Τὶς πρῶτες δεκατέσσερις ἡμέρες τοῦ Αὐγούστου συναζόμαστε οἱ πιστοὶ στὶς ἐκκλησίες κάθε ἀπόγευμα γιὰ νὰ τιμήσουμε τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς δύο πολὺ γνωστὲς καὶ ἀγαπητὲς σὲ ὅλους μας Ἀκολουθίες τοῦ Μικροῦ καὶ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος· Ἀκολουθίες ποὺ περιέχουν πλῆθος εὐχαριστήριων καὶ ἱκετήριων ὕμνων πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τοὺς ὁποίους καλὸ θὰ ἦταν ὄχι μόνο νὰ ἀπευθύνουμε στὴν Παναγία, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς μελετοῦμε.
Σ᾿ ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τῆς λέμε: «Χαρᾶς μου τὴν καρδίαν πλήρωσον, Παρθένε, ἡ τῆς χαρᾶς δεξαμένη τὸ πλήρωμα, τῆς ἁμαρτίας τὴν λύπην ἐξαφανίσασα» (Μικρὰ Παράκλησις, ὠδὴ θ´). Γέμισε μὲ χαρὰ τὴν καρδιά μου, Παρθένε, Ἐσὺ ποὺ δέχθηκες μέσα Σου τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ χαρὰ σὲ τέλειο βαθμό, κι ἔτσι ἐξαφάνισες τὴ λύπη ποὺ προκαλοῦσε ἡ ἁμαρτία.
Μὲ τὸν ὕμνο αὐτὸ τῆς ζητοῦμε νὰ μᾶς χαρίσει τὴν ἀληθινὴ χαρά, αὐτὸ τὸ μεγάλο δῶρο, αὐτὴ τὴ βαθιὰ ἀνάγκη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Καὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ μᾶς δώσει λίγη χαρά, ἀλλὰ πολλή, ἄφθονη· νὰ γεμίσει τὴν καρδιά μας μὲ χαρά, νὰ πλημμυρίσει τὸ ἐσωτερικό μας, τὴν ὕπαρξή μας, ὅπως ὅταν γεμίζουμε ἕνα δοχεῖο μέχρι πάνω καὶ δὲν χωράει τίποτε ἄλλο. Τί πλούσιο αἴτημα! Καὶ πόσο μεγάλη εὐλάβεια καὶ πίστη πρὸς τὸ πάνσεπτο πρόσωπο τῆς Θεομήτορος φανερώνει!
Εἶναι πάντοτε καιρὸς νὰ ζητᾶμε τὴ χαρά, ἰδιαιτέρως ὅμως ὅταν μᾶς ἀπογοητεύει ὁ ἑαυτός μας, ὅταν μᾶς κουράζει ὁ καθημερινός μας ἀγώνας, ὅταν μᾶς καταβάλλουν οἱ θλίψεις καὶ τὰ προβλήματά μας, ὅταν μᾶς πικραίνουν οἱ ἄνθρωποι, ὅταν μᾶς τρομάζει ἡ πορεία τοῦ κόσμου, ὅταν ὅλα γύρω καὶ μέσα μας εἶναι σκοτεινὰ καὶ κινδυνεύουμε νὰ βυθιστοῦμε στὴν ἀπόγνωση καὶ τὴν ἀθεράπευτη θλίψη. Τότε ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ χαρά· διότι ἡ χαρὰ εἶναι δύναμη, εἶναι ἀχώριστη ἀπὸ τὴν πίστη στὸ ἔλεος καὶ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ· διότι ἡ χαρὰ δίνει φτερὰ στὸν ἀγώνα.
Ἀλλὰ γιατί ζητᾶμε τὴν τέλεια χαρὰ εἰδικὰ ἀπὸ τὴ Θεοτόκο; Ἡ ἀπάντηση περιέχεται στὸν ὕμνο: διότι ἐκείνη ἔζησε τὴν πιὸ μεγάλη χαρά. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ της γιὰ ἐννέα μῆνες κυοφοροῦσε ὡς ἄνθρωπο τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι «τὸ πλήρωμα τῆς χαρᾶς», ἡ χαρὰ σὲ τέλειο βαθμό· εἶναι ἡ αὐτοχαρά, ἡ «αὐτομακαριότης» (Χρυσόστομος, PG 62, 597)· δηλαδὴ εἶναι ἀπὸ τὸν Ἑαυτό Του ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐτυχία, εἶναι σὲ ἀπόλυτο βαθμὸ ἡ χαρά· δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐκπέσει ἀπὸ τὴ χαρά· καὶ δὲν ὑπάρχει χαρὰ ἔξω καὶ μακριὰ ἀπὸ Αὐτόν· ἀληθινὰ χαρούμενος καὶ εὐτυχισμένος εἶναι μόνο ὅποιος εἶναι ἑνωμένος μαζί Του, ὅποιος βρίσκεται σὲ κοινωνία μαζί Του.
