Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κουκουζέλης ἀνήκει στὴ χορεία τῶν ὁσίων καλλικελάδων Μελωδῶν. Ἔζησε στὰ χρόνια τῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων Κομνηνῶν. Γεννήθηκε στὸ Δυρράχιο τῆς Ἠπείρου (ἀρχαία Ἐπίδαμνο) ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς στὰ τέλη τοῦ ἑνδεκάτου αἰώνα. Νωρὶς ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα. Ἡ φιλόστοργη καὶ φιλόθεη μητέρα του ἀνέλαβε μὲ ἱερὴ εὐθύνη νὰ ἀναθρέψει τὸ μικρό της βλαστάρι «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Ὁ θεῖος σπόρος τοῦ Εὐαγγελίου δὲν ἄργησε νὰ καρπίσει στὴν ἁγνὴ ψυχὴ τοῦ Ἰωάννη.
Λίγο ἀργότερα συναντοῦμε – ἔφηβο πλέον – τὸν Ἰωάννη στὴ Βασιλεύουσα Πόλη γιὰ σπουδές. Προικισμένος μὲ σπάνια ὀξύνοια, τιμιότητα καὶ ἐργατικότητα προκόπτει σύντομα στὶς σπουδές του. Εἶναι ὅμως προικισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μὲ ἔκτακτο τάλαντο μελωδικῆς φωνῆς. Σύντομα γίνεται μέλος τῆς αὐτοκρατορικῆς χορωδίας καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἀνακηρύσσουν Μαΐστορα, δηλαδὴ διδάσκαλο καὶ διευθυντὴ τῆς βυζαντινῆς ψαλτικῆς τέχνης. Ψέλνει παντοῦ. Στοὺς ἱεροὺς Ναοὺς συναρπάζει τοὺς πιστοὺς καὶ τὸν ὀνομάζουν «ἀγγελοφωνότατο ψάλτη». Ἀλλὰ καὶ στὴν αὐτοκρατορικὴ Αὐλὴ τοῦ Ἀλεξίου τοῦ Α΄ (τοῦ Κομνηνοῦ) παρουσιάζει μὲ μοναδικὴ μελωδικὴ τέχνη, σὲ ἐπίσημες τελετές, πολυχρονισμοὺς καὶ ἐπικὰ ἄσματα. Καὶ τὸν ἔχουν ὡς «τὸν καλλιφωνότατο ψάλτη τῶν ἀνακτόρων». Μὲ τὴν καθαρή, χαρισματικὴ φωνή του συγκινεῖ ὅλους, ἐπίσημους καὶ ἁπλὸ λαό.
Ἰωάννης Κουκουζέλης. Ὄνομα λαμπρό. Μὲ σταδιοδρομία πετυχημένη. Μὲ δόξα μεγάλη. Μὲ ἐκτίμηση ἀπὸ ὅλους. Μὲ χειροκροτήματα ἀσυγκράτητα. Μὲ ἐπευφημίες ἀτελείωτες. Καὶ μὲ τὸν Αὐτοκράτορα νὰ τὸν θέλει νὰ τὸν ἀσφαλίσει κοντά του καὶ νὰ σχεδιάζει νὰ τὸν νυμφεύσει μὲ κόρη μεγιστάνα τρανοῦ.
