Ἀπόστολος: Κυρ. ια΄ ἑβδ. ἐπιστ. (Α΄ Κορ. θ΄ 2 – 12):
2 Εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος, ἀλλά γε ὑμῖν εἰμι· ἡ γὰρ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ. 3 ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσιν αὕτη ἐστί. 4 Μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν φαγεῖν καὶ πιεῖν; 5 μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν ἀδελφὴν γυναῖκα περιάγειν, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου καὶ Κηφᾶς; 6 ἢ μόνος ἐγὼ καὶ Βαρνάβας οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν τοῦ μὴ ἐργάζεσθαι; 7 τίς στρατεύεται ἰδίοις ὀψωνίοις ποτέ; τίς φυτεύει ἀμπελῶνα καὶ ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ οὐκ ἐσθίει; ἢ τίς ποιμαίνει ποίμνην καὶ ἐκ τοῦ γάλακτος τῆς ποίμνης οὐκ ἐσθίει; 8 Μὴ κατὰ ἄνθρωπον ταῦτα λαλῶ; ἢ οὐχὶ καὶ ὁ νόμος ταῦτα λέγει; 9 ἐν γὰρ τῷ Μωσέως νόμῳ γέγραπται· οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα. μὴ τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ; 10 ἢ δι᾿ ἡμᾶς πάντως λέγει; δι᾿ ἡμᾶς γὰρ ἐγράφη, ὅτι ἐπ᾿ ἐλπίδι ὀφείλει ὁ ἀροτριῶν ἀροτριᾶν, καὶ ὁ ἀλοῶν τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ μετέχειν ἐπ᾿ ἐλπίδι. 11 Εἰ ἡμεῖς ὑμῖν τὰ πνευματικὰ ἐσπείραμεν, μέγα εἰ ἡμεῖς ὑμῶν τὰ σαρκικὰ θερίσομεν; 12 εἰ ἄλλοι τῆς ἐξουσίας ὑμῶν μετέχουσιν, οὐ μᾶλλον ἡμεῖς; ἀλλ᾿ οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ, ἀλλὰ πάντα στέγομεν, ἵνα μὴ ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
2 Ἐάν γιά ἄλλους δέν εἶμαι Ἀπόστολος, τουλάχιστον ὅμως γιά σᾶς εἶμαι Ἀπόστολος. Διότι ἡ σφραγίδα μέ τήν ὁποία πιστοποιεῖται ἐπίσημα τό ἀποστολικό μου ἀξίωμα, μέ τή χάρη τοῦ Κυρίου, εἶστε ἐσεῖς, τούς ὁποίους ἐγώ ὁδήγησα στό Χριστό. 3 Ἡ ἀπάντησή μου πρός ἐκείνους πού μέ ἀμφισβητοῦν καί ἀμφιβάλλουν ἄν εἶμαι Ἀπόστολος, εἶναι αὐτή πού δίνεται ἀπό τή θεία αὐτή σφραγίδα. 4 Ἀφοῦ λοιπόν εἶμαι κι ἐγώ Ἀπόστολος σάν τούς ἄλλους Ἀποστόλους, ρωτῶ: Δέν ἔχουμε κι ἐγώ καί οἱ συνεργάτες μου δικαίωμα νά φᾶμε καί νά πιοῦμε αὐτά πού μᾶς προσφέρουν οἱ μαθητές μας; 5 Δέν ἔχουμε κι ἐμεῖς δικαίωμα νά περιφέρουμε μαζί μας στίς περιοδεῖες γυναίκα, Χριστιανή ἀδελφή, γιά νά μᾶς διακονεῖ, ὅπως κάνουν καί οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι