Ἀπόστολος: ἡμέρας, Παρ. ιγ΄ ἑβδ. ἐπιστ. (Β΄ Κορ. ια΄ 5 – 21):
5 Λογίζομαι γὰρ μηδὲν ὑστερηκέναι τῶν ὑπερλίαν ἀποστόλων. 6 εἰ δὲ καὶ ἰδιώτης τῷ λόγῳ, ἀλλ᾿ οὐ τῇ γνώσει, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ φανερωθέντες ἐν πᾶσιν εἰς ὑμᾶς. 7 Ἢ ἁμαρτίαν ἐποίησα ἐμαυτὸν ταπεινῶν ἵνα ὑμεῖς ὑψωθῆτε, ὅτι δωρεὰν τὸ τοῦ Θεοῦ εὐαγγέλιον εὐηγγελισάμην ὑμῖν; 8 ἄλλας ἐκκλησίας ἐσύλησα λαβὼν ὀψώνιον πρὸς τὴν ὑμῶν διακονίαν, καὶ παρὼν πρὸς ὑμᾶς καὶ ὑστερηθεὶς οὐ κατενάρκησα οὐδενός· 9 τὸ γὰρ ὑστέρημά μου προσανεπλήρωσαν οἱ ἀδελφοὶ ἐλθόντες ἀπὸ Μακεδονίας· καὶ ἐν παντὶ ἀβαρῆ ὑμῖν ἐμαυτὸν ἐτήρησα καὶ τηρήσω. 10 ἔστιν ἀλήθεια Χριστοῦ ἐν ἐμοὶ ὅτι ἡ καύχησις αὕτη οὐ φραγήσεται εἰς ἐμὲ ἐν τοῖς κλίμασι τῆς Ἀχαΐας. 11 διατί; ὅτι οὐκ ἀγαπῶ ὑμᾶς; ὁ Θεὸς οἶδεν· 12 ὃ δὲ ποιῶ, καὶ ποιήσω, ἵνα ἐκκόψω τὴν ἀφορμὴν τῶν θελόντων ἀφορμήν, ἵνα ἐν ᾧ καυχῶνται εὑρεθῶσι καθὼς καὶ ἡμεῖς. 13 οἱ γὰρ τοιοῦτοι ψευδαπόστολοι, ἐργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εἰς ἀποστόλους Χριστοῦ. 14 καὶ οὐ θαυμαστόν· αὐτὸς γὰρ ὁ σατανᾶς μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός. 15 οὐ μέγα οὖν εἰ καὶ οἱ διάκονοι αὐτοῦ μετασχηματίζονται ὡς διάκονοι δικαιοσύνης, ὧν τὸ τέλος ἔσται κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν. 16 Πάλιν λέγω, μή τίς με δόξῃ ἄφρονα εἶναι· εἰ δὲ μή γε, κἂν ὡς ἄφρονα δέξασθέ με, ἵνα κἀγὼ μικρόν τι καυχήσωμαι. 17 ὃ λαλῶ, οὐ λαλῶ κατὰ Κύριον, ἀλλ᾿ ὡς ἐν ἀφροσύνῃ, ἐν ταύτῃ τῇ ὑποστάσει τῆς καυχήσεως. 18 ἐπεὶ πολλοὶ καυχῶνται κατὰ τὴν σάρκα, κἀγὼ καυχήσομαι. 19 ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων φρόνιμοι ὄντες· 20 ἀνέχεσθε γὰρ εἴ τις ὑμᾶς καταδουλοῖ, εἴ τις κατεσθίει, εἴ τις λαμβάνει, εἴ τις ἐπαίρεται, εἴ τις ὑμᾶς εἰς πρόσωπον δέρει. 21 κατὰ ἀτιμίαν λέγω, ὡς ὅτι ἡμεῖς ἠσθενήσαμεν. ἐν ᾧ δ’ ἄν τις τολμᾷ, ἐν ἀφροσύνῃ λέγω, τολμῶ κἀγώ.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
5 Τώρα ὅμως ποιός λόγος ὑπάρχει νά τόν ἀνέχεσθε; Κανείς. Διότι πιστεύω ὅτι ἐγώ ὁ διδάσκαλος καί ἀπόστολός σας δέν ἔχω ὑστερήσει σέ τίποτε καί δέν εἶμαι καθόλου κατώτερος ἀπό τούς ἀποστόλους πού εἶναι ἐξαιρετικά διακεκριμένοι. 6 Κι ἄν πάλι παραδεχθῶ ὅτι εἶμαι ἄπειρος στό λόγο καί ὅτι τό ὕφος μου στερεῖται γλαφυρότητα καί ὀμορφιά, δέν εἶμαι ὅμως ἄπειρος στή γνώση· ἀντιθέτως, σέ κάθε περίσταση καί διδασκαλία καί ἐνέργειά μας ἀποδειχθήκαμε στίς σχέσεις μας μαζί σας ἴσοι μέ τούς ἄλλους ἀποστόλους. 7 Ἤ μήπως διέπραξα ἁμαρτία, ὅταν ἐπεδίωκα μέ τήν ἐργασία μου νά καλύψω τά ἔξοδα τῆς συντηρήσεώς μου, καί ταπείνωσα ἔτσι τόν ἑαυτό μου προκειμένου νά ἀπαλλαγεῖτε ἐσεῖς ἀπό τήν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας καί νά ὑψωθεῖτε πνευματικά; Ἁμάρτησα πού σᾶς κήρυξα τό Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ δωρεάν; 8 Λαφυραγώγησα ἄλλες Ἐκκλησίες καί πῆρα ἀπ’ αὐτές τά ἔξοδα τῆς συντηρήσεώς μου, γιά νά ὑπηρετήσω ἐσᾶς. Ἀκόμη κι ὅταν ἤμουν παρών ἀνάμεσά σας καί δοκίμασα στερήσεις, δέν ἐπιβάρυνα κανέναν. 