Γεμάτη λαμπρότητα καὶ δόξα προβάλλει καὶ φέτος μπροστά μας ἡ Δεσποτικὴ ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Γεμάτοι χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση ἀντικρίζουμε οἱ πιστοὶ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου στὸ ὄρος Θαβὼρ καὶ θαυμάζουμε πῶς, ἐνῶ φαινόταν καὶ συναναστρεφόταν ὡς ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἦταν συγχρόνως καὶ Θεός, ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ.
Λίγες μέρες πρὶν τὴ θυσία τοῦ Γολγοθᾶ, ὁ Κύριος παραλαμβάνει τοὺς «προκρίτους τῶν μαθητῶν», τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, καὶ ἀνεβαίνουν στὸ ὄρος Θαβώρ. Ἐκεῖ «μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν». Ἄλλαξε ξαφνικὰ ἡ ὄψη Του, ἄλλαξε ἡ μορφή Του. Ἔλαμψε τὸ πρόσωπό Του σὰν τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἐνδύματά του ἔγιναν λευκὰ σὰν τὸ φῶς. Θὰ σχολιάσουν οἱ ἱεροὶ ἑρμηνευτὲς ὅτι ἔλαμψε «ὑπὲρ ἥλιον» (πιὸ πολὺ καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιο), γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ μαθητὲς ἔπεσαν κάτω, τὰ μάτια τους θαμπώθηκαν ἀπὸ τὸ θεϊκὸ φῶς. Καὶ εἶδαν μόνο μία ἀκτίνα ἀπὸ τὴ δόξα τῆς θεότητός Του, κι αὐτὴ στὸ βαθμὸ ποὺ μποροῦσαν νὰ δοῦν καὶ νὰ κατανοήσουν.
Μέσα στὴ νεφέλη μαζὶ μὲ τὸν μεταμορφωθέντα Κύριο, οἱ μαθητὲς διακρίνουν καὶ δύο ἄλλες μορφές: δύο μεγάλους ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ ἔζησαν πολλοὺς αἰῶνες πρὶν καὶ ποὺ ἡ ἐποχὴ τοῦ ἑνὸς ἀπεῖχε ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ ἄλλου. Εἶναι ὁ θεόπνευστος νομοθέτης Μωυσῆς καὶ ὁ πύρινος προφήτης Ἠλίας περιβεβλημένοι καὶ αὐτοὶ μὲ δόξα, μὲ τὸ ὑπερκόσμιο φῶς τοῦ Κυρίου.
Ἡ παρουσία τους ἀποδεικνύει πὼς ὁ Κύριος εἶναι ὁ ὑπὸ τῶν προφητῶν προφητευθεὶς Μεσσίας καὶ ὁ Κύριος τῶν ζώντων καὶ τῶν νεκρῶν, ἀφοῦ ὁ Μωυσῆς πέθανε καὶ ὁ Ἠλίας δὲν γνώρισε θάνατο. Γιατὶ ἐμφανίζονται οἱ δύο προφῆτες κατὰ τὴ Μεταμόρφωση; ρωτάει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος καὶ ἀπαντᾶ: γιὰ νὰ μάθουν οἱ μαθητὲς ὅτι ὁ Κύριος ἐξουσιάζει καὶ τὴ ζωὴ καὶ τὸν θάνατο.
Ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς εἶναι ὁ μόνος ποὺ διασώζει καὶ τὸ θέμα τῆς μεταξύ τους ἐπικοινωνίας: «ἔλεγον τὴν ἔξοδον αὐτοῦ ἣν ἔμελλε πληροῦν ἐν Ἱερουσαλήμ» (Λουκ. θ΄ 31)· συζητοῦσαν γιὰ τὴν ἔξοδο καὶ τὴν ἀναχώρηση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸν κόσμο, τὴν ὁποία διὰ τῆς σταυρικῆς θυσίας καὶ τῆς Ἀναλήψεώς Του ἐπρόκειτο νὰ ἐκπληρώσει στὴν Ἱερουσαλήμ.
Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἀναφέρει πὼς τὸ θέμα τῆς συζητήσεώς τους ἦταν «τῆς μετὰ σαρκὸς οἰκονομίας τὸ μυστήριον καὶ τὸ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ σωτήριον πάθος» (PG 72, 653). Τὸ ἱερὸ καὶ κοσμοσωτήριο ἔργο τοῦ Κυρίου. Τὸ ἄχραντο Πάθος, ὁ σταυρικὸς θάνατος, ἡ Ἀνάσταση, ἡ Ἀνάληψη, ἡ ἔξοδος τοῦ Κυρίου ἐκ τοῦ κόσμου, αὐτὰ ἀπασχολοῦσαν τὸν Μωυσῆ καὶ τὸν Ἠλία ἐκείνη τὴν ὥρα. Αὐτὸ τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας οἱ προφῆτες εἶχαν προαναγγείλει, αὐτὸ καὶ ὁ Νόμος τοῦ Μωυσέως φανέρωνε: τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου διὰ τοῦ Χριστοῦ. Μεγάλη ἀλήθεια πάνω στὴν ὁποία θεμελιώθηκε ὅλο τὸ οἰκοδόμημα τῆς Πίστεώς μας.
Τὸ γεγονὸς εἶναι θαυμαστὸ καὶ ἄξιο προβληματισμοῦ.
Ὁ Κύριος στὸ Θαβώρ! Ὁ Κύριος ἐν δόξῃ! Καὶ ὅμως, καὶ ἐκείνη τὴ μεγάλη ὥρα ἡ θυσία τοῦ Γολγοθᾶ εἶναι συνεχῶς ἐνώπιόν Του. Αὐτὴ ἡ θυσία ἀποτελεῖ τὴν αἰώνια δόξα Του, τὴ θριαμβευτική Του νίκη, τὴν ὑποταγή Του στὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Του Πατρός.
Ὑπάρχουν στὴ ζωή μας ὧρες ἐπιτυχιῶν, στιγμὲς χαρᾶς, καταξιώσεως. Μὴ λησμονοῦμε τότε τὸν ἱερότατο σκοπὸ τῆς ζωῆς μας ποὺ εἶναι ἡ αἰώνια σωτηρία μας. Μὴ φοβόμαστε καὶ στὶς εὐτυχέστερες περιόδους τῆς ζωῆς μας νὰ θυμόμαστε ὅτι εἴμαστε γήινοι, θνητοί, ὅτι δὲν θὰ μείνουμε αἰώνια στὸν κόσμο αὐτό, θὰ ἔλθει ἡ ὥρα καὶ τῆς δικῆς μας ἐξόδου, κατὰ τὴν ὁποία θὰ ἐγκαταλείψουμε τὸν μάταιο, φθαρτὸ τοῦτο κόσμο καὶ θὰ πορευθοῦμε στὸν ἀληθινὸ κόσμο τῆς αἰωνιότητος. Δὲν εἶναι μόνιμη αὐτὴ ἡ πατρίδα, «οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν» (Ἑβρ. ιγ΄ [13] 14), ἀλλὰ μᾶς περιμένει ἡ ἀληθινὴ πατρίδα.
Ἐκεῖ θὰ ζήσουμε τὴ «μεταμόρφωση» καὶ μεῖς, ἐφόσον μείνουμε πιστοὶ στὸ ἅγιο θέλημά Του. Ἐκεῖ θὰ ζήσουμε ἔνδοξοι, ἀθάνατοι, λαμπροί, ἀπολαμβάνοντες τὸ φῶς τῆς θεότητος καὶ δοξάζοντες τὸ πανάγιο ὄνομά Του.