Αὐτὸν δέχθηκε μέσα της ἡ ἀειπάρθενος Θεοτόκος. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε Υἱός της, ἔγινε σπλάχνο της. Καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὑπερφυοῦς κυοφορίας της, κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῶν τῶν ἐννέα μηνῶν, ἦταν σὲ διαρκὴ κοινωνία μαζί Του! Τί πέλαγος, τί ὠκεανὸς χαρᾶς ἔγινε τότε ἡ καρδιά της! Ποιὸς μπορεῖ νὰ καταλάβει τὸν πλοῦτο αὐτῆς τῆς μοναδικῆς ἐμπειρίας της;
Ἀλλὰ τὸ αἴτημα τοῦ ὑμνωδοῦ σημαίνει καὶ κάτι ἄλλο: ὅτι συνετέλεσε ἐκείνη στὸ νὰ ἐξαλείψει ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος τὴ λύπη, ποὺ προκαλοῦσε ἡ ἁμαρτία, καὶ νὰ μᾶς χαρίσει πάλι τὴ χαρά. Ἐξ αὐτῆς ἐνηνθρώπησε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μὲ τὸ ἀπολυτρωτικό Του ἔργο ἐξασφάλισε τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας, μᾶς ἀπήλλαξε ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. Ἡ ἁμαρτία ἦταν ἡ αἰτία γιὰ τὴν ὁποία χάσαμε τὴ μακαριότητα τοῦ Παραδείσου. Διὰ τῆς ἁμαρτίας εἰσῆλθε ὁ θάνατος στὴ ζωή μας καὶ ὅλες οἱ θλίψεις. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ μόνη αἰτία τῆς δυστυχίας τοῦ ἀνθρώπου. «Θλῖψις καὶ στενοχωρία ἐπὶ πᾶσαν ψυχὴν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τὸ κακόν» (Ρωμ. β´ 9).
Ζητοῦμε ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο τὴν τέλεια χαρὰ μὲ δυνατὴ ἐλπίδα ὅτι θὰ μᾶς ἀκούσει, ὄχι μόνο διότι ἐκείνη ξέρει ἀπὸ χαρά· ἀλλὰ καὶ διότι συνέβαλε στὸ νὰ μᾶς ξαναχαρισθεῖ αὐτὴ ἀπὸ τὸν Θεό· καὶ γιὰ ἕναν ἀκόμη λόγο: διότι εἶναι Μητέρα τοῦ Λυτρωτῆ μας, καὶ ἑπομένως οἱ πρεσβεῖες της ἔχουν πολλὴ δύναμη. Τὴν ἀκούει ὁ Κύριος περισσότερο ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλον.
Γιατί ὅμως τὴν ἐπέλεξε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ γίνει Μητέρα Του κατὰ τὸ ἀνθρώπινον; Γιὰ τὴν ὑπερβάλλουσα καθαρότητα καὶ τὴ βαθύτατη ταπείνωσή της. Ἡ Κυρία Θεοτόκος λοιπὸν δὲν εἶναι μόνο ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ μας, ἡ ἰσχυρὴ πρέσβειρά μας στὸ θρόνο τοῦ Παμβασιλέως· εἶναι καὶ τὸ πρότυπό μας, τὸ ἀπλησίαστο μέν, ἀλλὰ πάντως πρότυπό μας. Μὲ τὴ ζωή της μᾶς καλεῖ καὶ μᾶς ἐμπνέει τὴν καθαρότητα. Ἡ δὲ ἀληθινή, ἡ βαθιὰ καὶ ἀναφαίρετη χαρὰ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ σὲ ὅσους καθαρίστηκαν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἡ χαρὰ εἶναι ὁ ἀχώριστος σύντροφος τῆς ἁγιότητας.
Ἡ θέα τῆς σεπτῆς μορφῆς τῆς Θεομήτορος στὶς ἅγιες εἰκόνες καὶ τὸ ἄκουσμα τοῦ ἱεροῦ ὀνόματός της ἂς ἀνανεώνουν πάντοτε μέσα μας τὸν πόθο καὶ τὴν ἀγωνιστικὴ διάθεση γιὰ τὴ ζωὴ τῆς μετανοίας καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ· γιὰ νὰ «πληρώσει», νὰ γεμίσει ὁ Κύριος καὶ τὴ δική μας καρδιὰ μὲ τὴ χαρά Του, διὰ τῶν πρεσβειῶν τῆς ἁγίας Μητρός Του.