9 Διότι ὅσα μοῦ ἔλειπαν γιά τή συντήρησή μου, μοῦ τά συμπλήρωσαν οἱ ἀδελφοί, ὅταν ἦλθαν ἀπό τή Μακεδονία. Καί σέ κάθε τι πρόσεξα νά μή σᾶς γίνω βάρος, καί θά προσέξω καί στό μέλλον. 10 Ἔχω μέσα μου τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, κι αὐτό ἀποτελεῖ ἐγγύηση γιά τό ὅτι δέν λέω ψέματα. Σᾶς βεβαιώνω λοιπόν ὅτι ἡ καύχησή μου αὐτή, ὅτι δέν σᾶς ἔγινα βάρος, δέν θά ἀποστομωθεῖ, ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμένα, στά μέρη τῆς Ἀχαΐας. 11 Γιατί δέν θά ἀποστομωθεῖ; Μήπως ἐπειδή δέν σᾶς ἀγαπῶ; Ὁ Θεός ξέρει ὅτι σᾶς ἀγαπῶ. 12 Κι αὐτό πού κάνω μέχρι τώρα ἀποφεύγοντας νά ἐπιβαρύνω ἐκείνους στούς ὁποίους κηρύττω, θά ἐξακολουθήσω νά τό κάνω. Καί θά κηρύττω δωρεάν τό Εὐαγγέλιο, γιά νά κόψω τελείως τήν ἀφορμή ἐκείνων πού θέλουν ἀφορμή γιά νά ἐξισώνουν στίς καυχησιολογίες τους τόν ἑαυτό τους μέ μᾶς, ὥστε, ὅταν σᾶς ἐκμεταλλεύονται, νά φαίνονται ὅτι εἶναι ὅπως κι ἐμεῖς· διότι θά λένε ὅτι κι ἐμεῖς παίρνουμε χρήματα ἀπό σᾶς. 13 Καί θέλω νά τούς ἀποκλείσω τό δικαίωμα νά λένε ὅτι εἶναι σάν κι ἐμᾶς, διότι οἱ κήρυκες αὐτοῦ τοῦ εἴδους εἶναι ψευδαπόστολοι, ἐργάτες δόλιοι, πού ὑποκριτικά παίρνουν τό ἐξωτερικό σχῆμα καί τήν ἐξωτερική ἐμφάνιση τῶν ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ. 14 Καί δέν εἶναι παράξενο αὐτό, διότι καί ὁ ἴδιος ὁ σατανάς μετασχηματίζεται στήν ἐξωτερική του μορφή σέ ἄγγελο φωτός. 15 Δέν εἶναι λοιπόν μεγάλο πράγμα ἐάν καί οἱ ὑπηρέτες του μεταμφιέζονται καί παρουσιάζονται σάν ὑπηρέτες δικαιοσύνης. Τό τέλος τους ὅμως θά εἶναι ἴδιο μέ τά ἔργα τους. 16 Πάλι λέω ἐκεῖνο πού σᾶς εἶπα προηγουμένως· δηλαδή, μή μέ θεωρήσει κανείς ἀπό σᾶς ὅτι εἶμαι ἄμυαλος καί ἀνόητος, ἐπειδή θά ἐπαινέσω τόν ἑαυτό μου. Ἐάν ὅμως δέν πείθεσθε, θεωρῆστε με ἔστω καί ἀνόητο, γιά νά καυχηθῶ κι ἐγώ λιγάκι. 17 Ἐκεῖνο πού θά πῶ ἐπαινώντας τόν ἑαυτό μου, δέν θά τό πῶ ὡς δοῦλος ταπεινός τοῦ Κυρίου, ἀλλά θά τό πῶ σάν νά ἔγινα ἄμυαλος καί ἀνόητος ἀπό τήν πεποίθησή μου ὅτι ἔχω κι ἐγώ δικαίωμα νά καυχιέμαι. 18 Ἀφοῦ πολλοί καυχῶνται γιά ἐξωτερικά ἀνθρώπινα προτερήματα, θά καυχηθῶ κι ἐγώ. 19 Καί θά καυχηθῶ, διότι μέ μεγάλη εὐχαρίστηση ἀνέχεσθε τούς ἄφρονες καί ἀνόητους, ἐνῶ εἶστε συνετοί. 20 Ἀνέχεσθε δηλαδή ὅποιον σᾶς ὑποδουλώνει, ὅποιον σᾶς κατατρώει καί σᾶς ἐκμεταλλεύεται, ὅποιον σᾶς συλλαμβάνει σάν τά πουλιά στήν παγίδα, ὅποιον ὑψώνεται δεσποτικά πάνω ἀπό σᾶς, ὅποιον σᾶς δέρνει στό πρόσωπο. 21 Μέ ντροπή μου τό λέω, σάν νά ὑπήρξαμε ἐμεῖς ἀσθενεῖς καί νά μήν μπορούσαμε νά σᾶς κάνουμε ὅ,τι σᾶς ἔκαναν ἐκεῖνοι. Μάθετε ὅμως ὅτι γιά ὁτιδήποτε κι ἄν τολμᾶ νά καυχηθεῖ κανείς – κάνω τρέλα πού τό λέω – τολμῶ κι ἐγώ νά καυχηθῶ.