Ὅπως οἱ ἅγιοι ἄγγελοι

   Ὁ πανάγαθος καὶ παντοδύναμος Θεός, ποὺ δημιούργησε μὲ ἄπειρη ἀγάπη τὸν κόσμο, δὲν τὸν ἄφησε κατόπιν νὰ πορεύεται μόνος του. Εἶναι βασικὸ δόγμα τῆς πίστεώς μας ὅτι ἐξακολουθεῖ νὰ φροντίζει τὸν κόσμο, νὰ τὸν συντηρεῖ στὴν ὕπαρξη καὶ νὰ τὸν κυβερνᾶ, νὰ προνοεῖ γιὰ ὅλα τὰ δημιουργήματά Του, γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ εἶναι τὸ τελειότερο δημιούργημα στὴν ὁρατὴ κτίση, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ πιὸ μικρὰ καὶ ἀτελή, γιὰ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ γιὰ τὸν «χόρτον τοῦ ἀγροῦ».
   Ἀλλὰ ὁ Θεὸς στὴ φροντίδα του γιὰ τὸν κόσμο καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἐπιστρατεύει καὶ ἄλλα ὄντα. Χρησιμοποιεῖ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι εἶναι «λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν» (Ἑβρ. α΄ 14). Εἶναι δηλαδὴ πνεύματα ὑπηρετικά, ποὺ ἀποστέλλονται ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν ἐκείνους ποὺ μέλλουν νὰ κληρονομοῦν τὴν αἰώνια ζωή.
   Ὄντα πνευματικά, ἄϋλα, φωτεινὰ οἱ ἅγιοι ἄγγελοι στέκονται δίπλα μας πιστοὶ ὁδηγοί, φύλακες τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων μας. Μᾶς βοηθοῦν στὶς δοκιμασίες. Μᾶς στηρίζουν στὶς ἀσθένειες. Μᾶς σώζουν ἀπὸ διάφορους κιν­δύνους. Παρακολουθοῦν τὸν ἀγώνα μας. Μᾶς ὑπερασπίζονται ἀπὸ τοὺς δαίμονες. Δημιουργοῦν ἀκαθαίρετο τεῖ­χος ἀσφαλείας ποὺ μᾶς σώζει ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τῶν προαιωνίων ἐχθρῶν μας. Συλλυποῦνται στὶς πτώσεις μας, συγχαίρουν στὴ μετάνοια καὶ στὴ νίκη μας. Μᾶς συνοδεύουν ὅταν ἀναχωροῦμε ἀ­­πὸ τὸν πρόσκαιρο αὐτὸ κόσμο γιὰ τὸν αἰώνιο κόσμο τοῦ οὐρανοῦ.
   Ἀλλὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ ἔργο τῆς φροντίδας τῶν ἀνθρώπων δὲν τὸ ἐργάζεται ὁ Θεὸς μόνο διὰ τῶν ἀγγέλων Του. Καλεῖ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Ζητεῖ κι ἐμεῖς νὰ φροντίζουμε τοὺς συνανθρώπους μας. Τὸ βασικότατο κήρυγμά Του, τὸ κήρυ­γμα τῆς ἀγάπης, τί ἄλλο εἶναι παρὰ μιὰ ἔντονη προτροπὴ νὰ συμπαριστάμεθα στοὺς ἀδελφούς μας, νὰ σηκώνουμε τὰ βάρη τους, νὰ τοὺς βοηθοῦμε στὶς δυσ­κολίες τους, νὰ τοὺς παρηγοροῦμε στὶς θλίψεις τους, νὰ τοὺς προσφέρουμε ἀπὸ τὰ ἀγαθά μας καὶ νὰ τοὺς ἀνακουφίζουμε στὴ φτώχεια τους; Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐντολή Του: Νὰ ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον ὅπως τὸν ἑαυτό μας, νὰ «ἀγαπῶμεν ἀλλήλους», καθὼς Ἐκεῖνος μᾶς ἀγάπησε. Στὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς τῆς Κρίσεως μᾶς τὸ εἶπε καθαρά: Θὰ κριθοῦμε βάσει τοῦ νόμου τῆς ἀγάπης· ἂν δηλαδὴ δώσαμε ψωμὶ στὸν πεινασμένο, νερὸ στὸ διψασμένο, ροῦχα σ’ αὐτὸν ποὺ δὲν εἶχε, ἂν φιλοξενήσαμε τὸν ξένο, ἐπισκεφθήκαμε τὸν ἀσθενὴ καὶ τὸν φυλακισμένο (βλ. Ματθ. κε΄ [25] 31-46).
   Ὁπωσδήποτε ὅλα μπορεῖ ὁ Θεὸς μόνος Του νὰ τὰ φροντίσει καὶ πολὺ καλύτερα μάλιστα. Χρησιμοποιεῖ ὅμως τοὺς ἀγγέλους Του, διότι ἔτσι καὶ αὐτοὶ συμμετέχουν στὴ φροντίδα τῶν ἀνθρώπων καὶ στὴν ὑπόθεση τῆς σωτηρίας τους καὶ χαίρονται καὶ δοξάζονται γι’ αὐτό. Καλεῖ καὶ τοὺς ἀνθρώπους νὰ φρον­τίζουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, διότι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ μιμοῦνται τὴν ἀγάπη Του, εἰρηνεύουν μεταξύ τους καὶ συνδέονται περισσότερο, χαίρονται τὴν κοινωνία τους, ἐξαγιάζονται καὶ κερδίζουν τὴν αἰ­ώνια σωτηρία τους.
