Ἡ ὀνομαζόμενη «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» τῆς Ὀρθοδοξίας συνεκλήθη καὶ συνεδρίασε στὴν Κρήτη τὴν ἑβδομάδα τῆς Πεντηκοστῆς (18-26 Ἰουνίου 2016).
Δύο μῆνες μετά, κρίνοντας μὲ νηφαλιότητα τὸ ὅλο ἐγχείρημα, μποροῦμε νὰ καταλήξουμε στὶς ἑξῆς παρατηρήσεις γιὰ τὴν ἀμφιλεγόμενη «Σύνοδο»:
1. ΗΤΑΝ ΣΥΝΟΔΟΣ;
Ἕνα πρῶτο ἐρώτημα ἀφορᾶ στὴν ἴδια τὴ φύση τῆς Συνόδου: Ἦταν πράγματι Σύνοδος; Τὸ ἐρώτημα εἶναι καίριο. Διότι κατὰ τὴ σύγκλησή της καὶ τὶς ἐργασίες της, μὲ τὴν καθιέρωση νὰ ψηφίζουν μόνο οἱ Προκαθήμενοι καταλύθηκε οὐσιαστικὰ ἡ ἔννοια τῆς συνοδικότητας. Ἦταν περισσότερο, ὅπως παρετήρησε ὁ Ἐπίσκοπος τῆς ἐπισκοπῆς Μπάτσκας τοῦ Πατριαρχείου τῆς Σερβίας Εἰρηναῖος (Μπούλοβιτς), μιὰ «Σύναξις Προκαθημένων», ἡ ὁποία μάλιστα «ἐνεργεῖ ἐμπράκτως ὡς συλλογικός τις πάπας».
Τὴν προβληματικότητα τὴν ἀναγνώρισαν καὶ ἔνθερμοι ὑποστηρικτὲς τῆς «Συνόδου». Ἔτσι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας στὴν ὁμιλία του κατὰ τὴν ἐναρκτήρια συνεδρίαση τῆς «Συνόδου», ἀπαντώντας στοὺς ἐπικριτές της, εἶπε ὅτι αὐτὴ ἀποτελεῖ «ἰδιαιτερότητα… δὲν εἶναι ἕνα ἀκριβὲς ἀντίγραφο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων… εἶναι κάτι ἰδιαίτερο».
Πιὸ ξεκάθαρα ὁ καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης κ. Χρυσόστομος Σταμούλης, ἀναφερόμενος στὶς καινοτομίες της, τὴ λεγόμενη «ἀρχὴ τῆς ὁμοφωνίας» καὶ τὴν καθιέρωση τῆς «μίας ψήφου ἀνὰ Ἐκκλησία», εἶπε πρὶν τὴ σύγκλησή της τὰ ἑξῆς: «Ὄντως, ἡ συγκεκριμένη διαδικασία εἶναι ἀμάρτυρη ἐντὸς τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας. Ὄντως φαίνεται νὰ ἀγνοεῖται τὸ ἱστορικὸ κεκτημένο ποὺ θέλει τὸν κάθε ἐπίσκοπο νὰ ἔχει μία ψῆφο. Ὄντως φαίνεται νὰ ἀντικαθίσταται ὁ ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸν πρῶτο καὶ νὰ ὑποχωρεῖ ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου γιὰ χάρη τοῦ καθόλου τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας. Νὰ χάνεται στ᾿ ἀλήθεια ‘‘ἡ ἑνότητα ἐν τῇ ποικιλίᾳ’’. Ἢ, ἀκόμη πιὸ σκληρά, ἡ υἱοθέτηση τῆς μίας ψήφου νὰ ἀποτελεῖ τὸν “θρίαμβο τοῦ ἀτομοκεντρικοῦ τύπου τῶν ‘‘συμβάσεων’’”. Καὶ δὲν χωράει καμία ἀμφιβολία πὼς σὲ ὅλα τὰ παραπάνω θὰ μπορούσαμε νὰ προσθέσουμε καὶ ἄλλα. Νὰ ποῦμε γιὰ παράδειγμα ὅτι μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς ὁμοφωνίας, ἀλλὰ καὶ τῆς μίας ψήφου ἡττᾶται ἡ Ἐκκλησιολογία τῆς συνοδικότητας, βιάζεται ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ περιθωριοποιεῖται ἡ ἴδια ἡ ζωή».
Ὁ κ. Σταμούλης ὅμως σωστὰ ἐπισημαίνει καὶ ἕνα ἀκόμη σημεῖο ἐξίσου προβληματικό: Τὸ ὅτι ἡ «Σύνοδος», ἔτσι ὅπως προετοιμάστηκε, ἦταν ἀποκομμένη ἀπὸ τὸν λαό. Εἶπε: «Ἐὰν διαπιστώνεται, λοιπόν, ἕνα ἔλλειμμα, αὐτὸ βρίσκεται στὴν ἐνημέρωση τῆς βάσης, στὴν ἐνημέρωση τῶν λαϊκῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν κληρικῶν, τόσο τῶν δύο πρώτων βαθμίδων, ὅσο καὶ τῶν ἐπισκόπων τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Φαίνεται ἔτσι νὰ λησμονεῖται ἢ νὰ παραθεωρεῖται πὼς ‘‘ἡ Σύνοδος δὲν συνέρχεται γιὰ τὸν ἑαυτό της· συνέρχεται γιὰ ὅλο τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, γιὰ ὅλο τὸν κόσμο’’, καθὼς ““εἶναι ἐκ τοῦ σώματος”, “ἐν τῷ σώματι”, “διὰ τὸ σῶμα””. Ὡς ἐκ τούτου, οἱ ἐνστάσεις οἱ ὁποῖες καὶ ἐδῶ διατυπώθηκαν ἀπὸ μέλη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας δὲν εἶναι χωρὶς ἔρεισμα». [Βλ. Χρυσόστομου Σταμούλη, «Ἡ λειτουργία τῆς ὁμοφωνίας καὶ ἡ ποιητικὴ τῆς ἑνότητας». Εἰσήγηση στὸ Συνέδριο «Πρὸς τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο» (3-5 Δεκεμβρίου 2015)].
Ἂν λοιπὸν ἡ «Σύνοδος» εἶναι ἀποκομμένη ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἂν ἀποτελεῖ ἁπλὴ σύμβαση ἀτομοκεντρικοῦ τύπου, ἂν καταστρέφει τὴν Ἐκκλησιολογία τῆς συνοδικότητας, ἂν βιάζει τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ περιθωριοποιεῖ τὴ ζωή, μποροῦμε νὰ τὴ θεωροῦμε πραγματικὴ Σύνοδο;
2. ΗΤΑΝ ΜΕΓΑΛΗ;
Ἂς ἔρθουμε σὲ ἕνα ἄλλο ἐρώτημα. Ἡ «Σύνοδος» ὀνομάστηκε Μεγάλη. Ἦταν ὅμως; Βέβαια ἔτσι συγκλήθηκε, ἀλλὰ δὲν κατάφερε νὰ γίνει πραγματικὰ Μεγάλη, διότι κατ᾿ αὐτὴν ἡ Ὀρθοδοξία ἐμφανίστηκε διχασμένη. Ὁ διχασμὸς ἔγινε φανερὸς πρωτίστως κατὰ τὴ σύγκλησή της, ὁπότε τέσσερις ἀπὸ τὶς δεκατέσσερις Ἐκκλησίες ἀρνήθηκαν νὰ μετάσχουν. Ἔγινε ὅμως φανερὸς καὶ κατὰ τὶς συνεδριάσεις της, ὅπου καὶ σὲ ἄλλα, κυρίως ὅμως στὸ σημαντικότερο θέμα της, αὐτὸ τῆς σχέσεως τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὸν ὑπόλοιπο Χριστιανικὸ κόσμο, ἐκδηλώθηκαν ἔντονες ἀντιδράσεις καὶ πολλοὶ ἐπίσκοποι ἀρνήθηκαν νὰ ὑπογράψουν τὸ τελικὸ κείμενο.
Ἡ ἀδυναμία τῆς Συνόδου νὰ παρουσιάσει ἑνωμένη τὴν Ὀρθοδοξία ἑρμηνεύεται ἀπὸ πολλοὺς ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὰ εἰς βάρος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐξυφαινόμενα σχέδια ἐπεκτάσεως τῆς ἐξουσίας τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ κατατρύχεται, ὡς γνωστό, ἀπὸ τὸ ἀντιπαραδοσιακὸ σύνδρομο τῆς «Τρίτης Ρώμης», ὅπως ἀρέσκεται νὰ αὐτοαποκαλεῖται.
