Ἀπόστολος: ἡμέρας, Δευτ. ιδ΄ ἑβδ. ἐπιστ. (Β΄ Κορ. ιβ΄ 10 – 19):
10 Διὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς, ἐν στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ· ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι. 11 Γέγονα ἄφρων καυχώμενος! ὑμεῖς με ἠναγκάσατε. ἐγὼ γὰρ ὤφειλον ὑφ᾿ ὑμῶν συνίστασθαι· οὐδὲν γὰρ ὑστέρησα τῶν ὑπερλίαν ἀποστόλων, εἰ καὶ οὐδέν εἰμι. 12 τὰ μὲν σημεῖα τοῦ ἀποστόλου κατειργάσθη ἐν ὑμῖν ἐν πάσῃ ὑπομονῇ, ἐν σημείοις καὶ τέρασι καὶ δυνάμεσι. 13 τί γάρ ἐστιν ὃ ἡττήθητε ὑπὲρ τὰς λοιπὰς ἐκκλησίας, εἰ μὴ ὅτι αὐτὸς ἐγὼ οὐ κατενάρκησα ὑμῶν; χαρίσασθέ μοι τὴν ἀδικίαν ταύτην. 14 Ἰδοὺ τρίτον ἑτοίμως ἔχω ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς, καὶ οὐ καταναρκήσω ὑμῶν· οὐ γὰρ ζητῶ τὰ ὑμῶν, ἀλλὰ ὑμᾶς. οὐ γὰρ ὀφείλει τὰ τέκνα τοῖς γονεῦσι θησαυρίζειν, ἀλλ᾿ οἱ γονεῖς τοῖς τέκνοις. 15 ἐγὼ δὲ ἥδιστα δαπανήσω καὶ ἐκδαπανηθήσομαι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν, εἰ καὶ περισσοτέρως ὑμᾶς ἀγαπῶν ἧττον ἀγαπῶμαι. 16 Ἔστω δέ, ἐγὼ οὐ κατεβάρησα ὑμᾶς, ἀλλ᾿ ὑπάρχων πανοῦργος δόλῳ ὑμᾶς ἔλαβον. 17 μή τινα ὧν ἀπέσταλκα πρὸς ὑμᾶς, δι᾿ αὐτοῦ ἐπλεονέκτησα ὑμᾶς; 18 παρεκάλεσα Τίτον καὶ συναπέστειλα τὸν ἀδελφόν· μήτι ἐπλεονέκτησεν ὑμᾶς Τίτος; οὐ τῷ αὐτῷ πνεύματι περιεπατήσαμεν; οὐ τοῖς αὐτοῖς ἴχνεσι; 19 Πάλιν δοκεῖτε ὅτι ὑμῖν ἀπολογούμεθα; κατενώπιον τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ λαλοῦμεν· τὰ δὲ πάντα, ἀγαπητοί, ὑπὲρ τῆς ὑμῶν οἰκοδομῆς.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
10 Γι’ αὐτό εὐφραίνομαι στίς ἀσθένειες, στούς χλευασμούς, στίς ἀνάγκες, στούς διωγμούς, στίς στενοχώ- ριες, ὅταν τά ὑποφέρω ὅλα αὐτά γιά τή δόξα τοῦ Χριστοῦ. Διότι ὅταν μέ τίς θλίψεις καί τίς περιπέτειες φαίνομαι ἐξαιρετικά ἀσθενής, τότε εἶμαι δυνατός. Διότι τότε μοῦ δίνει ὁ Θεός περισσότερη χάρη. 11 Ἔγινα ἀνόητος μέ τίς καυχήσεις μου αὐτές! Ἀλλά ἐσεῖς μέ ἀναγκάσατε νά γίνω. Διότι ἐγώ εἶχα τό δικαίωμα νά συστήνομαι ἀπό σᾶς καί ὄχι νά βρίσκομαι στήν ἀνάγκη νά σᾶς συστήσω τόν ἑαυτό μου. Καί εἶχα τό δικαίωμα νά συστήνομαι ἀπό σᾶς, διότι σέ τίποτε δέν ἀποδείχθηκα κατώτερος ἀπό τούς ἄλλους περισσότερο ἐπιφανεῖς ἀποστόλους, ἄν καί χωρίς τή χάρη τοῦ Θεοῦ δέν εἶμαι τίποτε. 