Ὅμως ὁ Ἰωάννης δὲν ἀναπαύεται σ᾿ αὐτὸ τὸν θόρυβο, στὰ θυελλώδη χειροκροτήματα, στὴν ἐπίγεια δόξα καὶ τὸ μεγαλεῖο αὐτῆς τῆς γῆς. Κάτι ἄλλο ἐπιζητεῖ, ἀνώτερο. Γι’ αὐτὸ μιὰ νύχτα φεύγει. Φεύγει κρυφὰ ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα. Ἀποδύεται τὰ λαμπρὰ μεταξωτὰ ἱμάτια καὶ φορᾶ τρίχινα, παλαιά, φθαρμένα ροῦχα. Παίρνει καὶ ποιμενικὸ ραβδὶ στὸ χέρι καὶ πορεύεται πρὸς τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Φθάνει στὴν Ἱερὰ Μονὴ Μεγίστης Λαύρας, τὴν τότε πολυάριθμη αὐτὴ πνευματικὴ κυψέλη μὲ τοὺς 700 μοναχούς. Ἐμφανίζεται σὰν ἕνας ἁπλὸς φτωχὸς ποιμένας καὶ τοὺς παρακαλεῖ ἐπίμονα νὰ γίνει μοναχός. Μετὰ ἀπὸ μικρὴ δοκιμασία ὁ Ἡγούμενος τὸν κείρει μοναχὸ καὶ τοῦ ἀναθέτει τὸ διακόνημα νὰ βόσκει τοὺς τράγους τῆς Μονῆς στὶς πλαγιὲς τοῦ Ἄθωνα. Ἐδῶ ὁ Ἰωάννης, μακριὰ ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη παρουσία ἢ παρηγορία, ζεῖ στὴν ἀπόλυτη ἡσυχία τὸ μεγαλεῖο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Μὲ ὅλη του τὴν καρδιὰ δοξολογεῖ τὸν Κύριο τοῦ παντός, ὑμνεῖ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο τὴν ὁποία ὑπεραγαπᾶ. Γιὰ πολλὲς ὧρες τῆς μέρας καὶ τῆς νύχτας μὲ τὰ γλυκύφθογγα μελωδήματά του ποὺ τὰ ψέλνει δυνατὰ μεταρσιώνεται σὲ οὐράνιους κόσμους.
Ὅμως κάποια μέρα ποὺ ὁ Ἰωάννης ἔβοσκε τοὺς τράγους στὶς νότιες ἀπότομες πλαγιὲς τοῦ Ἀκρωτηρίου, ἕνας κρυμμένος ἀσκητὴς ἄκουσε τὴν ἀγγελικὴ μελωδία του. Καὶ βγῆκε ἀπὸ τὴ σπηλιά του καὶ ἀντίκρισε θέαμα μοναδικό: ἕνα μοναχό – ποιμένα μὲ τὸ βλέμμα στραμμένο στὸ ἀπέραντο γαλάζιο τοῦ οὐρανοῦ νὰ ψέλνει μὲ τέχνη μοναδικὴ ὕμνους καὶ τριγύρω του οἱ τράγοι ἔκπληκτοι, ὄρθιοι, μὲ τεντωμένα τὰ αὐτιά τους ν’ ἀκοῦνε τὶς παναρμόνιες ὑμνωδίες τοῦ βοσκοῦ τους. Καὶ ὅλη ἡ κτιστὴ φύση νὰ ἔχει σταματήσει κάθε της κίνηση καὶ κάθε λεπτὴ πνοὴ ἀνέμου νὰ ἔχει σιγήσει.
Ὁ ἄγνωστος ἀσκητὴς συγκλονισμένος ἀπὸ ὅσα εἶδε καὶ ἄκουσε, ἔτρεξε στὴ Μονὴ τῆς Λαύρας καὶ ἀνήγγειλε τὰ πάντα μὲ λεπτομέρεια στὸν Ἡγούμενό της. Καὶ ὁ Ἡγούμενος, ἀφοῦ κάλεσε τὸν Ἰωάννη, μὲ ἐρωτήσεις ἐξακρίβωσε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ φημισμένος αὐτοκρατορικὸς Ψαλμωδὸς ποὺ εἶχε ἐξαφανισθεῖ ἀπὸ τὸ Παλάτι καὶ ποὺ ἔψαχνε μὲ ἀγωνία ἐπὶ πολὺ καιρὸ ὁ Αὐτοκράτορας.
