«Ἂν εἴχαμε ἀγάπη…»

   Δὲν ὑπάρχει πιὸ βαρὺ καὶ πιὸ ἐπιζήμιο κακὸ γιὰ τὴν ψυχή μας ἀπὸ τὴν κατάκριση. Τίποτε δὲν παροργίζει τὸν Θεὸ τόσο, ὅσο τὸ νὰ καταδικάζουμε τοὺς ἄλλους.
   Συχνὰ βλέπουμε, ἀκοῦμε, μαθαίνουμε σφάλματα, ἀδυναμίες τοῦ πλησίον καὶ τὶς κρίνουμε, τὶς καταδικάζουμε μὲ αὐστηρότητα. Πόσο λάθος κάνουμε! Αὐτὸν ποὺ ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ, ἐλεεῖ, συγχωρεῖ, ἐμεῖς τὸν κατακρίνουμε καὶ ἐπιβαρύνουμε τὴν ψυχή μας.
   Καταδικάζουμε ἀνελέητα χωρὶς νὰ σκεφθοῦμε πὼς εἴμαστε ἀδύναμοι ἄν­θρωποι, καὶ σήμερα ἁμαρτάνει αὐτός, ὁ ἀδελφός μας, αὔριο ἐπιτρέπει ὁ Θε­ὸς νὰ ἁμαρτήσουμε ἐμεῖς γιὰ νὰ ταπεινωθοῦμε.
   Σὲ ὧρες περισυλλογῆς, αὐτοκριτι­κῆς, μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως δια­πιστώνουμε τὸ λάθος μας, ἀναγνωρίζουμε τὴν ἁμαρτία μας καὶ ψάχνουμε πῶς νὰ τὴ διορθώσουμε. Γιατί νὰ εἴμαστε τόσο αὐστηροὶ στοὺς ἄλλους; Γιατί τόση σκληρότητα στοὺς ἀδελφούς μας; Τί μᾶς λείπει;
   Ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος μᾶς δίνει τὴ λύ­ση καὶ μᾶς βοηθεῖ νὰ σκεφθοῦμε δια­φορετικά, πνευματικὰ καὶ ν’ ἀποφύγουμε τὴν κατάκριση λέγοντας:
   «Ἂν εἴχαμε ἀγάπη καὶ συμπαθούσαμε καὶ πονούσαμε τὸν πλησίον μας, δὲν θὰ εἴχαμε τὸ νοῦ μας στὰ ἐλαττώματα τοῦ πλησίον… ἡ ἀγάπη θὰ σκέπαζε κάθε σφάλμα, ὅπως ἀκριβῶς ἔκαναν οἱ ἅγιοι, ὅταν ἔβλεπαν τὰ ἐλαττώματα τῶν ἀνθρώπων.
   Διότι μήπως εἶναι τυφλοὶ οἱ ἅγιοι καὶ δὲν βλέπουν τὰ ἁμαρτήματα; Καὶ ποιὸς μισεῖ τόσο πολὺ τὴν ἁμαρτία ὅσο οἱ ἅγιοι; Καὶ ὅμως δὲν μισοῦν ἐκεῖνον ποὺ ἁμαρτάνει, οὔτε τὸν κατακρίνουν. Οὔτε τὸν ἀποστρέφονται, ἀλλὰ ὑποφέρουν μαζί του, τὸν συμβουλεύουν, τὸν παρηγοροῦν, τὸν γιατρεύουν σὰν ἄρρωστο μέλος τοῦ σώματός τους. Κάνουν τὰ πάντα γιὰ νὰ τὸν σώσουν. Μὲ τὴ μακροθυμία καὶ τὴν ἀγάπη τραβοῦν (ἑλκύουν) τὸν ἀδελφὸ καὶ δὲν τὸν ἀπωθοῦν οὔτε τὸν σιχαίνονται. Ὅπως ἡ μητέρα ποὺ ἔχει ἄσχημο παιδὶ δὲν τὸ σιχαίνεται, οὔτε τὸ ἀποφεύγει, ἀλλὰ μ’ εὐχαρίστηση τὸ στολίζει καὶ κάνει ὅ,τι μπορεῖ γιὰ νὰ τὸ ὀμορφύνει, ἔτσι καὶ οἱ ἅγιοι πάν­τοτε σκεπάζουν, στολίζουν, φροντίζουν, ὥστε καὶ αὐτὸν ποὺ ἁμαρτάνει νὰ διορθώσουν τὴν κατάλληλη στιγμή, καὶ νὰ μὴν ἀφήσουν νὰ πάθει κανένας ἄλλος κακὸ ἐξαιτίας του, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι νὰ προκόψουν περισσότερο στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ» (Ἀσκητικά, Ὁμιλία ΣΤ΄, Περὶ τοῦ μὴ κρίνειν τὸν πλησίον, ΕΠΕ, Φιλοκαλία 12, 393-5).
   «Ἂν εἴχαμε ἀγάπη»· αὐτὴ εἶναι ἡ λύση, ἡ θεραπεία τοῦ πάθους τῆς κατακρίσεως: ἡ ἀγάπη! Νὰ φέρουμε τὸν ἄλλο κοντά μας, νὰ τὸν αἰσθανθοῦμε ἀδελφό μας, νὰ βάλουμε τὸν ἑαυτό μας στὴ θέση του, νὰ τὸν συμ­παθήσουμε.
   Ἀλήθεια, ἂς ἀναρωτηθοῦμε: Ἐμεῖς τί θὰ κάναμε στὴ θέση του; Πῶς θὰ μιλούσαμε ἐκείνη τὴν ὥρα; Πῶς θ’ ἀντιδρούσαμε στὴ συγκεκριμένη στι­γμή; Πῶς θὰ θέλαμε νὰ μᾶς φερθοῦν οἱ ἄλλοι σὲ μιὰ στιγμὴ ἀδυναμίας μας;
   Ἡ ἀγάπη μας θὰ μᾶς κάνει νὰ μὴ βλέπουμε μόνο τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ νὰ συμβουλεύουμε μὲ κατανόηση, μὲ διάκριση τὸν ἀδελφό μας καὶ νὰ ἐλπίζουμε στὴ μετάνοιά του, ποὺ μπορεῖ καὶ νὰ ἔγινε χωρὶς ἐμεῖς νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε.
   Ἂς ἀποκτήσουμε λοιπὸν εὐσπλαχνία γιὰ τὸν πλησίον. Ἔτσι θ’ ἀποφεύγουμε νὰ καταλαλοῦμε, νὰ κατακρίνουμε, νὰ ἐξουδενώνουμε τοὺς ἄλ­λους. Ἂς βοηθοῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλ­λο, ἀφοῦ εἴμαστε ὅλοι μέλη τοῦ ἰδίου Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας.