Στὸν ἀπόηχο τῆς συγκλήσεως τῆς Μεγάλης Συνόδου εἶδαν τὸ φῶς τῆς δημοσιότητας δύο κείμενα σφόδρα ἐπικριτικὰ ἐναντίον ὅσων μὲ ποικίλους τρόπους ἀντέδρασαν στὴ σύγκληση καὶ τὸ ἔργο τῆς Συνόδου.
Τὸ ἕνα κείμενο, γραμμένο ἀπὸ λαϊκό, ζητοῦσε καθαιρέσεις καὶ ἀφορισμοὺς τῶν ἀντιδρώντων πιστῶν. Τὸ ἄλλο, γραμμένο ἀπὸ ἐπίσκοπο, ἐκφεύγει κάθε κριτικῆς. Διότι δὲν μπορεῖ νὰ ταιριάζουν σὲ κάλαμο ἐπισκόπου τέτοιες διατυπώσεις σὰν αὐτές:
«Ὅλη ἡ καχυποψία, ὅλη ἡ δυσπιστία, ὅλη ἡ μικροψυχία, ὅλη ἡ στενοκαρδία, ὅλη ἡ μικρόνοια, ὅλη ἡ ἡμιμάθεια, ὅλη ἡ ψυχικὴ τύφλωσις ἐπιστρατεύθηκαν κατὰ τῆς Συνόδου, καθὼς ἐπλησίαζε ὁ καιρὸς τῆς συγκλήσεώς της!… Ἀρχιερεῖς (εὐάριθμοι εὐτυχῶς)…, συνταξιοῦχοι πανεπιστημιακοὶ δάσκαλοι ποὺ ἐζήλωσαν ὄψιμες δάφνες Ὁμολογητῶν, καλόγηροι ποὺ μᾶλλον ἔχουν βρῆ μονότονο τὸ κομποσκοίνι καὶ φλέγονται ἀπὸ τὸν πόθο νὰ σώσουν τὴν οἰκουμένη μέσῳ τοῦ διαδικτύου, τῶν ΜΜΕ, διαφόρων «συνεδρίων» καὶ διαφωτιστικῶν ἐκδηλώσεων ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν οἰκουμένη, ἱερομόναχοι καὶ ἔγγαμοι ἱερεῖς κινούμενοι μεταξὺ τυφλοῦ φανατισμοῦ καὶ ἰδεοληψίας, λαϊκοὶ μὲ πρόδηλα χαρακτηριστικὰ παρανοίας, ἐθνοφυλετιστές, ψευδο-κανονολόγοι, σύνολα ἑτερόκλητα, ἀρειμάνια, κράζοντα, ἀλαλάζοντα, βοῶντα, ἄδραξαν τ’ ἄρματα νὰ πολεμήσουν τὴν Σύνοδο…».
Δὲν θὰ κρίνουμε τὸ δημοσίευμα. Εἶναι προτιμότερο νὰ τὸ καλύψει ἡ σιωπή. Τοῦτο μόνο θὰ σημειώσουμε: Ὅταν τὰ σκυλιὰ γαβγίζουν, ὁ καλὸς τσοπάνης χαίρεται· ἀκόμη κι ὅταν συμβεῖ νὰ γαβγίσουν γιὰ γνωστὰ καὶ φιλικά του πρόσωπα. Χαίρεται, διότι ξέρει πὼς ἔτσι τὸ κοπάδι του εἶναι ἀσφαλισμένο ἀπὸ τοὺς λύκους.
Καὶ ὅσοι πιστοί, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί – ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ – ἀντέδρασαν στὴ Μεγάλη Σύνοδο, δὲν τὸ ἔκαναν γιὰ κάποιο προσωπικό τους συμφέρον. Ἡ ἀγωνία νὰ κρατηθεῖ ἀμετάβλητη ἡ πίστη τῶν πατέρων τους τοὺς παρακινοῦσε νὰ ἐκφράσουν τοὺς φόβους τους ἔντονα. Ἐπιθυμοῦσαν νὰ δοῦν τὴ Σύνοδο νὰ αἴρεται στὸ ὕψος τῶν προηγουμένων Συνόδων καὶ νὰ ὁμολογήσει μαζί τους ἀκαινοτόμητη τὴν ἀλήθεια ὅτι ὁ Παπισμὸς εἶναι αἵρεση, διάδοχος τοῦ Ἀρειανισμοῦ.
Κι εἶναι πόνος μεγάλος καὶ ὀδύνη ἀφόρητη γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ ἡ διαπίστωση ὅτι ἡ Μεγάλη Σύνοδος δὲν μπόρεσε ἢ δὲν θέλησε νὰ ὁμολογήσει τὴν ἀλήθεια.
Αὐτός, ὁ τώρα ὑβριζόμενος λαός, ἦταν πάντα τὸ καύχημα τῶν Ἐπισκόπων καὶ Πατριαρχῶν τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως καὶ τῶν ἀοιδίμων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖοι στὴν ἱστορικὴ ἀπάντησή τους στὸν πάπα Πίο τὸν Θ΄ τὸ 1848 ὁμολόγησαν: «Παρ᾽ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ».
Αὐτὸς ὁ μαχόμενος λαὸς εἶναι καὶ σήμερα καὶ θὰ παραμείνει ὁ ὑπερασπιστὴς καὶ τὸ καύχημα τῆς Ὀρθοδοξίας.