ΔΕΥΤΕΡΑ 29 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Εὐαγγέλιον: τοῦ Προδρόμου (Μρ. στ΄ 14 – 30):

14 Καὶ ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς Ἡρῴδης· φανερὸν γὰρ ἐγένετο τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἔλεγεν ὅτι Ἰωάννης ὁ βαπτίζων ἐκ νεκρῶν ἠγέρθη, καὶ διὰ τοῦτο ἐνεργοῦσιν αἱ δυνάμεις ἐν αὐτῷ. 15 ἄλλοι ἔλεγον ὅτι Ἠλίας ἐστίν· ἄλλοι δὲ ἔλεγον ὅτι προφήτης ἐστὶν ὡς εἷς τῶν προφητῶν. 16 ἀκούσας δὲ ὁ Ἡρῴδης εἶπεν ὅτι ὃν ἐγὼ ἀπεκεφάλισα Ἰωάννην, οὗτός ἐστιν· αὐτὸς ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν. 17 αὐτὸς γὰρ ὁ Ἡρῴδης ἀ­­­ποστείλας ἐκράτησε τὸν Ἰωάννην καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐν φυλακῇ διὰ Ἡρῳδιάδα τὴν γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελ­φοῦ αὐτοῦ, ὅτι αὐτὴν ἐγά­μησεν. 18 ἔλεγε γὰρ ὁ Ἰωάννης τῷ Ἡρῴδῃ ὅτι οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελ­φοῦ σου. 19 ἡ δὲ Ἡρῳδιὰς ἐνεῖχεν αὐτῷ καὶ ἤθελεν αὐτὸν ἀποκτεῖναι, καὶ οὐκ ἠδύνατο· 20 ὁ γὰρ Ἡρῴδης ἐφοβεῖτο τὸν Ἰωάννην, εἰδὼς αὐτὸν ἄνδρα δίκαιον καὶ ἅγιον, καὶ συνετήρει αὐτόν, καὶ ἀκού­σας αὐτοῦ πολλὰ ἐποίει καὶ ἡδέως αὐτοῦ ἤκουε. 21 καὶ γενομένης ἡμέρας εὐκαίρου, ὅτε Ἡρῴδης τοῖς γενεσίοις αὐτοῦ δεῖπνον ἐποίει τοῖς μεγιστᾶσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς χιλιάρχοις καὶ τοῖς πρώτοις τῆς Γαλιλαίας, 22 καὶ εἰσελθούσης τῆς θυγατρὸς αὐτῆς τῆς Ἡρῳδιάδος καὶ ὀρχησαμένης καὶ ἀ­­­­ρεσάσης τῷ Ἡρῴδη καὶ τοῖς συνανακειμένοις, εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ κορασίῳ· αἴτη­σόν με ὃ ἐὰν θέλῃς, καὶ δώσω σοι. 23 καὶ ὤμοσεν αὐτῇ ὅτι ὃ ἐάν με αἰτήσῃς δώσω σοι, ἕως ἡμίσους τῆς βασιλείας μου. 24 ἡ δὲ ἐξελθοῦσα εἶπε τῇ μητρὶ αὐτῆς· τί αἰτήσομαι; ἡ δὲ εἶπε· τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. 25 καὶ εἰσελθοῦσα εὐθέως μετὰ σπουδῆς πρὸς τὸν βασιλέα ᾐτήσατο λέγουσα· θέλω ἵνα μοι δῷς ἐξαυτῆς ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. 26 καὶ περίλυπος γενόμενος ὁ βασιλεύς, διὰ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους οὐκ ἠθέλησεν αὐτὴν ἀθετῆσαι. 27 καὶ εὐθέως ἀποστείλας ὁ βασιλεὺς σπεκουλάτωρα­ ἐπέταξεν ἐνεχθῆναι τὴν κε­φαλὴν αὐτοῦ. 