κι αὐτοί πού θεωροῦνται ἀδελφοί τοῦ Κυρίου καί ὁ Κηφᾶς; 6 Ἤ μήπως μόνο ἐγώ κι ὁ Βαρνάβας δέν ἔχουμε δικαίωμα νά μήν ἐργαζόμαστε κάποιο βιοποριστικό ἐπάγγελμα, γιά νά καλύπτουμε ἀπ’ αὐτό τά ἔξοδά μας; 7 Εἴμαστε στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ πού ἀγωνιζόμαστε γιά τήν ἐξάπλωση τῆς βασιλείας του. Ποιός ποτέ παίρνει μέρος σέ ἐκστρατεία ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ μέ δικά του ἔξοδα; Εἴμαστε ἀμπελουργοί πού καλλιεργοῦμε τό πνευματικό ἀμπέλι τοῦ Χριστοῦ. Ποιός φυτεύει ἀμπέλι καί δέν τρώει ἀπό τόν καρπό του; Εἴμαστε πνευματικοί ποιμένες κι ἐσεῖς εἶστε τά πρόβατά μας. Ποιός βόσκει ποίμνιο, φροντίζει γι’ αὐτό, καί δέν τρώει ἀπό τό γάλα τοῦ ποιμνίου; 8 Ἀλλά μήπως αὐτά πού λέω εἶναι σύμφωνα μόνο μέ ἀνθρώπινες συνήθειες καί παραδείγματα; Ἤ μήπως δέν λέει τά ἴδια καί ὁ θεόπνευστος νόμος; 9 Βεβαίως τά λέει αὐτά ὁ νόμος. Διότι ἔχει γραφεῖ στό Μωσαϊκό νόμο: Δέν θά κλείσεις μέ φίμωτρο καί δέν θά βουλώσεις τό στόμα τοῦ βοδιοῦ πού ἁλωνίζει. Θά ἀφήσεις τό στόμα του ἐλεύθερο νά φάει ἀπό τά στάχυα πού μέ τόσο κόπο ἁλωνίζει. Ἀλλά ρωτῶ: Μήπως ὁ Θεός ὡς νομοθέτης ἐνδιαφέρεται γιά τά βόδια; 10 Ἤ μήπως γιά μᾶς τούς λογικούς βεβαίως ἀνθρώπους τά λέει καί τά νομοθετεῖ αὐτά; Ναί, γιά μᾶς τά λέει. Διότι γιά μᾶς τούς πνευματικούς ἐργάτες καί καλλιεργητές γράφτηκε ὅτι ὁ καλλιεργητής ὀφείλει νά καλλιεργεῖ τή γῆ μέ τήν ἐλπίδα νά ἀπολαύσει τή σοδειά· κι ἐκεῖνος πού γεμάτος ἐλπίδα ἁλωνίζει, ὀφείλει νά μετέχει καί νά ἀπολαμβάνει τόν καρπό πού μέ ἐλπίδα περίμενε νά ἀποκτήσει ἀπ’ τόν ἀγρό του. 11 Κι ἐμεῖς ὑπήρξαμε ἀνάμεσά σας σποριάδες πνευματικοί καί καλλιεργητές. Ἐάν λοιπόν ἐμεῖς σπείραμε στίς καρδιές σας τόν πνευματικό σπόρο τῆς ἀλήθειας καί σᾶς μεταδώσαμε πνευματικά χαρίσματα, εἶναι μεγάλο πράγμα ἄν ἐμεῖς θερίσουμε τά ὑλικά ἀγαθά σας ὡς καρπό τῆς πνευματικῆς αὐτῆς σπορᾶς; 12 Κι ἄν ἄλλοι χρησιμοποιοῦν τά δικαιώματα πού τούς δίνει ὁ νόμος σέ σᾶς τούς μαθητευόμενους, δέν δικαιούμαστε νά χρησιμοποιήσουμε τήν ἐξουσία αὐτή πολύ περισσότερο ἐμεῖς; Ἀλλ’ ὅμως ἐμεῖς δέν κάναμε χρήση τῶν δικαιωμάτων μας αὐτῶν. Ἀντιθέτως ὑποφέρουμε κάθε εἶδους στερήσεις, γιά νά μήν παρεμβάλουμε οὔτε τό παραμικρό ἐμπόδιο στό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ.