ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (2/9)

Ἀπόστολος: ἡμέρας, Παρ. ια΄  ἑβδ. ἐπιστ. (Β΄ Κορ. δ΄ 13 – 18): 

13 ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως κατὰ τὸ γεγραμμένον, ἐπί­στευ­σα, διὸ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λα­λοῦμεν, 14 εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς διὰ Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. 15 τὰ γὰρ πάντα δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχα­ριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. 16 Διὸ οὐκ ἐκκακοῦμεν, ἀλλ᾿ εἰ καὶ ὁ ἔξω ἡμῶν ἄν­θρωπος διαφθείρεται, ἀλλ᾿ ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦται ἡ­μέρᾳ καὶ ἡμέρᾳ. 17 τὸ γὰρ παραυτίκα ἐλα­φρὸν τῆς θλίψεως ἡμῶν καθ᾿ ὑπερβολὴν εἰς ὑπερ­βολὴν αἰώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ἡμῖν, 18 μὴ σκοπούντων ἡμῶν τὰ βλεπόμενα, ἀλλὰ τὰ μὴ βλεπόμενα· τὰ γὰρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τὰ δὲ μὴ βλεπόμενα αἰώνια.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

13 Παρόλους ὅμως αὐτούς τούς κινδύνους, ἐπειδή ἔ­­­­­­χου­­με τό ἴδιο Ἅγιον Πνεῦμα πού μᾶς στηρίζει στήν πί­­­στη, ὅπως παλιότερα εἶχε καί ὁ Δαβίδ σύμφωνα μ’ αὐ­­τό πού εἶναι γραμμένο στούς ψαλμούς· «πίστεψα, γι’ αὐ­τό καί μίλησα», ἔτσι κι ἐμεῖς πιστεύουμε, καί γι’ αὐ­­τό καί θαρραλέα ὁμολογοῦμε καί κηρύττουμε τόν λό­γο τῆς πίστεώς μας. 14 Καί γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεός, πού ἀνέστησε τόν Κύριο Ἰησοῦ, θά ἀναστήσει κι ἐμᾶς διαμέσου τοῦ Ἰησοῦ καί θά μᾶς παρουσιάσει ἔνδοξους στό βῆμα του μαζί μέ σᾶς. 15 Ναί, μαζί μέ σᾶς. Διότι ὅλα γιά σᾶς γίνονται· ἔτσι ὥστε ἡ εὐεργεσία πού μᾶς κάνει ὁ Θεός σώζοντάς μας ἀπό τούς κινδύνους γιά χάρη σας, νά πλεονάσει καί νά γίνει εὐεργεσία καί χάρη ὄχι μόνο σέ μᾶς ἀλλά καί σ’ ὅλους ἐσᾶς. Κι ἔτσι αὐτοί πού εὐεργετοῦνται θά εἶναι περισσότεροι, ὥστε καί ἡ εὐχαριστία πρός τόν Θεό νά πλεονάσει καί νά περισσεύσει, γιά νά δοξάζεται τό ὄνομά του. 16 Κι ἐπειδή γνωρίζουμε ὅτι ὅλα τά δυσάρεστα πού μᾶς συμβαίνουν καταλήγουν στήν εὐχαριστία καί στή δόξα τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό δέν χάνουμε τό θάρρος μας· ἀλλά κι ἄν ὁ ἐξωτερικός μας ἄνθρωπος, δηλαδή τό σῶμα μας, φθεί­ρεται ἀπ’ τίς θλίψεις καί τούς κινδύνους αὐτούς, ὁ ἐσωτερικός ὅμως ἄνθρωπος, δηλαδή ἡ ψυχή μας, γί­νε­­ται νεότερη μέρα μέ τή μέρα. 17 Καί ξανανιώνει ἡ ψυχή μας, διότι οἱ θλίψεις μας, πού γρήγορα περνοῦν καί εἶναι γι’ αὐτό ἐλαφρές, ἑτοι­­μά­ζουν σέ ὑπερβολικά μεγάλο βαθμό αἰώνιο βάρος δό­ξας σέ μᾶς. 18 Ὁσοδήποτε λοιπόν βαριές κι ἄν εἶναι οἱ θλίψεις, θά τίς αἰσθανόμαστε ὡς ἐλαφρές, ἀρκεῖ νά μήν προσηλώ­νουμε τό βλέμμα μας σ’ ἐκεῖνα πού φαίνονται μέ τά μάτια τοῦ σώματος, ἀλλά σ’ ἐκεῖνα πού δέν φαίνονται, ὅμως μᾶς περιμένουν μετά τό θάνατο. Διότι αὐτά πού φαίνονται εἶναι πρόσκαιρα καί περνοῦν, αὐτά ὅμως πού δέν φαίνονται εἶναι αἰώνια.