28 ὁ δὲ ἀπελθὼν ἀπεκεφάλισεν αὐτὸν ἐν τῇ φυλακῇ, καὶ ἤνεγκε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι καὶ ἔδωκεν αὐτὴν τῷ κορασίῳ, καὶ τὸ κοράσιον ἔδωκεν αὐτὴν τῇ μητρὶ αὐτῆς. 29 καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἦλθον καὶ ἦραν τὸ πτῶμα αὐτοῦ, καὶ ἔθηκαν αὐτὸ ἐν μνημείῳ. 30 Καὶ συνάγονται οἱ ἀ-πόστολοι πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ πάν­τα, καὶ ὅσα ἐποίησαν καὶ ὅ­­­σα ἐδίδαξαν.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

14 Ἄκουσε λοιπόν ὁ βασιλιάς Ἡρώδης γιά τόν Ἰησοῦ καί γιά τά ἔργα του καί τούς μαθητές του. Διότι ἔγινε φα­­­νερό καί γνωστό τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Κι ἔλεγε ὁ Ἡρώδης ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς ἔχοντας νέα ἀποστολή καί νέα χαρίσματα ἀπό τόν Θε­ό, καί γι’ αὐτό ἐνεργοῦν μέσα ἀπ’ αὐτόν οἱ ὑπερφυσικές δυ­νάμεις. 15 Ἄλλοι ὅμως, πού μπέρδευαν τόν Ἰησοῦ μέ τούς πα­­­λιούς προφῆτες, ἔλεγαν ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Ἠλίας· κι ἄλ­λοι ἔλεγαν ὅτι εἶναι προφήτης σάν ἕνας ἀπ’ τούς προ­φῆτες. 16 Ὅταν λοιπόν ἄκουσε ὁ Ἡρώδης αὐτά πού ἔλεγαν ὅλοι αὐτοί γιά τόν Ἰησοῦ, εἶπε ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Ἰωάννης πού ἐγώ τόν ἀποκεφάλισα. Αὐτός ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς. 17 Κι ὁ Ἡρώδης τά εἶπε αὐτά, διότι ὁ ἴδιος εἶχε στείλει νά συλλάβουν τόν Ἰωάννη καί τόν ἔριξε δεμένο στή φυλακή. Καί τό ἔκανε αὐτό ἐξαιτίας τῆς Ἡρωδιάδος, πού τήν πῆρε γιά σύζυγο, παρόλο πού ἦταν σύζυγος τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου. 18 Κι αὐτό ἔγινε ἡ αἰτία τῆς φυλακίσεως τοῦ Ἰωάννου, διότι ὁ Ἰωάννης ἔλεγε στόν Ἡρώδη: «Δέν σοῦ ἐπι­τρέ­πε­ται ἀπό τό νόμο τοῦ Θεοῦ νά ἔχεις σύζυγο τή γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ σου, ὁ ὁποῖος ζεῖ ἀκόμη». 19 Γι’ αὐτό ἡ Ἡρωδιάδα κρατοῦσε μέσα της ἄσβεστο μίσος ἐναντίον του καί ἤθελε νά τόν σκοτώσει, μά δέν μποροῦ­σε. 20 Καί δέν μποροῦσε ἡ Ἡρωδιάδα νά σκοτώσει τόν Ἰω­άν­νη, διότι ὁ Ἡρώδης τόν φοβόταν ἐπειδή τόν σεβόταν ὁ λαός, ἀλλά καί ἐπιπλέον ἐπειδή ἤξερε ὅτι εἶναι ἄνθρωπος δίκαιος καί ἅγιος. Καί γι’ αὐτό τόν κρατοῦσε στή ζωή. Κι ὅταν κάποτε τόν ἄκουσε στή φυλακή, ἔκα­νε πολλά ἀπό ἐκεῖνα πού τόν συμβούλευσε ὁ Ἰωάννης. Καί κάθε φορά πού τόν συναντοῦσε, τόν ἄκου­γε μέ εὐχαρίστηση. 21 Ὅταν λοιπόν ἦλθε ἡ ἡμέρα πού ἔδινε τήν εὐκαιρία στήν Ἡρωδιάδα νά ἐκτελέσει τό σχέδιό της, ὅταν δη­λαδή ὁ Ἡρώδης γιά τά γενέθλιά του ἔκανε δεῖπνο στούς πολιτικούς ἄρχοντες καί τούς ἀνώτερους ἀξι­ω­­ματι­κούς τοῦ στρατοῦ καί τούς προύχοντες τῆς Γα­λι­λαίας, 22 τότε μπῆκε στήν αἴθουσα τοῦ δείπνου ἡ ἴδια ἡ κό­ρη τῆς Ἡρωδιάδος καί χόρεψε ἕναν ἄσεμνο καί πολύ ἐξευ­τε­λισμένο χορό· καί τόσο πολύ ἄρεσε στόν Ἡρώδη καί σ’ ὅσους κά­θονταν μαζί του στό τραπέζι, ὥστε εἶπε ὁ βασιλιάς στό κο­­ρίτσι: Ζήτησέ μου ὁτιδήποτε θέλεις, καί θά σοῦ τό δώ­σω. 23 Καί τῆς ὁρκίστηκε ὅτι «θά σοῦ δώσω ὅ,τι κι ἄν μοῦ ζητήσεις, μέχρι καί τό μισό βασίλειό μου». 24 Ἐκείνη λοιπόν βγῆκε καί εἶπε στή μητέρα της: Τί νά ζητήσω; Κι αὐτή τῆς εἶπε: Ζήτησε τό κεφάλι τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. 25 Κι ἐκείνη μπῆκε ἀμέσως βιαστικά στό βασιλιά καί ὑπέβαλε τό αἴτημά της μέ τά λόγια αὐτά: Θέλω νά μοῦ δώσεις τώρα ἀμέσως καί χωρίς χρονοτριβή μέσα σέ πιάτο τό κεφάλι τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. 26 Ὁ βασιλιάς τότε λυπήθηκε πολύ, διότι εἶχε κάνει ὅρ­κους, καί μάλιστα ἦταν παρόντες κι αὐτοί πού κάθο­ν­ταν μαζί του στό τραπέζι, στούς ὁποίους δέν ἤθελε νά παρουσιαστεῖ ψεύτης καί ἐπίορκος. Κι ἐνῶ λυ­πό­ταν πολύ νά θανατώσει τόν Ἰωάννη, δέν θέλη­σε νά τῆς τό ἀρνηθεῖ καί νά ἀθετήσει τήν ὑπόσχεσή του. 27 Γι’ αὐτό κι ἔστειλε ἀμέσως ὁ βασιλιάς ἕνα στρατιώτη ἀπό τούς σωματοφύλακές του μέ τή διαταγή νά φέρει τό κεφάλι τοῦ Ἰωάννου. 28 Κι αὐτός πῆγε καί τόν ἀποκεφάλισε στή φυλακή κι ἔφερε μέσα σέ πιάτο τό κεφάλι τοῦ Ἰωάννου καί τό ἔδωσε στό κορίτσι. Καί τό κορίτσι τό ἔδωσε στή μη­­τέρα του. 29 Ὅταν τό ἄκουσαν αὐτό οἱ μαθητές τοῦ Ἰωάννου, ἦλθαν καί πῆραν τό σῶμα του καί τό ἐνταφίασαν μέσα σέ μνημεῖο. 30 Ὅταν ἐπέστρεψαν ἀπό τήν περιοδεία τους οἱ Ἀπόστολοι, συγκεντρώθηκαν κοντά στόν Ἰησοῦ καί τοῦ ἀνέ­φε­ραν τά πάντα, ὅσα δηλαδή ἔργα καί θαύματα ἔκαναν κι ὅσα δίδαξαν.