγιάζει.