Πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ διαβάσαμε στὸν ἠλεκτρονικὸ Τύπο (in.gr): «Συγκλόνισε ἡ ἐξομολόγηση τοῦ δημοσιογράφου Ἀλέξανδρου Βέλλιου σὲ ἐκπομπὴ καναλιοῦ ὅτι πάσχει ἀπὸ καρκίνο καὶ θέλει νὰ ὑποβληθεῖ σὲ εὐθανασία (…) προκειμένου νὰ ἔχει ἕνα ἀξιοπρεπὲς τέλος». Ἔγραψε μάλιστα σχετικὸ βιβλίο μὲ τίτλο «Ἐγὼ καὶ ὁ θάνατός μου», ποὺ φαίνεται ὅτι κυκλοφόρησε σὲ εὐρὺ ἀναγνωστικὸ κοινό.
Ἕνας ὅμως χριστιανὸς συνάδελφος καὶ φίλος του (Δημήτριος Σεργίου) προσπάθησε νὰ τὸν μεταπείσει μὲ ἀξιόλογη ἐπιχειρηματολογία. Μεταξὺ ἄλλων λοιπὸν γράφει:
«Δὲν θὰ σταθῶ στὴν ἀστική, ἐπιθεωρησιακὴ καὶ καλοπερασάδικη αὐτὴ νοοτροπία, μάλιστα, μπροστὰ στὸν θάνατο. Δὲν θὰ σταθῶ οὔτε κἂν στὴν καθαρῶς μηδενιστικὴ ἀντιμετώπιση τοῦ θανάτου μὲ γέλια καὶ καμώματα ἀπὸ τηλεοράσεως, ἔναντι τελικῶς χιλιάδων συνανθρώπων του, ποὺ περνοῦν ἀγόγγυστα δρᾶμα καθημερινοῦ ψυχικοῦ καὶ σωματικοῦ ἀγώνα ὑπομονῆς μπροστὰ στὶς ἀρρώστιες καὶ στὸν θάνατο. Παιδιῶν, ἐφήβων, νέων, ἐνηλίκων καὶ γερόντων, τῶν ὁποίων ἡ ἀπόρριψη σὲ Καιάδα ἀποκλείεται ἀπολύτως ἀπὸ τὸν χριστιανικὸ πολιτισμό, ἔστω κι ἂν ὁ Καιάδας αὐτὸς νοηθεῖ ὡς μία ἁπλὴ λεμονάδα μὲ δηλητήριο. (…)
Θὰ σταθῶ, ὅμως, κυρίως, σὲ κάτι ἄλλο: Διάβασα ὅτι στὸ περισπούδαστο ὑπὲρ τῆς καλοπερασάδικης εὐθανασίας βιβλίο σου, Ἀλέξανδρε, γράφεις ἐπὶ λέξει: “Μὲ ποιὸ δικαίωμα ἡ θρησκεία ἐπιλέγει πρὶν ἀπὸ μένα, γιὰ μένα, πότε καὶ πῶς ἐπιτρέπεται νὰ πεθάνω;”. Ὥστε ἔτσι, Ἀλέξανδρε! Λὲς ὅτι ἡ θρησκεία δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἔχει λόγο ἐπὶ τοῦ ὁριακοῦ – ὑπαρξιακοῦ ζητήματος τῆς αὐτοκτονίας; Ἀλλά, τότε, Ἀλέξανδρε, ποιὸς ἄλλος μπορεῖ νὰ ἔχει λόγο ἐπ’ αὐτοῦ, ἂν δὲν ἔχει ἡ θρησκεία; («Ὀρθόδοξος Τύπος» 29-7-2016).
Ὁποιοσδήποτε συμμερίζεται τὴν ἄποψη τοῦ Ἀλέξανδρου Βέλλιου γιὰ ἐφαρμογὴ τῆς εὐθανασίας, πρέπει νὰ κατανοήσει ὅτι αὐτὴ εἶναι ξεκάθαρη αὐτοκτονία, πράξη δηλαδὴ τελείως ἀπαράδεκτη γιὰ κάθε λογικὸ ἄνθρωπο στὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοσή μας. Ἀντίθετα μάλιστα εἶναι ἀναγκαῖο νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὁ πόνος ἀσκεῖ εὐεργετικὴ ἐπίδραση στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἔχει διαπιστωθεῖ πάμπολλες φορὲς ὅτι κάθε δοκιμασία ἐξαγνίζει τὴν ψυχὴ τοῦ πάσχοντος καὶ γίνεται πηγὴ ἀπὸ τὴν ὁποία ἀναβλύζουν ἀρετὲς πολὺ μεγάλες, ὅπως ἡ ὑπομονή. Σὲ τελευταία ἀνάλυση ὁ πόνος ἀποτελεῖ εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. β΄ 4).