Εὐαγγέλιον: τοῦ Προδρόμου (Μρ. στ΄ 14 – 30):
14 Καὶ ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς Ἡρῴδης· φανερὸν γὰρ ἐγένετο τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἔλεγεν ὅτι Ἰωάννης ὁ βαπτίζων ἐκ νεκρῶν ἠγέρθη, καὶ διὰ τοῦτο ἐνεργοῦσιν αἱ δυνάμεις ἐν αὐτῷ. 15 ἄλλοι ἔλεγον ὅτι Ἠλίας ἐστίν· ἄλλοι δὲ ἔλεγον ὅτι προφήτης ἐστὶν ὡς εἷς τῶν προφητῶν. 16 ἀκούσας δὲ ὁ Ἡρῴδης εἶπεν ὅτι ὃν ἐγὼ ἀπεκεφάλισα Ἰωάννην, οὗτός ἐστιν· αὐτὸς ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν. 17 αὐτὸς γὰρ ὁ Ἡρῴδης ἀποστείλας ἐκράτησε τὸν Ἰωάννην καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐν φυλακῇ διὰ Ἡρῳδιάδα τὴν γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, ὅτι αὐτὴν ἐγάμησεν. 18 ἔλεγε γὰρ ὁ Ἰωάννης τῷ Ἡρῴδῃ ὅτι οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου. 19 ἡ δὲ Ἡρῳδιὰς ἐνεῖχεν αὐτῷ καὶ ἤθελεν αὐτὸν ἀποκτεῖναι, καὶ οὐκ ἠδύνατο· 20 ὁ γὰρ Ἡρῴδης ἐφοβεῖτο τὸν Ἰωάννην, εἰδὼς αὐτὸν ἄνδρα δίκαιον καὶ ἅγιον, καὶ συνετήρει αὐτόν, καὶ ἀκούσας αὐτοῦ πολλὰ ἐποίει καὶ ἡδέως αὐτοῦ ἤκουε. 21 καὶ γενομένης ἡμέρας εὐκαίρου, ὅτε Ἡρῴδης τοῖς γενεσίοις αὐτοῦ δεῖπνον ἐποίει τοῖς μεγιστᾶσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς χιλιάρχοις καὶ τοῖς πρώτοις τῆς Γαλιλαίας, 22 καὶ εἰσελθούσης τῆς θυγατρὸς αὐτῆς τῆς Ἡρῳδιάδος καὶ ὀρχησαμένης καὶ ἀρεσάσης τῷ Ἡρῴδη καὶ τοῖς συνανακειμένοις, εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ κορασίῳ· αἴτησόν με ὃ ἐὰν θέλῃς, καὶ δώσω σοι. 23 καὶ ὤμοσεν αὐτῇ ὅτι ὃ ἐάν με αἰτήσῃς δώσω σοι, ἕως ἡμίσους τῆς βασιλείας μου. 24 ἡ δὲ ἐξελθοῦσα εἶπε τῇ μητρὶ αὐτῆς· τί αἰτήσομαι; ἡ δὲ εἶπε· τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. 25 καὶ εἰσελθοῦσα εὐθέως μετὰ σπουδῆς πρὸς τὸν βασιλέα ᾐτήσατο λέγουσα· θέλω ἵνα μοι δῷς ἐξαυτῆς ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. 26 καὶ περίλυπος γενόμενος ὁ βασιλεύς, διὰ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους οὐκ ἠθέλησεν αὐτὴν ἀθετῆσαι. 27 καὶ εὐθέως ἀποστείλας ὁ βασιλεὺς σπεκουλάτωρα ἐπέταξεν ἐνεχθῆναι τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. 28 ὁ δὲ ἀπελθὼν ἀπεκεφάλισεν αὐτὸν ἐν τῇ φυλακῇ, καὶ ἤνεγκε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι καὶ ἔδωκεν αὐτὴν τῷ κορασίῳ, καὶ τὸ κοράσιον ἔδωκεν αὐτὴν τῇ μητρὶ αὐτῆς. 29 καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἦλθον καὶ ἦραν τὸ πτῶμα αὐτοῦ, καὶ ἔθηκαν αὐτὸ ἐν μνημείῳ. 30 Καὶ συνάγονται οἱ ἀ-πόστολοι πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ πάντα, καὶ ὅσα ἐποίησαν καὶ ὅσα ἐδίδαξαν.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
14 Ἄκουσε λοιπόν ὁ βασιλιάς Ἡρώδης γιά τόν Ἰησοῦ καί γιά τά ἔργα του καί τούς μαθητές του. Διότι ἔγινε φανερό καί γνωστό τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Κι ἔλεγε ὁ Ἡρώδης ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς ἔχοντας νέα ἀποστολή καί νέα χαρίσματα ἀπό τόν Θεό, καί γι’ αὐτό ἐνεργοῦν μέσα ἀπ’ αὐτόν οἱ ὑπερφυσικές δυνάμεις. 15 Ἄλλοι ὅμως, πού μπέρδευαν τόν Ἰησοῦ μέ τούς παλιούς προφῆτες, ἔλεγαν ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Ἠλίας· κι ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι εἶναι προφήτης σάν ἕνας ἀπ’ τούς προφῆτες. 16 Ὅταν λοιπόν ἄκουσε ὁ Ἡρώδης αὐτά πού ἔλεγαν ὅλοι αὐτοί γιά τόν Ἰησοῦ, εἶπε ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Ἰωάννης πού ἐγώ τόν ἀποκεφάλισα. Αὐτός ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς. 17 Κι ὁ Ἡρώδης τά εἶπε αὐτά, διότι ὁ ἴδιος εἶχε στείλει νά συλλάβουν τόν Ἰωάννη καί τόν ἔριξε δεμένο στή φυλακή. Καί τό ἔκανε αὐτό ἐξαιτίας τῆς Ἡρωδιάδος, πού τήν πῆρε γιά σύζυγο, παρόλο πού ἦταν σύζυγος τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου. 18 Κι αὐτό ἔγινε ἡ αἰτία τῆς φυλακίσεως τοῦ Ἰωάννου, διότι ὁ Ἰωάννης ἔλεγε στόν Ἡρώδη: «Δέν σοῦ ἐπιτρέπεται ἀπό τό νόμο τοῦ Θεοῦ νά ἔχεις σύζυγο τή γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ σου, ὁ ὁποῖος ζεῖ ἀκόμη». 19 Γι’ αὐτό ἡ Ἡρωδιάδα κρατοῦσε μέσα της ἄσβεστο μίσος ἐναντίον του καί ἤθελε νά τόν σκοτώσει, μά δέν μποροῦσε. 20 Καί δέν μποροῦσε ἡ Ἡρωδιάδα νά σκοτώσει τόν Ἰωάννη, διότι ὁ Ἡρώδης τόν φοβόταν ἐπειδή τόν σεβόταν ὁ λαός, ἀλλά καί ἐπιπλέον ἐπειδή ἤξερε ὅτι εἶναι ἄνθρωπος δίκαιος καί ἅγιος. Καί γι’ αὐτό τόν κρατοῦσε στή ζωή. Κι ὅταν κάποτε τόν ἄκουσε στή φυλακή, ἔκανε πολλά ἀπό ἐκεῖνα πού τόν συμβούλευσε ὁ Ἰωάννης. Καί κάθε φορά πού τόν συναντοῦσε, τόν ἄκουγε μέ εὐχαρίστηση. 21 Ὅταν λοιπόν ἦλθε ἡ ἡμέρα πού ἔδινε τήν εὐκαιρία στήν Ἡρωδιάδα νά ἐκτελέσει τό σχέδιό της, ὅταν δηλαδή ὁ Ἡρώδης γιά τά γενέθλιά του ἔκανε δεῖπνο στούς πολιτικούς ἄρχοντες καί τούς ἀνώτερους ἀξιωματικούς τοῦ στρατοῦ καί τούς προύχοντες τῆς Γαλιλαίας, 22 τότε μπῆκε στήν αἴθουσα τοῦ δείπνου ἡ ἴδια ἡ κόρη τῆς Ἡρωδιάδος καί χόρεψε ἕναν ἄσεμνο καί πολύ ἐξευτελισμένο χορό· καί τόσο πολύ ἄρεσε στόν Ἡρώδη καί σ’ ὅσους κάθονταν μαζί του στό τραπέζι, ὥστε εἶπε ὁ βασιλιάς στό κορίτσι: Ζήτησέ μου ὁτιδήποτε θέλεις, καί θά σοῦ τό δώσω. 23 Καί τῆς ὁρκίστηκε ὅτι «θά σοῦ δώσω ὅ,τι κι ἄν μοῦ ζητήσεις, μέχρι καί τό μισό βασίλειό μου». 24 Ἐκείνη λοιπόν βγῆκε καί εἶπε στή μητέρα της: Τί νά ζητήσω; Κι αὐτή τῆς εἶπε: Ζήτησε τό κεφάλι τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. 25 Κι ἐκείνη μπῆκε ἀμέσως βιαστικά στό βασιλιά καί ὑπέβαλε τό αἴτημά της μέ τά λόγια αὐτά: Θέλω νά μοῦ δώσεις τώρα ἀμέσως καί χωρίς χρονοτριβή μέσα σέ πιάτο τό κεφάλι τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. 26 Ὁ βασιλιάς τότε λυπήθηκε πολύ, διότι εἶχε κάνει ὅρκους, καί μάλιστα ἦταν παρόντες κι αὐτοί πού κάθονταν μαζί του στό τραπέζι, στούς ὁποίους δέν ἤθελε νά παρουσιαστεῖ ψεύτης καί ἐπίορκος. Κι ἐνῶ λυπόταν πολύ νά θανατώσει τόν Ἰωάννη, δέν θέλησε νά τῆς τό ἀρνηθεῖ καί νά ἀθετήσει τήν ὑπόσχεσή του. 27 Γι’ αὐτό κι ἔστειλε ἀμέσως ὁ βασιλιάς ἕνα στρατιώτη ἀπό τούς σωματοφύλακές του μέ τή διαταγή νά φέρει τό κεφάλι τοῦ Ἰωάννου. 28 Κι αὐτός πῆγε καί τόν ἀποκεφάλισε στή φυλακή κι ἔφερε μέσα σέ πιάτο τό κεφάλι τοῦ Ἰωάννου καί τό ἔδωσε στό κορίτσι. Καί τό κορίτσι τό ἔδωσε στή μητέρα του. 29 Ὅταν τό ἄκουσαν αὐτό οἱ μαθητές τοῦ Ἰωάννου, ἦλθαν καί πῆραν τό σῶμα του καί τό ἐνταφίασαν μέσα σέ μνημεῖο. 30 Ὅταν ἐπέστρεψαν ἀπό τήν περιοδεία τους οἱ Ἀπόστολοι, συγκεντρώθηκαν κοντά στόν Ἰησοῦ καί τοῦ ἀνέφεραν τά πάντα, ὅσα δηλαδή ἔργα καί θαύματα ἔκαναν κι ὅσα δίδαξαν.