Ἀπόστολος: ἡμέρας, Τετ. ιε΄ ἑβδ. ἐπιστ. (Γαλ. γ΄ 16 – 22):
16 Τῷ δὲ Ἀβραὰμ ἐρρέθησαν αἱ ἐπαγγελίαι καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ· οὐ λέγει, καὶ τοῖς σπέρμασιν, ὡς ἐπὶ πολλῶν, ἀλλ’ ὡς ἐφ’ ἑνός, καὶ τῷ σπέρματί σου, ὅς ἐστι Χριστός. 17 τοῦτο δὲ λέγω· διαθήκην προκεκυρωμένην ὑπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς Χριστὸν ὁ μετὰ ἔτη τετρακόσια καὶ τριάκοντα γεγονὼς νόμος οὐκ ἀκυροῖ, εἰς τὸ καταργῆσαι τὴν ἐπαγγελίαν. 18 εἰ γὰρ ἐκ νόμου ἡ κληρονομία, οὐκέτι ἐξ ἐπαγγελίας· τῷ δὲ Ἀβραὰμ δι’ ἐπαγγελίας κεχάρισται ὁ Θεός. 19 Τί οὖν ὁ νόμος; τῶν παραβάσεων χάριν προσετέθη, ἄχρις οὗ ἔλθῃ τὸ σπέρμα ᾧ ἐπήγγελται, διαταγεὶς δι’ ἀγγέλων ἐν χειρὶ μεσίτου. 20 ὁ δὲ μεσίτης ἑνὸς οὐκ ἔστιν, ὁ δὲ Θεὸς εἷς ἐστιν. 21 ὁ οὖν νόμος κατὰ τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ; μὴ γένοιτο. εἰ γὰρ ἐδόθη νόμος ὁ δυνάμενος ζωοποιῆσαι, ὄντως ἂν ἐκ νόμου ἦν ἡ δικαιοσύνη· 22 ἀλλὰ συνέκλεισεν ἡ γραφὴ τὰ πάντα ὑπὸ ἁμαρτίαν, ἵνα ἡ ἐπαγγελία ἐκ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ δοθῇ τοῖς πιστεύουσι.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
16 Ἀλλά κι ὁ Θεός ἔκανε διαθήκη στόν Ἀβραάμ, ὅταν ἔδωσε τίς ὑποσχέσεις του σ’ αὐτόν καί στό σπέρμα του. Καί δέν εἶπε ὁ Θεός «καί στά σπέρματα», ὅπως θά ἔλεγε ἄν ἀναφερόταν σέ πολλούς ἀπογόνους· ἀλλά ἐπειδή ἀναφερόταν σ’ ἕναν ἀπόγονο, εἶπε «στό σπέρμα σου», τό ὁποῖο εἶναι ὁ Χριστός. 17 Ἐφαρμόζοντας τώρα τό προηγούμενο παράδειγμα λέω τό ἑξῆς: Τή διαθήκη αὐτή πού ἐπικύρωσε πρωτύτερα ὁ Θεός μέ ὅρκο καί ἀναφερόταν στό Χριστό, δέν μπορεῖ ὁ νόμος πού ἦλθε ὕστερα ἀπό τετρακόσια τριάντα χρόνια νά τήν ἀκυρώσει, κι ἔτσι νά καταργήσει τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ. Θά τήν καταργοῦσε ὅμως, ἐάν ἦταν δυνατόν νά ἐπιτύχουμε τήν οὐράνια κληρονομιά μέ τό νόμο. 18 Διότι ἐάν ἀπό τήν τήρηση τοῦ νόμου ἀποκτούσαμε τήν οὐράνια κληρονομιά καί σωτηρία, δέν θά μᾶς δινόταν πλέον αὐτή ὡς δωρεά ἀπό ὑπόσχεση ἀλλά ὡς ἀνταμοιβή καί μισθός τῆς τηρήσεως τοῦ νόμου. Ἀλλά στόν Ἀβραάμ ὁ Θεός εἶχε κάνει χαριστική δωρεά μέ τήν ὑπόσχεσή του. 19 Κι ἀφοῦ ἀπό τήν τήρηση τοῦ νόμου δέν ἀποκτᾶται ἡ κληρονομιά, γεννιέται τό