Εὐαγγέλιον: ἡμέρας, Παρ. θ΄ ἑβδ. Ματθ. (Μτθ. κα΄ 12 – 14, 17 – 20):
12 Καὶ εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐξέβαλε πάντας τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν κατέστρεψε καὶ τὰς καθέδρας τῶν πωλούντων τὰς περιστεράς, 13 καὶ λέγει αὐτοῖς· γέγραπται, ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται· ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν. 14 Καὶ προσῆλθον αὐτῷ χωλοὶ καὶ τυφλοὶ ἐν τῷ ἱερῷ καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς.17 καὶ καταλιπὼν αὐτοὺς ἐξῆλθεν ἔξω τῆς πόλεως εἰς Βηθανίαν καὶ ηὐλίσθη ἐκεῖ. 18 Πρωΐας δὲ ἐπανάγων εἰς τὴν πόλιν ἐπείνασε· 19 καὶ ἰδὼν συκῆν μίαν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ ἦλθεν ἐπ᾿ αὐτήν, καὶ οὐδὲν εὗρεν ἐν αὐτῇ εἰ μὴ φύλλα μόνον, καὶ λέγει αὐτῇ· μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ συκῆ. 20 καὶ ἰδόντες οἱ μαθηταὶ ἐθαύμασαν λέγοντες· πῶς παραχρῆμα ἐξηράνθη ἡ συκῆ;
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
12 Τότε ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στόν ἱερό ναό πού ἦταν ἀφιερωμένος στό Θεό, κι ἔβγαλε ἔξω ὅλους ἐκείνους πού πουλοῦσαν καί ἀγόραζαν στό ἱερό προαύλιο τῶν ἐθνῶν κι ἀναποδογύρισε τά τραπέζια τῶν ἀργυραμοιβῶν, καθώς καί τά καθίσματα ὅπου κάθονταν αὐτοί πού πουλοῦσαν τά περιστέρια. 13 Καί τούς λέει: Εἶναι γραμμένο στόν Ἡσαΐα: Ὁ οἶκος μου θά ὀνομασθεῖ καί θά εἶναι οἶκος προσευχῆς. Ἐσεῖς ὅμως τόν κάνατε σπήλαιο πού συχνάζουν ληστές, ἀφοῦ μέ τίς αἰσχροκέρδειές σας κατακλέβετε καί ληστεύετε τούς προσκυνητές. 14 Τότε τόν πλησίασαν κάποιοι κουτσοί καί τυφλοί στό ἱερό καί τούς θεράπευσε. 17 Κι ἀφοῦ τούς ἄφησε, βγῆκε ἔξω ἀπό τήν πόλη καί πῆγε στή Βηθανία, ὅπου πέρασε τή νύχτα του ἐκεῖ. 18 Κι ὅταν τό πρωί ἐπέστρεφε στήν πόλη, πείνασε. 19 Καί μόλις εἶδε κάποια συκιά στό δρόμο, ἦλθε κοντά της, ἀλλά δέν βρῆκε τίποτε ἐπάνω της παρά μόνο φύλλα, ἀκριβῶς ὅπως καί ἡ συναγωγή τῶν Ἰουδαίων τότε εἶχε νά ἐπιδείξει μόνο φύλλα καί ἐξωτερικούς τύπους, ὄχι ὅμως καί καρπούς ἀρετῆς. Καί γιά νά δώσει μάθημα γιά τό ποιά θά εἶναι ἡ κατάληξη κάθε ἀνθρώπου ἄκαρπου σάν τή συκιά, λέει σ’ αὐτήν: Νά μήν ξαναβγάλεις ποτέ πιά καρπό. Κι ἀμέσως ξεράθηκε ἡ συκιά. 20 Κι ὅταν τό εἶδαν αὐτό οἱ μαθητές, θαύμασαν καί εἶπαν: Πῶς ἀμέσως, τήν ἴδια στιγμή ξεράθηκε ἡ συκιά;