ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (6/9)

Ἀπόστολος: ἀρχαγγέλου, 8 Νοεμ. (Ἑβρ. β΄ 2 – 10):

2 Εἰ γὰρ ὁ δι’ ἀγγέλων λαλη­θεὶς λόγος ἐγένετο βέ­βαιος, καὶ πᾶσα παράβα­σις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν, 3 πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας; ἥτις ἀρχὴν λαβοῦσα λαλεῖσθαι διὰ τοῦ Κυρίου, ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων εἰς ἡμᾶς ἐβεβαιώθη, 4 συνεπιμαρτυροῦντος τοῦ Θεοῦ σημείοις τε καὶ τέρασι καὶ ποικίλαις δυνάμεσι καὶ Πνεύματος Ἁγίου μερισμοῖς κατὰ τὴν αὐτοῦ θέλησιν. 5 Οὐ γὰρ ἀγγέλοις ὑπέταξε τὴν οἰκουμένην τὴν μέλλουσαν, περὶ ἧς λαλοῦμεν, 6 διεμαρτύρατο δέ πού τις λέγων· τί ἐστιν ἄνθρωπος ὅτι μιμνήσκῃ αὐτοῦ, ἢ υἱὸς ἀνθρώπου ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτόν; 7 ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύ τι παρ’ ἀγγέλους, δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν, 8 πάντα ὑπέταξας ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ· ἐν γὰρ τῷ ὑποτάξαι αὐτῷ τὰ πάντα οὐδὲν ἀφῆκεν αὐτῷ ἀνυπότακτον. νῦν δὲ οὔπω ὁρῶμεν αὐτῷ τὰ πάντα ὑποτεταγμένα· 9 τὸν δὲ βραχύ τι παρ’ ἀγ­γέλους ἠλαττωμένον βλέ­πομεν Ἰησοῦν διὰ τὸ πάθημα τοῦ θανάτου δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφανωμένον, ὅπως χάριτι Θεοῦ ὑπὲρ παντὸς γεύσηται θανάτου. 10 ἔπρεπε γὰρ αὐτῷ, δι’ ὃν τὰ πάντα καὶ δι’ οὗ τὰ πάντα, πολλοὺς υἱοὺς εἰς δόξαν ἀγαγόντα, τὸν ἀρχηγὸν τῆς σωτηρίας αὐτῶν διὰ παθημάτων τελειῶσαι.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

2 Κι ἀλίμονό μας ἄν πέσουμε ἔξω. Διότι, ἐάν ὁ νόμος πού ἀνήγγειλε ὁ Θεός στό Μωυσῆ διαμέσου ἀγγέλων ἀποδείχθηκε ἔγκυρος καί ἰσχυρός, καί κάθε παράβασή του καί παρακοή τιμωρήθηκε δίκαια μέ τήν ἀνάλογη τιμωρία, 3 πῶς ἐμεῖς θά ξεφύγουμε τήν τιμωρία, ἐάν ἀμελή­σουμε μιά τόσο μεγάλη καί σπουδαία σωτηρία; Τή σωτηρία αὐτή δέν μᾶς τήν γνωστοποίησαν κάποιοι ἄγγελοι, ὅπως ἔγινε στό νόμο, ἀλλά ἀφοῦ ἄρχισε νά τήν κηρύττει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μᾶς τήν παρέδωσαν ὡς ἀληθινή καί ἀξιόπιστη οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι πού τήν ἄκουσαν κατευθείαν ἀπό τό στόμα τοῦ Κυρίου. 4 Καί μαζί μέ τή μαρτυρία τῶν Ἀποστόλων πρόσθεσε τή μαρτυρία του καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Αὐτός ἐπιβεβαίωνε τό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων μέ θαύματα καί καταπληκτικά ἔργα καί ποικίλες ὑπερφυσικές δυνάμεις καί θεῖα χαρίσματα, τά ὁποῖα τό Ἅγιον Πνεῦμα διαμοίραζε στούς πιστούς σύμφωνα μέ τό θέλημά του. 5 Πρέπει λοιπόν νά προσέξουμε πολύ ποιός εἶναι αὐτός πού μᾶς κήρυξε τή σωτηρία αὐτή. Διότι ὁ Θεός δέν ὑπέταξε σέ ἀγγέλους τό νέο κόσμο πού θά ἐγκαθίδρυε ὁ Μεσσίας, καί γιά τόν ὁποῖο μιλοῦμε, ἀλλά τόν ὑπέταξε στόν ἴδιο τόν Μεσσία. 6 Ἔδωσε μάλιστα τή μαρτυρία του κάποιος σ’ ἕνα ση­μεῖο τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί εἶπε: «Κύριε, ποιά ἀξία ἔχει ὁ ἄνθρωπος ὥστε νά τόν θυμᾶσαι, ἤ ὁ ἀπόγονος τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά τόν ἐπισκέπτεσαι καί νά φροντίζεις γι’ αὐτόν; 7 Τόν ἔκανες λίγο κατώτερο ἀπό τούς ἀγγέλους καί τόν στεφάνωσες μέ δόξα καί τιμή ὡς βασιλιά τῆς φύσεως. 8 Ὅλα τά ὑπέταξες κάτω ἀπό τά πόδια του». Λοιπόν, ἀφοῦ ὑπέταξε σ’ αὐτόν τά πάντα, δέν ἄφησε τίποτε πού νά μήν τοῦ τό ὑποτάξει. Τώρα ὅμως δέν βλέπουμε ἀκόμη νά εἶναι ὅλα ὑποταγμένα οὔτε στόν τέλειο ἐκ­πρόσωπο τῆς ἀνθρώπινης φύσεως Ἰησοῦ, ἀφοῦ κι αὐ­τός δέν ἀναγνωρίσθηκε ἀπ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὡς βασιλιάς καί λυτρωτής, ἀλλά καί ἡ Ἐκκλησία του διώ­­κεται καί δοκιμάζεται. 9 Βλέπουμε ὅμως τόν Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος γιά ἕνα μικρό χρονικό διάστημα, ὅταν πέθανε καί τάφηκε, ἔγινε κα­­­τώ­­τερος ἀπό τούς ἀθάνατους ἀγγέλους, νά ἔχει στε­φανωθεῖ μέ δόξα καί τιμή λόγῳ τοῦ παθήματος πού τοῦ ἐπέφερε τό θάνατο. Καί ὑπέστη τό πάθημα τοῦ θα­­νάτου γιά τή χάρη πού εὐαρεστήθηκε ὁ Θεός νά δώσει στήν ἀνθρωπότητα. Γιά νά συγχωρήσει δηλαδή ὁ Θεός τό ἀνθρώπινο γένος, χρειάστηκε ὁ Ἰησοῦς νά γευθεῖ τό πικρό ποτήρι τοῦ θανάτου γιά κάθε ἄν­­­θρω­πο. 10 Διότι ἔπρεπε στό Θεό, ὁ ὁποῖος δημιούργησε τά πάντα καί πρός τόν ὁποῖο ἀποβλέπουν τά πάντα καί ὅλα τά κατευθύνει στό ἄριστο τέλος τους, νά μήν ἀφή­­­σει νά ματαιωθεῖ τό σχέδιό του γιά τόν ἄνθρωπο. Προκειμένου λοιπόν νά ὁδηγήσει πολλούς ἀνθρώπους στή δόξα, ἔπρεπε νά ἀποδείξει τέλειο Σωτήρα καί νά ἀνυ­ψώσει σέ τέλεια δόξα τόν ἀρχηγό καί αἴτιο τῆς σωτηρίας τους. Καί ἡ ἀνύψωση αὐτή ἔγινε μέ παθήματα καί σκλη­ρό θάνατο. Μ’ αὐτά ὁ Ἰησοῦς Χριστός μᾶς ἐξιλέωσε γιά τίς ἁμαρτίες μας καί ἀναδείχθηκε τέ­λειος Σωτήρας.