ἐρώτημα: Γιά ποιό λοιπόν σκοπό δόθηκε ὁ νόμος; Ἀπάντηση: Προστέθηκε ὁ νόμος στήν ἐπαγγελία, ἔτσι ὥστε μέ τίς καθημερινές μας παραβάσεις του νά ὁδηγηθοῦμε σέ συναίσθηση τῆς ἐνοχῆς καί τῆς ἀδυναμίας μας, μέχρι νά ἔλθει ὁ ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, γιά χάρη τοῦ ὁποίου εἶχαν δοθεῖ οἱ ἐπαγγελίες. Ὁπότε ἐμεῖς μέ τή συναίσθηση τῆς ἀθλιότητός μας εὐκολότερα θά ἐγκολπωνόμασταν τόν ἀπόγονο τοῦ Ἀβραάμ, δηλαδή τόν Χριστό, διαμέσου τοῦ ὁποίου μᾶς δίνονται οἱ εὐλογίες. Ἔτσι ὁ νόμος εἶχε προσωρινή ἰσχύ. Διατάχθηκε μέ τή μεσολάβηση ἀγγέλων καί δόθηκε μέ τά χέρια τοῦ Μωυσῆ, ὡς μεσίτη μεταξύ Θεοῦ καί Ἰουδαίων. 20 Ὁ μεσίτης ὅμως δέν εἶναι μεσολαβητής ἑνός ἀλλά δύο τουλάχιστον προσώπων. Καί γιά νά πραγματοποιηθεῖ ἡ συμφωνία πού γίνεται μέ τόν μεσίτη, πρέπει καί τά δύο πρόσωπα νά τηρήσουν αὐτά πού συμφωνήθηκαν. Ὁ Θεός λοιπόν εἶναι τό ἕνα πρόσωπο. Γιά νά ἐπέλθει ὅμως τό θετικό ἀποτέλεσμα τοῦ νόμου, ἔπρεπε καί τό ἄλλο μέρος, οἱ ἄνθρωποι δηλαδή, νά τηρήσουν τή συμφωνία, ἐφαρμόζοντας μέ ἀκρίβεια τό νόμο πού ἔδωσε ὁ Θεός μέ τόν μεσίτη. Ἀλλά οἱ ἄνθρωποι παρέβαιναν τό νόμο καί γίνονταν γι’ αὐτό καταραμένοι. 21 Ἀλλά ἀφοῦ ὁ νόμος εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά γίνονται οἱ ἄνθρωποι καταραμένοι, γεννιέται τό ἐρώτημα: Ὁ νόμος λοιπόν εἶναι ἀντίθετος μέ τίς ἐπαγγελίες καί τίς ὑποσχέσεις πού ἔδωσε ὁ Θεός ὅτι ὅλα τά ἔθνη θά εὐλογοῦνταν διαμέσου τοῦ Ἀβραάμ; Μή συμβεῖ νά παραδεχθεῖ κανείς κάτι τέτοιο. Ὄχι. Ὁ νόμος δέν ἀ-κυρώνει τίς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ. Διότι θά τίς ἀκύρωνε τότε μόνο, ἐάν δινόταν τέτοιος νόμος πού θά μποροῦσε νά δώσει αἰώνια ζωή στόν ἄνθρωπο. Πραγματικά τότε ἡ δικαίωση καί ἡ σωτηρία θά συντελοῦνταν ἀπό τό νόμο αὐτό, ὁπότε καί θά ἀκυρώνονταν οἱ ἐπαγγελίες. 22 Τώρα ὅμως ἔγινε μέ τό νόμο τό ἐντελῶς ἀντίθετο ἀπ’ τή δικαίωση. Ὁ γραπτός νόμος τοῦ Θεοῦ δηλαδή ἔκλεισε ὁλοκληρωτικά τά πάντα κάτω ἀπό τήν ἁμαρτία, γιά νά ποθήσουν οἱ ἄνθρωποι τόν ἰατρό καί σωτήρα· κι ἔτσι ἡ εὐλογία πού ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, νά δοθεῖ μέ τήν πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό σ’ ὅλους ὅσους πιστεύουν.