   Μποροῦμε νὰ μελετήσουμε πῶς οἱ ἄγγελοι, ποὺ εἶναι τελειότερα ὄντα ἀπὸ μᾶς, ἐργάζονται τὸ ἔργο τῆς διακονίας τῶν ἀνθρώπων, ὥστε κι ἐμεῖς νὰ ἐργαζόμαστε μὲ τὸν δικό τους τρόπο τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον.
   Οἱ ἄγγελοι εἶναι «λειτουργικά», δηλαδὴ ὑπηρετικὰ τῶν βουλῶν τοῦ Θεοῦ πνεύματα, «ἀποστελλόμενα», ποὺ δὲν ἐνεργοῦν ἀπὸ δική τους πρωτοβουλία. Εἶναι στὴν ὑπακοὴ τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι κάνουν τὸ κάνουν, διότι αὐτὸ εἶναι ἡ ἐντολὴ καὶ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου.
   Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ μεῖς τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης δὲν πρέπει νὰ τὰ ἐργαζόμαστε μὲ τὸ δικό μας θέλημα, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τότε τὰ ἔργα μας θὰ εἶναι ἀνθρώπινα, ποὺ μπορεῖ νὰ τὰ τρέφει ἕνας ρηχὸς ἐνθουσιασμός, ἕνας ἐπιπόλαιος συναισθηματισμὸς καὶ ἴσως ἕνας ὀλέθριος ἐγωισμός. Πρέπει νὰ καλλιεργοῦμε τὴ συνείδηση τοῦ ἀπεσταλμένου τοῦ Θεοῦ, ποὺ γιὰ Ἐκεῖνον ἐργάζεται καὶ σ’ Ἐκεῖνον ὁδηγεῖ, καὶ μὲ τὶς ἁπλὲς καθημερινὲς πράξεις τῆς ἀγάπης Ἐκεῖνον ὑπηρετεῖ.
   Ἐπίσης οἱ ἄγγελοι ἀποστέλλονται «εἰς διακονίαν». Δὲν εἶναι ἁπλοὶ ἀγγελιαφόροι, ποὺ μεταφέρουν τὰ μηνύματα τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους. Εἶναι κάτι πο­λὺ περισσότερο· εἶναι διάκονοι.
   Διάκονοι κι ἐμεῖς. Τὸ ἔργο τῆς διακονίας ὅμως ἔχει κόπο, θέλει χρόνο. Νὰ καθίσουμε κοντὰ στὸν πονεμένο, νὰ βο­­ηθήσουμε οὐσιαστικὰ τὸν ἀνήμπορο καὶ ἄρρωστο ἀδελφό. Πρέπει νὰ συμ­πονοῦμε, νὰ συμπάσχουμε, νὰ συμμετέχουμε στὴ θλίψη καὶ στὴ χαρὰ τοῦ ἄλλου, νὰ χαίρουμε «μετὰ χαιρόντων» καὶ νὰ κλαῖμε «μετὰ κλαιόντων» (βλ. Ρωμ. ιβ΄ [12] 15). Νὰ βοηθοῦμε καὶ νὰ κοπιάζουμε, νὰ διακονοῦμε μὲ θυσιαστικὴ προσφορά.
   Καὶ κάτι ἀκόμη· οἱ ἅγιοι ἄγγελοι ἐλάχιστες φορὲς ἔχουν παρουσιασθεῖ σὲ ἁγίους ἀνθρώπους καὶ γιὰ εἰδικοὺς λόγους. Πάντα σχεδὸν μένουν ἀόρατοι καὶ ἀφανεῖς. Τὸ ἔργο τους εἶναι σπουδαῖο καὶ ἡ προσφορά τους συνεχής. Δὲν τοὺς βλέπουμε ὅμως. Τοὺς βλέπει ὁ Θεός.
   Τὸ ἔργο μας πρέπει νὰ εἶναι διακονία ταπεινή. Νὰ μὴν τὸ φανερώνουμε, νὰ μὴν τὸ διαφημίζουμε, νὰ μὴν τὸ συζητοῦμε ἐγωιστικά. Νὰ τὸ κάνουμε ἀθόρυβα καὶ νὰ μένουμε ἀφανεῖς καὶ «ἀόρατοι», ὅσο εἶναι δυνατόν. Νὰ μᾶς ἀρκεῖ ὅτι μᾶς βλέπει ὁ Θεός.
   Νὰ ἐργαζόμαστε λοιπὸν τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης ὡς ἀπεσταλμένοι τοῦ Θεοῦ, μὲ πνεῦμα διακονίας, μὲ ταπείνωση καὶ ἀ­­φάνεια, ὅπως οἱ ἅγιοι ἄγγελοι. Γιὰ νὰ βοηθοῦμε οὐσιαστικὰ τοὺς συνανθρώπους μας καὶ νὰ σώζουμε συγχρόνως τὴν ἀθάνατη ψυχή μας.