12 Ὅλες τίς ἀποδείξεις πού πιστοποιοῦν ὅτι εἶμαι ἀπόστολος σᾶς τίς παρουσίασα ἀνάμεσά σας μέ κάθε ὑπομονή καί μέ διάφορα ὑπερφυσικά ἔργα, δηλαδή μέ θεϊκά σημεῖα, μέ ἐκπληκτικά θαύματα καί μέ ὑπερφυσικές δυνάμεις. 13 Διότι ποιό εἶναι ἐκεῖνο στό ὁποῖο φανήκατε κατώτεροι ἀπ’ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες, ἐκτός ἀπό τό ὅτι ἐγώ δέν σᾶς ἐπιβάρυνα μέ τά ἔξοδα τῆς συντηρήσεώς μου; Συγχωρῆστε μου τήν ἀδικία αὐτή. 14 Νά τώρα, γιά τρίτη φορά εἶμαι ἕτοιμος νά ἔλθω σέ σᾶς καί δέν θά σᾶς ἐπιβαρύνω. Διότι δέν ζητῶ τά δικά σας χρήματα, ἀλλά ἐσᾶς τούς ἴδιους, γιά νά σᾶς ὁδηγήσω στή σωτηρία. Καί δέν ζητῶ τά χρήματά σας, διότι δέν εἶναι ὑποχρεωμένα τά παιδιά νά μαζεύουν χρήματα γιά τούς γονεῖς, ἀλλά οἱ γονεῖς γιά τά παιδιά. 15 Ἐγώ ὅμως θά κάνω καί κάτι περισσότερο: Πολύ εὐχαρίστως θά δαπανήσω χρήματα, ἀλλά κι ἐγώ ὁ ἴδιος θά δαπανηθῶ ὁλοκληρωτικά γιά τή σωτηρία τῶν ψυχῶν σας. Ἄν καί, ἐνῶ ἐγώ σᾶς ἀγαπῶ ἀσυγκρίτως περισσότερο, ἐσεῖς μέ ἀγαπᾶτε πολύ λιγότερο. 16 Ἀλλ’ ἔστω, ὅπως λένε οἱ ψευδοδιδάσκαλοι, ἐγώ ὁ ἴδιος δέν σᾶς ἐπιβάρυνα· ἀλλά ἐπειδή εἶμαι στή φύση μου πανοῦργος, μέ δόλο σᾶς ἔπιασα στά δίχτυα μου. 17 Σέ τί λοιπόν σᾶς ἐξαπάτησα; Μήπως μέσῳ κανενός ἄλλου ἀπό ἐκείνους πού σᾶς ἔχω ἀποστείλει σᾶς ἐκμεταλλεύθηκα καί σᾶς πῆρα χρήματα μέ πλεονεξία; 18 Παρακάλεσα τόν Τίτο νά ἔλθει στήν Κόρινθο κι ἔστειλα μαζί του τόν γνωστό σας ἀδελφό. Μήπως ὁ Τίτος σᾶς ἐκμεταλλεύθηκε σέ τίποτε; Δέν συμπεριφερθήκαμε ὅλοι μας μέ τό ἴδιο πνεῦμα καί φρόνημα καί μέ τά ἴδια αἰσθήματα; Δέν βαδίσαμε ὅλοι στά ἴδια ἴχνη; 19 Πάλι νομίζετε ὅτι μ’ αὐτά ζητοῦμε νά ἀπολογηθοῦμε σέ σᾶς; Ὄχι. Ἐσεῖς δέν ἔχετε ἁρμοδιότητα νά μᾶς κρίνετε καί νά μᾶς δικάσετε. Ἀλλά μιλοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐμπνεόμενοι ἀπό τόν Χριστό. Κι ὅλα αὐτά τά λέμε, ἀγαπητοί, γιά τή δική σας πνευματική ὠφέλεια καί οἰκοδομή.