Ἀκόμη ὅμως κι ἂν γίνει δεκτὸ ὅτι σκοπιμότητες γεωπολιτικῶν παιχνιδιῶν ἐξουσίας ὤθησαν τὶς τέσσερις Ἐκκλησίες νὰ ἀπόσχουν – κάτι ποὺ οἱ ἴδιες ἀρνοῦνται κατηγορηματικά –, αὐτὴ ἡ ἀπουσία στερεῖ ἀπὸ τὴ «Σύνοδο» τὴν προσωνυμία «Μεγάλη» καὶ τὸν πανορθόδοξο χαρακτήρα. Μάλιστα πολὺ περισσότερο ποὺ οἱ ἀποῦσες Ἐκκλησίες ποιμαίνουν πάνω ἀπὸ τὸ μισὸ Ὀρθόδοξο ποίμνιο τῆς γῆς.
Τοὺς πραγματικοὺς βέβαια λόγους τῆς ἀπουσίας τῶν τεσσάρων Ἐκκλησιῶν τοὺς γνωρίζει καὶ θὰ τοὺς κρίνει ὁ Θεός. Θεολογικῶς ὅμως ὀφείλουμε κάτω ἀπὸ τὰ ἐπιφαινόμενα νὰ δοῦμε τὴν ἀλήθεια.
Καὶ ἐν προκειμένῳ ἡ ἁπλὴ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ «Σύνοδος» δὲν εἶχε πανορθόδοξο χαρακτήρα, κι αὐτὸ καθιστᾶ τὶς ὅποιες ἀποφάσεις της περιορισμένης ἐμβέλειας καὶ σημασίας.
3. ΗΤΑΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ;
Τὸ σημαντικότερο βέβαια ἐρώτημα εἶναι τὸ ἂν ἡ «Σύνοδος» ἦταν Ὀρθόδοξη. Καίριο πράγματι ἐρώτημα, δεδομένου ὅτι κεντρικότατη ἐπιδίωξη σ᾿ αὐτὴ τὴ «Σύνοδο» ὑπῆρξε ἡ προσπάθεια κάποιων νὰ περιορίσουν τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ περιορισμὸς αὐτὸς θὰ γινόταν μὲ τὴν ἔγκριση τῆς προτάσεως νὰ ἀναγνωριστοῦν ὡς Ἐκκλησίες οἱ ἑτερόδοξες Χριστιανικὲς ὁμολογίες, δηλαδὴ οἱ μονοφυσιτίζουσες ὁμάδες τῆς Ἀνατολῆς καὶ οἱ αἱρετικὲς ἐκτροπὲς τῆς Δύσεως: ὁ Παπισμὸς καὶ ὁ Προτεσταντισμός.
Ἡ ἀναγνώριση ἀπορρίφθηκε, χάρη κυρίως στὴ σθεναρὴ ἀντίσταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἡ τελικὴ ἀπόφαση μὲ τροπολογία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, προϊὸν συμβιβασμοῦ τῶν ἀντίθετων ἀντιλήψεων, δὲν δέχεται ὕπαρξη ἄλλων Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ μόνο «ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴν ὀνομασίαν τῶν μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν».
Ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κ. Ἱερώνυμος, παρουσιάζοντας τὴ συμβιβαστικὴ πρόταση δήλωσε τὰ ἑξῆς: «Μὲ τὴν τροπολογία αὐτὴ πετυχαίνουμε μία Συνοδικὴ ἀπόφαση, ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία περιορίζει τὸ ἱστορικὸ πλαίσιο τῶν σχέσεων πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους ὄχι στὴν ὕπαρξη, ἀλλὰ μόνο στὴν ἱστορικὴ ὀνομασία αὐτῶν ὡς ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν ἢ Ὁμολογιῶν. Οἱ ἐκκλησιολογικὲς συνέπειες τῆς ἀλλαγῆς αὐτῆς εἶναι αὐτονόητες. Ὄχι μόνο δὲν ἐπηρεάζουν ἀρνητικῶς μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο τὴ μακραίωνη Ὀρθόδοξη παράδοση, ἀλλ’ ἀντιθέτως προστατεύεται μὲ πολὺ σαφὴ τρόπο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία».
Ἂν καὶ ἀπὸ πολλοὺς θεωρεῖται ἀπαράδεκτη ἀκόμη καὶ ἡ συμβιβαστικὴ αὐτὴ ἀπόφαση, ἐντούτοις παραμένει ἀναμφίβολο ὅτι ἡ σκληρὴ οἰκουμενιστικὴ πρόθεση νὰ ἀναγνωριστοῦν οἱ ἑτερόδοξες ὁμάδες ὡς ἐκκλησίες ἀποφεύχθηκε.
Βέβαια τὸ ὅλο κείμενο γιὰ τὴ σχέση τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὸν ὑπόλοιπο Χριστιανικὸ κόσμο στὶς ἑπόμενες παραγράφους του εἶναι ὀρθοδόξως ἀπαράδεκτο. Ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τῆς ἐκτροπῆς του εἶναι τὸ ὅτι γιὰ τοὺς διεξαγόμενους διαλόγους προβλέπει ὅτι «ἐν περιπτώσει ἀδυναμίας ὑπερβάσεως συγκεκριμένης τινὸς θεολογικῆς διαφορᾶς, ὁ θεολογικὸς διάλογος δύναται νὰ συνεχίζηται».
Ἔχουμε καὶ ἄλλοτε τονίσει ὅτι αὐτὸ εἶναι ἄκρως ἐπικίνδυνο, διότι ὁδηγεῖ σὲ ἀτέλειωτο διάλογο καὶ συνεπῶς σὲ ἕνωση στὴν πράξη, ὅπως καθόριζε ἡ τακτικὴ τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, ὁ ὁποῖος ἔλεγε: «νὰ κλείσουμε τοὺς θεολόγους σὲ ἕνα νησὶ γιὰ νὰ συζητοῦν συνεχῶς καὶ ἐμεῖς νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὴν ἀγάπη».
Τὸ κείμενο ἀναμειγνύει τὴν Ὀρθόδοξη ἀλήθεια μὲ οἰκουμενιστικὲς ἀντιλήψεις καὶ ἐγκωμιαστικὲς ἀναφορὲς στὴ λεγόμενη «οἰκουμενικὴ κίνηση» καὶ τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν». «Εἶναι ἄμικτον μεῖγμα τῶν καθαρῶς Ὀρθοδόξων θέσεων καὶ τῶν ‘‘οἰκουμενικοῦ’’ ἤθους καὶ ὕφους ὡραιολογιῶν» καὶ «εἶναι ἡ πρώτη καὶ κυρία αἰτία τῆς ἀρνήσεως τῶν τεσσάρων Ὀρθοδόξων Πατριαρχείων νὰ συμμετάσχουν εἰς τὴν Σύνοδον» (Ἐπίσκοπος Μπάτσκας Εἰρηναῖος).
Τὰ ἴδια τόνισε σὲ σχετικὴ κριτική του ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: «Τὸ ὅλο κείμενο εἶναι ἐλλειμματικὸ καὶ ἀντιφατικὸ ὡς πρὸς τὴν Ἐκκλησιολογία του, γιατὶ δὲν προσδιορίζει ποιὸς μετέχει καὶ ποιὸς δὲν μετέχει στὴν Ἐκκλησία, τί εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀπεκόπησαν ἀπὸ τὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, καὶ ποιὰ εἶναι τὰ ὅρια μεταξὺ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ αἱρέσεως». Γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο ὁ ἴδιος ἀρνήθηκε νὰ τὸ ὑπογράψει.
Τὸ διάτρητο θεολογικῶς αὐτὸ κείμενο καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἐπίσκοποι ἀρνήθηκαν νὰ τὸ ὑπογράψουν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὁδηγηθοῦμε στὸ ὑποτιμητικὸ τοῦ ἐπισκοπικοῦ κύρους ἀτόπημα νὰ ὑπογράφουν ἀ.α. (ἀντ᾿ αὐτῶν) οἱ Προκαθήμενοι τῶν Ἐκκλησιῶν τους, ἐνῶ οἱ ἐπίσκοποι αὐτοὶ ἦταν παρόντες καὶ ἠρνοῦντο νὰ ὑπογράψουν. Αὐτὴ ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ θλιβερὲς στιγμὲς τῆς «Συνόδου».
Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι σὲ ὅλο τὸ φάσμα τῆς προετοιμασίας καὶ τῶν ἐργασιῶν τῆς «Συνόδου» ἐπικράτησε ἀπίστευτη σύγχυση. Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ σύγχυση ἔνδειξη ἀπουσίας τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος;
4. Η ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΤΥΧΙΑ
Ἀπὸ τὴν ὅλη αὐτὴ ἱστορία προῆλθε καὶ μιὰ ἐπιτυχία: Ἡ ἀποτυχία πανορθόδοξης ἐπιβολῆς τῆς οἰκουμενιστικῆς τακτικῆς στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Πρὶν τὴ «Σύνοδο», ἐκεῖνο ποὺ ἀποτελοῦσε καίρια ἐπιδίωξη πολλῶν ἦταν αὐτὴ ἡ ἐπιβολή. Οἱ οἰκουμενιστὲς λογάριαζαν πὼς θὰ πετύχαιναν νὰ ἐπιβάλουν στὴν Ὀρθοδοξία τὴν Ἀθηναγόρεια ἐκτροπὴ μὲ πανορθόδοξη συνοδικὴ ἀπόφαση. Τὸ εἶχαν βέβαιο καὶ μάλιστα ἀπειλοῦσαν μὲ ἀποβολὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τοὺς ἀντιτιθέμενους σ᾿ αὐτὸ πιστούς (Βλ. π.χ. ἄρθρο τοῦ καθηγητοῦ Πέτρου Βασιλειάδη στὸ «ΑΜΕΝ» μὲ τὸν τίτλο: «Ἡ διακονία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία»).
Ὅμως ἡ ἀπόφαση τῶν τεσσάρων Ἐκκλησιῶν νὰ μὴ μετάσχουν στὴ «Σύνοδο», ἡ ἀντίσταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ ἡ ἄρνηση τόσων ἐπισκόπων νὰ ὑπογράψουν τὸ ἀπαράδεκτο ἄρθρο 6 κλόνισαν τὸ οἰκοδόμημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ματαίωσαν τὴν ἐπιχείρηση πανορθόδοξης ἐπιβολῆς του στὴν Ἐκκλησία.
Ἡ δεινὴ αὐτὴ ἦττα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι τὸ μεγαλύτερο κέρδος πού, ἂν καὶ ἀθέλητα, ἄφησε πίσω της ἡ «Σύνοδος».
5. ΑΝ ΗΤΑΝ ΣΥΝΟΔΟΣ
Ἂν ἦταν Σύνοδος πραγματικὰ Ὀρθόδοξη, θὰ εἶχε ἀναπαύσει τὶς συνειδήσεις τῶν πιστῶν. Ἄλλα περιμέναμε οἱ πιστοὶ ἀπὸ τὴ «Μεγάλη Σύνοδο». Περιμέναμε νὰ ὁμολογήσει μὲ κρυστάλλινη διαύγεια τὴν Ὀρθόδοξη ἀλήθεια. Χωρὶς μισόλογα, ἀμφιλεγόμενες διατυπώσεις καὶ προσπάθεια πλάγιας νομιμοποιήσεως τῆς οἰκουμενιστικῆς πλάνης.
Περιμέναμε νὰ ὑποδείξει μὲ ἀληθινὴ «ἐν Χριστῷ» ἀγάπη στοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας πλανεμένους «Χριστιανοὺς» ὅτι ὁ μόνος ἀσφαλὴς δρόμος σωτηρίας εἶναι ἡ ἐπιστροφή τους στὴν Ὀρθοδοξία, τὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Περιμέναμε νὰ καταδικάσει τὶς φρικτὲς ἐκτροπὲς τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Νὰ χρησιμοποιήσει καὶ πάλι τὴν ἀτρόμητη καὶ ἀληθινὴ γλώσσα τῆς ἀπαντήσεως τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ ἔτους 1848 πρὸς τὸν Πάπα Πίο τὸν Θ΄. Νὰ ἐπαναλάβει τὴ λέξη: «ΚΑΤΕΒΛΗΘΗ!», ποὺ ἐκεῖνοι οἱ μακάριοι μὲ πόνο καὶ γνήσια ἀγάπη εἶπαν γιὰ τὸ ἀντιχριστιανικὸ παπικὸ σύστημα.
Ἐμεῖς εὐγνωμονοῦμε τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, ποὺ κυβερνάει τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀπέτρεψε τὴν ἐπιδιωκόμενη ἐπιβολὴ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στὴν Ἐκκλησία. Γιὰ νὰ στηριχτοῦμε οἱ πιστοὶ στὴν πατροπαράδοτη ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ νὰ μένουμε ἀφοσιωμένοι σ᾿ αὐτὴν μέχρι θανάτου!