Ὁ Ἰωάννης μὲ πολλὴ ταπείνωση παρακάλεσε τὸν Ἡγούμενο νὰ τὸν ἀφήσει ἀπερίσπαστο στὸ ἔργο τῆς βοσκῆς τῶν τράγων. Ὅμως ὁ Θεὸς διαφορετικὰ ἔκρινε. Θὰ παρέμενε στὸ Μοναστήρι. Θὰ ἡσύχαζε λίγο ἔξω ἀπὸ αὐτὸ μόνος σὲ ἕνα ταπεινὸ καλυβάκι ποὺ ὁ ἴδιος θὰ ἔκτιζε. Καὶ ἐκεῖ, στὸ μικρό του Ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων, θὰ ὑμνοῦσε καθημερινὰ τὸν Παντοκράτορα Τριαδικὸ Θεό. Τὶς μεγάλες ὅμως ἑορτὲς καὶ κάθε Κυριακὴ θὰ προεξῆρχε τοῦ δεξιοῦ χοροῦ καὶ θὰ μεταρσίωνε μὲ τὴ μελωδικὴ φωνή του τοὺς συμμοναστές του μέσα στὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς.
Κάποιο Σάββατο τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου ὁ ὅσιος Ἰωάννης ψέλνοντας μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας μὲ ἔντονο παλμὸ καὶ ἀκριβὴ μουσικὴ ἐπιμέλεια τὰ Ἰδιόμελα καὶ τὸν Κανόνα, κουράστηκε καὶ νύσταξε. Καὶ τότε εἶδε τὴν Κυρία Θεοτόκο νὰ τὸν πλησιάζει στοργικὰ καὶ νὰ τοῦ λέει: «Χαῖρε, παιδί μου Ἰωάννη, συνέχιζε καὶ μὴ σταματήσεις ποτὲ νὰ μὲ ὑμνεῖς μὲ τὴ μελωδική σου φωνή, καὶ ἐγὼ δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ σὲ ἐγκαταλείψω. Πάρε καὶ γιὰ τὸν κόπο σου αὐτό». Συγκινημένος ἄνοιξε τὰ μάτια του καὶ εἶδε στὰ χέρια του τὸ θεῖο τῆς Παναγίας δῶρο, ἕνα χρυσὸ νόμισμα, τὸ ὁποῖο καὶ ἀπέθεσε ἀμέσως ὡς ἀντίδωρο εὐγνωμοσύνης στὴν εἰκόνα της. Γι̕ αὐτὸ καὶ ἡ εἰκόνα αὐτὴ ὀνομάσθηκε «Παναγία ἡ Κουκουζέλισσα».
Ἀπὸ τότε ὁ Ὅσιος ἔψελνε μὲ περισσότερο ἔνθεο ζῆλο. Ἀπὸ τὴν ὀρθοστασία ὡστόσο τὸ πόδι τοῦ ἁγίου Μελωδοῦ ἔπαθε γάγγραινα. Καὶ ἡ Παναγία μας πάλι θαυματουργικὰ τὸν θεράπευσε. Καὶ συνέχισε τὴ μοναχική του πολιτεία ὁ Ἰωάννης μὲ ἐντονότερη ἄσκηση, περισσότερη ταπείνωση καὶ βαθύτερη μετάνοια.
Τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του τὴν προαισθάνθηκε. Καὶ παρήγγειλε στοὺς συμμοναστές του νὰ τὸν θάψουν στὸ ναΰδριο τῶν Ἀρχαγγέλων τῆς πτωχῆς του καλύβης.
Ἰωάννης ὁ Μελωδός, ὁ Κουκουζέλης. Μορφὴ ὁσιότατη, ἀσκητική, ἐξαγνισμένη. Ἀπὸ τὸν Ἄθωνα τὸν ἁγιασμένο μᾶς διδάσκει τὴν τέχνη τῆς εὐάρεστης ὑμνωδίας στὸ Θεό, ποὺ εἶναι ὁ συνδυασμὸς τῆς ἁρμονίας τῶν ἀρετῶν τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου μὲ τὴ μελωδία τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων. Ἂς μᾶς ἐμπνέει ὁ Ὅσιος ὅλους, ἰδιαίτερα τοὺς μελωδοὺς καὶ χοράρχες τῶν ἀναλογίων τῆς Ἐκκλησίας μας.