Ἀμέριμνο τὸ μικρὸ παιδὶ μέσα στὸ πάρκο. Τρέχει καὶ παίζει καὶ γελᾶ. Ὅλο εὐτυχία. Γιὰ τὸ παιχνίδι; Γιὰ τὴν ἐλευθερία ποὺ νιώθει; Γιὰ τὴν παρέα μὲ τὰ ἄλλα παιδιά; Γιὰ τὴν ἀμεριμνησία του;
Ἀσφαλῶς καὶ γι’ αὐτά. Πιὸ πολὺ ὅμως γιὰ τὸ ἄλλο: Γιὰ τὸ ὅτι ἔχει πίσω του μιὰ γονεϊκὴ παρουσία, τὴ μητέρα, τὸν πατέρα, τέσσερα μάτια ποὺ τὸ ἀκολουθοῦν ὅπου πάει, ποὺ τὸ προστατεύουν μὲ τὸ γλυκὸ ἀγκάλιασμά τους. Δυὸ βλέμματα καρφωμένα ἐπάνω του.
Τρέχει καὶ παίζει τὸ παιδί, γελᾶ καὶ χαίρεται. Καὶ κάθε τόσο γυρνᾶ τὸ πρόσωπό του πίσω. Θὰ συναντήσει τὸ βλέμμα τοῦ πατέρα, τῆς μητέρας; Ὡραῖα! Συνεχίζουμε…
Κάποτε συναντᾶ ἕναν κίνδυνο, μιὰ ἀπειλὴ γιὰ τὴν ἀδύναμη ὑπόστασή του. Τρεχάλα πίσω, στὰ χέρια τοῦ πατέρα, στὴν ἀγκαλιά του. «Τί φοβήθηκες, καλό μου; Ἀφοῦ ἐγὼ εἶμαι ἐδῶ. Σ’ ἀφήνω ποτὲ μόνο σου;».
Ἀφήνει ποτὲ ὁ γονιὸς τὸ μικρὸ παιδὶ μόνο του;…
Θλίψεις καὶ ἀνάγκες στὴ ζωή. Πειρασμοὶ καὶ δοκιμασίες. Κίνδυνοι, φόβοι, ἀπειλές. «Λοιπόν, τί θὰ γίνει τώρα;…».
Σὲ παρόμοια περίσταση εὑρισκόμενος καὶ ὁ μέγας λυράρης τῆς παλαιᾶς ἐποχῆς, ὁ προφήτης καὶ βασιλεὺς Δαβίδ, στρέφεται μὲ πόθο καὶ γλυκιὰ ἀπαντοχὴ στὸν Κύριό του, καὶ μέσα ἀπὸ τὰ κατάβαθα τῆς ὑπάρξεώς του βοᾶ: «Σύ μου εἶ καταφυγὴ ἀπὸ θλίψεως τῆς περιεχούσης με· τὸ ἀγαλλίαμά μου, λύτρωσαί με ἀπὸ τῶν κυκλωσάντων με» (Ψαλ. λα΄ [31] 7). Ἐσύ, Κύριέ μου, εἶσαι ἡ καταφυγὴ καὶ ἡ παρηγοριά μου στὴ θλίψη ποὺ μ’ ἔχει βρεῖ· τὸ ἀγαλλίαμα τῆς ψυχῆς μου. Γλύτωσέ με ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, τὶς δοκιμασίες ποὺ μὲ περικύκλωσαν.
Ἀλλοῦ δὲν ἔχει νὰ στραφεῖ. Ἡ μόνη καταφυγή του εἶναι ὁ Κύριος. Αὐτὸς εἶναι καὶ ἡ ἀπόλαυσή του, ἡ χαρά του, ἡ εὐτυχία του, ἡ μακαριότητά του. Ὅ,τι γιὰ τὸ μικρὸ παιδὶ ἡ παρουσία τοῦ πατέρα, τῆς μητέρας.
«Γλύτωσέ με ἀπὸ τὰ δεινὰ ποὺ μὲ βρῆκαν»…
Γιὰ νὰ ἀκούσει τότε, στὰ μύχια τῆς ψυχῆς του, τὸν λόγο τοῦ μεγάλου Πατρός, τοῦ παντοκράτορος Κυρίου. Λόγο πατρικό, στοργικό, ζεστό, ἐγγυημένο:
«Συνετιῶ σε καὶ συμβιβῶ σε ἐν ὁδῷ ταύτῃ ᾗ πορεύσῃ, ἐπιστηριῶ ἐπὶ σὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου» (στίχ. 8). Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου. Ἐγὼ ποτὲ δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω. Πάντοτε θὰ εἶμαι μαζί σου. Θὰ σοῦ δίνω σοφία καὶ σύνεση, ὥστε νὰ πορεύεσαι μὲ ἀσφάλεια τὸν δρόμο τῆς ζωῆς σου. Καὶ δὲν θὰ τὸν πορεύεσαι μόνος σου. «Συμβιβῶ σε». Ἐγὼ θὰ πορεύομαι μαζί σου, θὰ σὲ συνοδεύω, ὅπου κι ἂν πᾶς. Καὶ κάτι ἀκόμα: Τὰ μάτια μου ποτὲ δὲν θὰ ἀποσπασθοῦν ἀπὸ σένα. «Ἐπιστηριῶ ἐπὶ σὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου». Θὰ τά ’χω στηριγμένα, καρφωμένα ἐπάνω σου.
Ναί, καρφωμένα ἐπάνω σου!…
Τί λόγος αὐτός! Πόση ἀνακούφιση, παρηγοριὰ δὲν χύνει στὴν ταλαιπωρημένη καρδιά!
Ὅλοι εἴμαστε «ἐν ὁδῷ». Στὸ δρόμο, τὴν πορεία τῆς ζωῆς μας. Κι ὁ δρόμος συχνὰ γίνεται δύσκολος, στενός, ἀνηφορικός. Θλίψεις, δοκιμασίες, δυσκολίες, πειρασμοί. Εἶναι ὁ διάβολος ποὺ πολεμεῖ σκληρά. Ἐχθρὸς τῆς ψυχῆς μας, θέλει νὰ τὴν καταπιεῖ, νὰ τὴν ἀφανίσει. Εἶναι ὁ κόσμος, ὁ μακρὰν τοῦ Θεοῦ ἀποστατημένος κόσμος, μὲ τὰ θέλγητρα καὶ τὰ δελεάσματά του, σὰν σειρῆνες νὰ προσπαθοῦν νὰ μαγέψουν τὴν ψυχή, γιὰ νὰ τὴν ὁδηγήσουν στὰ θανατηφόρα πλοκάμια τους. Εἶναι καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός μας, ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, μὲ ὅλες τὶς ἀσθένειες, τὶς ἀναπηρίες του. Πειρασμοὶ ἀπὸ παντοῦ. Καὶ λοιπόν, ἄλγος στὴν ψυχή, ὀδύνη, στεναγμός, δάκρυ, μάτωμα…
«Σύ μου εἶ καταφυγὴ ἀπὸ θλίψεως τῆς περιεχούσης με».
Στρέψου τότε, ψυχή μου, στρέψου μὲ πόθο, πίστη, στὸν Κύριο καὶ πές Του: «Κύριε, ἄλλη καταφυγὴ ἀπὸ Σένα δὲν ἔχω. Ἐσὺ εἶσαι τὸ πᾶν γιὰ μένα: ἡ ζωή μου, ἡ πνοή μου, ἡ χαρά μου, ἡ εὐτυχία μου. Ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεώς μου. Γλύτωσέ με, Κύριε, σῶσε με…».
Καὶ τότε θὰ ἀκούσεις τὰ αἰώνια λόγια τοῦ Κυρίου. Αὐτὰ ποὺ ἄκουσε ὁ Δαβίδ: τὴ διαβεβαίωση τοῦ Παντάνακτος γιὰ μόνιμη προστασία Του ἐπάνω σου.
Ἔχουμε ἕνα Θεὸ ποὺ ὄχι μόνο δίνει ἐντολὴ νὰ πορευθοῦμε τὸν δρόμο τὸν δικό Του στὴ ζωή· τὴν «ὁδὸν τὴν στενὴν και τεθλιμμένην». Ὄχι. Ἀλλὰ ἕνα Θεὸ ποὺ «συμβιβάζει ἡμῖν», πορεύεται κι Αὐτὸς μαζί μας, Συνοδοιπόρος στὴ ζωή μας. Καὶ ἐπιπλέον ἕνα Θεὸ ποὺ τὸ βλέμμα Του εἶναι καρφωμένο ἐπάνω μας. Ἐπάνω μου! Σὰ νὰ ἤμουν ἐγὼ ὁ μοναδικὸς ἄνθρωπος ἐπάνω στὴ γῆ, σὰ νὰ μὴν ὑπῆρχε ἄλλος κανείς. Τὸ βλέμμα τοῦ Κυρίου διασχίζει τοὺς αἰῶνες ἀπὸ τὰ μύχια τῆς ἱστορίας, κι ἀκόμα πιὸ πίσω. Προτοῦ γίνει τὸ φῶς, προτοῦ δημιουργηθοῦν τὰ ἀστέρια καὶ ἡ γῆ καὶ οἱ ὠκεανοί, τὸ βλέμμα τοῦ Κυρίου εἶναι στηριγμένο ἐπάνω μου.
Λοιπόν, ἀκόμα, ψυχή μου, ἀγωνιᾶς; Ἀκόμα φοβᾶσαι; Τί ἄλλο νὰ σοῦ πεῖ γιὰ νὰ σὲ πείσει ὅτι δὲν πρόκειται νὰ σὲ ἐγκαταλείψει; Ἂν μή τι ἄλλο, κοίτα τὸ παιδί, τὸ μικρὸ παιδί, ποὺ φοβήθηκε καὶ ἔτρεξε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ πατέρα του. Κι ἄκουσε τοῦτα τὰ λόγια ἀπ’ τὸ στόμα του: «Γιατί, καλό μου παιδάκι, φοβᾶσαι; Σ’ ἀφήνω ποτὲ μόνο σου;».
Καὶ ἀρκεῖ ἡ διαβεβαίωση αὐτή, γιὰ νὰ ἀρχίσει πάλι νὰ τρέχει καὶ νὰ παίζει ἀμέριμνο. Νὰ τρέχει, νὰ παίζει, νὰ χαίρεται.